Οι πηγές της ρωσικής ανάρμοστης συμπεριφοράς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πηγές της ρωσικής ανάρμοστης συμπεριφοράς

Ένας διπλωμάτης αποσκιρτά από το Κρεμλίνο

Επί τρία χρόνια, οι εργάσιμες μέρες μου ξεκινούσαν με τον ίδιο τρόπο. Στις 7:30 π.μ., ξυπνούσα, έλεγχα τις ειδήσεις, και οδηγούσα για να εργαστώ στην ρωσική αποστολή στο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών στην Γενεύη. Η ρουτίνα ήταν εύκολη και προβλέψιμη, δύο από τα χαρακτηριστικά της ζωής ως Ρώσος διπλωμάτης.

30042023-1.jpg

Juan Bernabeu
----------------------------------------------------

Η 24η Φεβρουαρίου ήταν διαφορετική. Όταν έλεγξα το τηλέφωνό μου, είδα συγκλονιστικά και απογοητευτικά νέα: η ρωσική αεροπορία βομβάρδιζε την Ουκρανία. Το Χάρκοβο, το Κίεβο και η Οδησσός δέχθηκαν επίθεση. Τα ρωσικά στρατεύματα ξεχύνονταν από την Κριμαία προς τη νότια πόλη Χερσώνα. Ρωσικοί πύραυλοι είχαν μετατρέψει κτίρια σε ερείπια και οδήγησαν κατοίκους σε φυγή. Παρακολούθησα βίντεο από τις εκρήξεις, με σειρήνες αεροπορικής επιδρομής, και είδα ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι.

Ως κάποιος γεννημένος στην Σοβιετική Ένωση, βρήκα την επίθεση σχεδόν αδιανόητη, παρόλο που είχα ακούσει ειδήσεις από την Δύση ότι μια εισβολή θα μπορούσε να είναι επικείμενη. Οι Ουκρανοί υποτίθεται ότι ήταν οι στενοί μας φίλοι και είχαμε πολλά κοινά, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας να πολεμάμε την Γερμανία ως μέρος της ίδιας χώρας. Σκέφτηκα τους στίχους ενός διάσημου πατριωτικού τραγουδιού από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που πολλοί κάτοικοι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης γνωρίζουν καλά: «Στις 22 Ιουνίου, ακριβώς στις 4:00 π.μ., το Κίεβο βομβαρδίστηκε, και μας είπαν ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει». Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, χαρακτήρισε την εισβολή στην Ουκρανία ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που αποσκοπεί στον «απο-ναζιστικοποίηση» του γείτονα της Ρωσίας. Αλλά στην Ουκρανία, η Ρωσία ήταν αυτή που είχε πάρει την θέση των Ναζί.

«Αυτή είναι η αρχή του τέλους», είπα στην γυναίκα μου. Αποφασίσαμε ότι έπρεπε να παραιτηθώ.

Η παραίτηση σήμαινε να πετάξω μια εικοσαετή καριέρα ως Ρώσος διπλωμάτης και, μαζί με αυτήν, πολλές από τις φιλίες μου. Όμως η απόφαση ερχόταν εδώ και πολύ καιρό. Όταν μπήκα στο Υπουργείο το 2002, ήταν σε μια περίοδο σχετικής ανοικτότητας, όταν εμείς οι διπλωμάτες μπορούσαμε να εργαζόμαστε εγκάρδια με ομολόγους μας από άλλες χώρες. Ωστόσο, ήταν φανερό από τις πρώτες μέρες μου ότι το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας είχε βαθιά ελαττώματα. Ακόμη και τότε, αποθάρρυνε την κριτική σκέψη, και κατά την διάρκεια της θητείας μου, έγινε ολοένα και πιο φιλοπόλεμο. Παρέμεινα ούτως ή άλλως, διαχειριζόμενος την γνωστική ασυμφωνία με το να ελπίζω ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω όποια δύναμη είχα για να κάνω πιο μετριοπαθή την διεθνή συμπεριφορά της χώρας μου. Αλλά ορισμένα γεγονότα μπορούν να κάνουν ένα άτομο να αποδεχθεί πράγματα που δεν θα τολμούσε πριν.

Η εισβολή στην Ουκρανία κατέστησε αδύνατο να αρνηθεί κανείς πόσο βάναυση και κατασταλτική είχε γίνει η Ρωσία. Ήταν μια πράξη ανείπωτη σκληρότητας, σχεδιασμένη για να υποτάξει έναν γείτονα και να διαγράψει την εθνική του ταυτότητα. Έδωσε στη Μόσχα μια δικαιολογία για να συντρίψει κάθε εγχώρια αντιπολίτευση. Τώρα, η κυβέρνηση στέλνει χιλιάδες στρατευμένους άνδρες για να σκοτώσουν Ουκρανούς. Ο πόλεμος δείχνει ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον απλώς δικτατορική και επιθετική˙ έχει γίνει ένα φασιστικό κράτος.

Αλλά για μένα, ένα από τα κεντρικά μαθήματα της εισβολής είχε να κάνει με κάτι που είχα δει τις προηγούμενες δύο δεκαετίες: τι συμβαίνει όταν μια κυβέρνηση κάμπτεται αργά-αργά από την ίδια της την προπαγάνδα. Για χρόνια, οι Ρώσοι διπλωμάτες αναγκάζονταν να αντιμετωπίσουν την Ουάσιγκτον και να υπερασπιστούν την ανάμειξη της χώρας στο εξωτερικό με ψέματα και ανακολουθίες (non sequiturs). Μας έμαθαν να ασπαζόμαστε πομπώδη ρητορική και να παπαγαλίζουμε άκριτα σε άλλα κράτη αυτά που μας έλεγε το Κρεμλίνο. Αλλά τελικά, το κοινό-στόχος αυτής της προπαγάνδας δεν ήταν μόνο οι ξένες χώρες˙ ήταν η δική μας ηγεσία. Σε τηλεγραφήματα και δηλώσεις, μας έκαναν να λέμε στο Κρεμλίνο ότι είχαμε διαφημίσει στον κόσμο το ρωσικό μεγαλείο και καταρρίψαμε τα επιχειρήματα της Δύσης. Έπρεπε να συγκρατούμε οποιαδήποτε κριτική για τα επικίνδυνα σχέδια του προέδρου. Αυτή η δουλειά γινόταν ακόμη και στα υψηλότερα κλιμάκια του Υπουργείου. Οι συνάδελφοί μου στο Κρεμλίνο μού είπαν επανειλημμένα ότι ο Πούτιν συμπαθεί τον υπουργό Εξωτερικών του, Σεργκέι Λαβρόφ, επειδή είναι «άνετος» να δουλεύει μαζί του, πάντα απαντώντας με ένα «ναι» στον πρόεδρο και λέγοντάς του αυτό που θέλει να ακούσει. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Πούτιν πίστευε ότι δεν θα είχε πρόβλημα να νικήσει το Κίεβο.

Ο πόλεμος είναι μια ολοφάνερη απόδειξη του πώς οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε θαλάμους αντήχησης μπορούν να αποτύχουν. Ο Πούτιν απέτυχε στην προσπάθειά του να κατακτήσει την Ουκρανία, μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να καταλάβει ότι θα ήταν αδύνατη αν η κυβέρνησή του είχε σχεδιαστεί για να δίνει ειλικρινείς εκτιμήσεις. Για όσους από εμάς εργαζόμασταν σε στρατιωτικά ζητήματα, ήταν ξεκάθαρο ότι οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν τόσο ισχυρές όσο φοβόταν η Δύση —εν μέρει χάρη στους οικονομικούς περιορισμούς που εφάρμοσε η Δύση μετά την κατάληψη της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014, οι οποίοι ήταν πιο αποτελεσματικοί από όσο έδειχναν να συνειδητοποιούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής.

Η εισβολή του Κρεμλίνου ενίσχυσε το ΝΑΤΟ, μια οντότητα που [η εισβολή] είχε σχεδιαστεί για να ταπεινώσει, και οδήγησε σε κυρώσεις αρκετά ισχυρές ώστε να συρρικνωθεί η οικονομία της Ρωσίας. Αλλά τα φασιστικά καθεστώτα νομιμοποιούν τον εαυτό τους περισσότερο με την άσκηση εξουσίας παρά με την παροχή οικονομικών ωφελημάτων, και ο Πούτιν είναι τόσο επιθετικός και αποκομμένος από την πραγματικότητα που μια ύφεση είναι απίθανο να τον σταματήσει. Για να δικαιολογήσει την κυριαρχία του, ο Πούτιν θέλει τη μεγάλη νίκη που υποσχέθηκε και πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει. Εάν συμφωνήσει σε μια κατάπαυση του πυρός, θα είναι μόνο για να δώσει ανάπαυση στα ρωσικά στρατεύματα πριν συνεχίσουν να πολεμούν. Και αν κερδίσει στην Ουκρανία, ο Πούτιν πιθανότατα θα κινηθεί για να επιτεθεί σε ένα άλλο μετασοβιετικό κράτος, όπως η Μολδαβία, όπου η Μόσχα ήδη υποστηρίζει μια αποσχισθείσα περιοχή.

Υπάρχει, λοιπόν, μόνο ένας τρόπος για να σταματήσει ο δικτάτορας της Ρωσίας, και αυτός είναι να γίνει εκείνο που πρότεινε ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, τον Απρίλιο: να αποδυναμωθεί η χώρα «στον βαθμό που δεν θα μπορεί να κάνει τα πράγματα που έχει κάνει εισβάλλοντας στην Ουκρανία». Αυτό ίσως να φαίνεται σαν ένας υψηλός στόχος. Αλλά ο στρατός της Ρωσίας έχει αποδυναμωθεί σημαντικά και η χώρα έχει χάσει πολλούς από τους καλύτερους στρατιώτες της. Με ευρεία υποστήριξη από το ΝΑΤΟ, η Ουκρανία είναι σε θέση να νικήσει τελικά την Ρωσία στα ανατολικά και νότια, όπως ακριβώς έκανε και στον βορρά.

Εάν ηττηθεί, ο Πούτιν θα αντιμετωπίσει μια επικίνδυνη κατάσταση στο εσωτερικό. Θα πρέπει να εξηγήσει στην ελίτ και στις μάζες γιατί πρόδωσε τις προσδοκίες τους. Θα πρέπει να πει στις οικογένειες των νεκρών στρατιωτών γιατί χάθηκαν για το τίποτα. Και χάρη στην αυξανόμενη πίεση από τις κυρώσεις, θα πρέπει να τα κάνει όλα αυτά σε μια εποχή που οι Ρώσοι θα είναι ακόμη χειρότερα από όσο σήμερα. Θα μπορούσε να αποτύχει σε αυτό το έργο, να αντιμετωπίσει εκτεταμένες αντιδράσεις, και να παραμεριστεί. Θα μπορούσε να αναζητήσει αποδιοπομπαίους τράγους και να ανατραπεί από τους συμβούλους και τους βουλευτές που απειλεί να εκκαθαρίσει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, αν φύγει ο Πούτιν, η Ρωσία θα έχει την ευκαιρία να ανοικοδομηθεί πραγματικά –και τελικά να εγκαταλείψει τις αυταπάτες του μεγαλείου.

ΦΑΝΤΑΣΙΟΠΛΗΞΙΕΣ

Γεννήθηκα το 1980 από γονείς στα μεσαία στρώματα της σοβιετικής διανόησης. Ο πατέρας μου ήταν οικονομολόγος στο Υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου και η μητέρα μου δίδασκε αγγλικά στο Κρατικό Ινστιτούτο Εξωτερικών Σχέσεων της Μόσχας. Ήταν κόρη ενός στρατηγού που διοικούσε μια μεραρχία τουφεκιοφόρων κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και είχε αναγνωριστεί ως «Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης».

Ζούσαμε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στη Μόσχα που είχε δώσει το κράτος στον παππού μου μετά τον πόλεμο, και είχαμε ευκαιρίες που οι περισσότεροι Σοβιετικοί πολίτες δεν είχαν. Ο πατέρας μου διορίστηκε σε μια θέση σε μια σοβιετο-ελβετική επιχείρηση, κάτι που μας επέτρεψε να ζήσουμε στην Ελβετία το 1984 και το 1985. Για τους γονείς μου, αυτή η περίοδος ήταν μεταμορφωτική. Βίωσαν το πώς ήταν να μένεις σε μια πλούσια χώρα, με ανέσεις —καρότσια παντοπωλείου, ποιοτική οδοντιατρική περίθαλψη— που η Σοβιετική Ένωση στερείτο.

Ως οικονομολόγος, ο πατέρας μου γνώριζε ήδη τα διαρθρωτικά προβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά η ζωή στην δυτική Ευρώπη οδήγησε αυτόν και τη μητέρα μου να αμφισβητήσουν το σύστημα πιο βαθιά, και ενθουσιάστηκαν όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ξεκίνησε την περεστρόικα το 1985. Το ίδιο, όπως φάνηκε, έκαναν οι περισσότεροι Σοβιετικοί κάτοικοι. Δεν χρειαζόταν κανείς να ζήσει στην Δυτική Ευρώπη για να συνειδητοποιήσει ότι τα καταστήματα της Σοβιετικής Ένωσης προσέφεραν μια στενή γκάμα προϊόντων χαμηλής ποιότητας, όπως παπούτσια που ήταν επώδυνα να φορεθούν. Οι Σοβιετικοί κάτοικοι γνώριζαν ότι η κυβέρνηση έλεγε ψέματα όταν ισχυριζόταν ότι ηγείται της «προοδευτικής ανθρωπότητας».

Πολλοί Σοβιετικοί πολίτες πίστευαν ότι η Δύση θα βοηθούσε την χώρα τους καθώς θα έκανε τη μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς. Αλλά τέτοιες ελπίδες αποδείχθηκαν αφελείς. Η Δύση δεν παρείχε στην Ρωσία το ποσό της βοήθειας που πολλοί από τους κατοίκους της -και ορισμένοι εξέχοντες οικονομολόγοι των ΗΠΑ- θεωρούσαν απαραίτητο για την αντιμετώπιση των τεράστιων οικονομικών προκλήσεων της χώρας. Αντίθετα, η Δύση ενθάρρυνε το Κρεμλίνο καθώς ήρε γρήγορα τους ελέγχους των τιμών και ιδιωτικοποίησε γρήγορα τους κρατικούς πόρους. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων έγινε εξαιρετικά πλούσια από αυτή την διαδικασία αρπάζοντας δημόσια περιουσιακά στοιχεία. Αλλά για τους περισσότερους Ρώσους, η λεγόμενη θεραπεία-σοκ οδήγησε στην φτωχοποίηση. Ο υπερπληθωρισμός χτύπησε, και το μέσο προσδόκιμο ζωής μειώθηκε. Η χώρα πράγματι γνώρισε μια περίοδο εκδημοκρατισμού, αλλά μεγάλο μέρος του κοινού ταύτισε τις νέες ελευθερίες με την εξαθλίωση. Ως αποτέλεσμα, το status της Δύσης στην Ρωσία υπέφερε σοβαρά.

Δέχθηκε άλλο ένα μεγάλο χτύπημα μετά την εκστρατεία του ΝΑΤΟ το 1999 κατά της Σερβίας. Στην Ρωσία, οι βομβαρδισμοί έμοιαζαν λιγότερο με επιχείρηση για την προστασία της αλβανικής μειονότητας της χώρας από όσο με επίθεση μιας μεγάλης δύναμης εναντίον ενός μικροσκοπικού θύματος. Θυμάμαι έντονα ότι περπατούσα δίπλα στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα την ημέρα αφότου της επιτέθηκε ένας όχλος και παρατήρησα τα σημάδια που άφησε η μπογιά που είχε πιτσιλίσει τους τοίχους της.

Ως παιδί γονέων της μεσαίας τάξης —ο πατέρας μου άφησε την δημόσια υπηρεσία το 1991 και ξεκίνησε μια επιτυχημένη μικρή επιχείρηση— βίωσα εκείνη την δεκαετία των αναταράξεων κυρίως από δεύτερο χέρι. Τα εφηβικά μου χρόνια ήταν σταθερά και το μέλλον μου φαινόταν αρκετά προβλέψιμο. Έγινα φοιτητής στο ίδιο πανεπιστήμιο όπου δίδασκε η μητέρα μου και έβαλα στο στόχαστρό μου να δουλέψω στις διεθνείς υποθέσεις όπως ο πατέρας μου. Επωφελήθηκα από τις σπουδές σε μια εποχή που η δημόσια συζήτηση στην Ρωσία ήταν ανοιχτή. Οι καθηγητές μας μάς ενθάρρυναν να διαβάσουμε διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που στο παρελθόν είχαν απαγορευθεί. Κάναμε συζητήσεις στην τάξη. Το καλοκαίρι του 2000, μπήκα ενθουσιασμένος στο Υπουργείο Εξωτερικών για πρακτική άσκηση, έτοιμος να ξεκινήσω μια καριέρα που ήλπιζα ότι θα μου διδάξει τον κόσμο.

30242023-2.jpg

Ένας άντρας περπατά με την κόρη του απομακρυνόμενος από το σημείο μιας ΝΑΤΟϊκής πυραυλικής επίθεσης στην Πρίστινα, στο Κοσσυφοπέδιο, τον Απρίλιο του 1999. Goran Tomasevic / Reuters
----------------------------------------------------

Η εμπειρία μου αποδείχτηκε απογοητευτική. Αντί να συνεργάζομαι με ειδικευμένες ελίτ με κομψά κοστούμια -το στερεότυπο των διπλωματών στις σοβιετικές ταινίες- με καθοδηγούσε μια συλλογή κουρασμένων, μεσήλικων αφεντικών που εκτελούσαν άσκοπα άδοξα καθήκοντα, όπως η σύνταξη σημείων συζήτησης για ανώτερους αξιωματούχους. Τις περισσότερες φορές, δεν φαινόταν να εργάζονται καθόλου. Κάθονταν και κάπνιζαν, διάβαζαν εφημερίδες και μιλούσαν για τα σχέδιά τους για το Σαββατοκύριακο. Η πρακτική μου συνίστατο κυρίως στο να πηγαίνω τις εφημερίδες τους και να τους αγοράζω σνακ.

Έτσι κι αλλιώς αποφάσισα να μπω στο Υπουργείο. Ήμουν πρόθυμος να κερδίσω τα δικά μου χρήματα και ήλπιζα ακόμα να μάθω περισσότερα για άλλα μέρη ταξιδεύοντας μακριά από τη Μόσχα. Όταν προσλήφθηκα το 2002 ως βοηθός ακόλουθος στην ρωσική πρεσβεία στην Καμπότζη, ήμουν χαρούμενος. Θα είχα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τις γλωσσικές μου δεξιότητες στα Χμερ και τις σπουδές μου στη Νοτιοανατολική Ασία.

Δεδομένου ότι η Καμπότζη βρίσκεται στην περιφέρεια των ενδιαφερόντων της Ρωσίας, είχα λίγη δουλειά να κάνω. Αλλά η ζωή στο εξωτερικό ήταν μια αναβάθμιση σε σχέση με την ζωή στη Μόσχα. Οι διπλωμάτες που στάθμευαν εκτός Ρωσίας έβγαζαν πολύ περισσότερα χρήματα από εκείνους που τοποθετούντο στο εσωτερικό. Ο «νούμερο δυο» της πρεσβείας, Viacheslav Loukianov, εκτιμούσε την ανοιχτή συζήτηση και με ενθάρρυνε να υπερασπιστώ τις απόψεις μου. Και η στάση μας απέναντι στην Δύση ήταν αρκετά ευγενική. Το Υπουργείο Εξωτερικών είχε πάντα μια αντιαμερικανική κλίση -που κληρονόμησε από τον σοβιετικό προκάτοχό του- αλλά η προκατάληψη δεν ήταν ακατανίκητη. Οι συνάδελφοί μου και εγώ δεν σκεφτόμασταν πολύ για το ΝΑΤΟ, και όταν το κάναμε, συνήθως θεωρούσαμε τον οργανισμό ως εταίρο. Ένα βράδυ, βγήκα για μπύρες με έναν συνάδελφο υπάλληλο της πρεσβείας σε ένα υπόγειο μπαρ. Εκεί, συναντήσαμε έναν Αμερικανό αξιωματούχο που μας κάλεσε να πιούμε μαζί του. Σήμερα, μια τέτοια συνάντηση θα ήταν γεμάτη ένταση, αλλά εκείνη την εποχή ήταν μια ευκαιρία για φιλία.

Ωστόσο, ακόμη και τότε, ήταν σαφές ότι η ρωσική κυβέρνηση είχε μια κουλτούρα που αποθάρρυνε την ανεξάρτητη σκέψη -παρά τις παρορμήσεις του Λουκιάνοφ για το αντίθετο. Μια μέρα, με κάλεσαν να συναντηθώ με τον υπ’ αριθμόν τρία αξιωματούχο της πρεσβείας, έναν ήσυχο, μεσήλικα διπλωμάτη που είχε ενταχθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών κατά την σοβιετική εποχή. Μου έδωσε το κείμενο από ένα τηλεγράφημα από τη Μόσχα, το οποίο μου είπε να ενσωματώσω σε ένα έγγραφο που θα παραδώσουμε στις Αρχές της Καμπότζης. Παρατηρώντας αρκετά τυπογραφικά λάθη, του είπα ότι θα τα διορθώσω. «Μην το κάνεις αυτό!» μου απάντησε με φωνή. «Πήραμε το κείμενο απευθείας από τη Μόσχα. Αυτοί ξέρουν καλύτερα. Ακόμα κι αν υπάρχουν λάθη, δεν είναι στο χέρι μας να διορθώσουμε το κέντρο». Ήταν εμβληματικό για αυτό που θα γινόταν μια αυξανόμενη τάση στο Υπουργείο: η αδιαμφισβήτητη υποταγή στους ηγέτες.

YES MEN

Στην Ρωσία, η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ήταν αρχικά ελπιδοφόρα. Το μέσο επίπεδο εισοδήματος της χώρας αυξανόταν, όπως και το βιοτικό της επίπεδο. Ο Πούτιν, ο οποίος ανέλαβε την προεδρία στις αρχές της χιλιετίας, υποσχέθηκε ένα τέλος στο χάος της δεκαετίας του 1990.

Και όμως πολλοί Ρώσοι κουράστηκαν από τον Πούτιν κατά την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας. Οι περισσότεροι διανοούμενοι θεωρούσαν την εικόνα του ισχυρού άνδρα ως ένα ανεπιθύμητο τεχνούργημα του παρελθόντος και υπήρχαν πολλές περιπτώσεις διαφθοράς μεταξύ ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων. Ο Πούτιν απάντησε στις έρευνες για την κυβέρνησή του καταπολεμώντας την ελευθερία του λόγου. Μέχρι το τέλος της πρώτης του θητείας, είχε ουσιαστικά αναλάβει τον έλεγχο και των τριών βασικών τηλεοπτικών δικτύων της Ρωσίας.

Εντός του Υπουργείου Εξωτερικών, ωστόσο, οι πρώτες κινήσεις του Πούτιν προκάλεσαν λίγους συναγερμούς. Διόρισε τον Λαβρόφ ως Υπουργό Εξωτερικών το 2004, μια απόφαση που επικροτήσαμε. Ο Λαβρόφ ήταν γνωστός ότι ήταν εξαιρετικά ευφυής και είχε βαθιά διπλωματική εμπειρία, με ιστορικό στην δημιουργία μακροχρόνιων σχέσεων με ξένους αξιωματούχους. Τόσο ο Πούτιν όσο και ο Λαβρόφ γίνονταν όλο και πιο αντιθετικοί απέναντι στο ΝΑΤΟ, αλλά οι αλλαγές συμπεριφοράς ήταν ανεπαίσθητες. Πολλοί διπλωμάτες δεν το πρόσεξαν, συμπεριλαμβανομένου και εμού.

Εκ των υστέρων, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι η Μόσχα έθετε τις βάσεις για το αυτοκρατορικό σχέδιο του Πούτιν —ειδικά στην Ουκρανία. Το Κρεμλίνο ανέπτυξε μια εμμονή με την χώρα μετά την Πορτοκαλί Επανάσταση του 2004-5, όταν εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές εμπόδισαν τον προτιμώμενο υποψήφιο της Ρωσίας να γίνει πρόεδρος μετά από αυτό που ευρέως θεωρείτο ως νοθευμένες εκλογές. Αυτή η εμμονή αντικατοπτρίστηκε στις κύριες ρωσικές πολιτικές εκπομπές, οι οποίες άρχισαν να αφιερώνουν την primetime [τηλεοπτική] κάλυψη στην Ουκρανία, φλυαρώντας για τις υποτιθέμενες ρωσοφοβικές Αρχές της χώρας. Για τα επόμενα 16 χρόνια, ακριβώς μέχρι την εισβολή, οι Ρώσοι άκουγαν τους παρουσιαστές ειδήσεων να περιγράφουν την Ουκρανία ως μια κακή χώρα, ελεγχόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που καταπίεζε τον ρωσόφωνο πληθυσμό της. (Ο Πούτιν είναι φαινομενικά ανίκανος να πιστέψει ότι οι χώρες μπορούν πραγματικά να συνεργαστούν, και πιστεύει ότι οι περισσότεροι από τους στενότερους εταίρους της Ουάσιγκτον είναι στην πραγματικότητα απλώς οι μαριονέτες της —συμπεριλαμβανομένων και άλλων μελών του ΝΑΤΟ).

Ο Πούτιν, εν τω μεταξύ, συνέχισε να εργάζεται για την εδραίωση της εξουσίας του εγχωρίως. Το σύνταγμα της χώρας περιόριζε τους προέδρους σε δύο συνεχόμενες θητείες, αλλά το 2008, ο Πούτιν έφτιαξε ένα σχέδιο για να διατηρήσει τον έλεγχό του: θα υποστήριζε την προεδρική υποψηφιότητα του συμμάχου του, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, εάν ο Μεντβέντεφ υποσχόταν να κάνει τον Πούτιν πρωθυπουργό. Αμφότεροι οι άνδρες ακολούθησαν [το σχέδιο], και τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του Μεντβέντεφ, εμείς στο Υπουργείο Εξωτερικών ήμασταν αβέβαιοι σε ποιον από τους δύο άνδρες θα έπρεπε να απευθύνουμε τις εκθέσεις μας. Ως πρόεδρος, ο Μεντβέντεφ ήταν συνταγματικά επιφορτισμένος με την διεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής, αλλά όλοι καταλάβαιναν ότι ο Πούτιν ήταν η ισχύς πίσω από τον θρόνο.

Τελικά αναφερόμασταν στον Μεντβέντεφ. Η απόφαση ήταν μια από τις πολλές εξελίξεις που με έκαναν να σκεφτώ ότι ο νέος πρόεδρος της Ρωσίας ίσως να ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός υπηρεσιακός. Ο Μεντβέντεφ δημιούργησε θερμούς δεσμούς με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, συναντήθηκε με Αμερικανούς επιχειρηματικούς ηγέτες, και συνεργάστηκε με την Δύση ακόμη και όταν φαινόταν να έρχεται σε αντίθεση με τα ρωσικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, όταν αντάρτες προσπάθησαν να ανατρέψουν το καθεστώς του Μουάμαρ αλ Καντάφι στην Λιβύη, ο ρωσικός στρατός και το Υπουργείο Εξωτερικών αντιτάχθηκαν στις προσπάθειες του ΝΑΤΟ να δημιουργήσει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την χώρα. Ο Καντάφι είχε ιστορικά καλές σχέσεις με τη Μόσχα και η χώρα μας είχε επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα της Λιβύης, επομένως το Υπουργείο μας δεν ήθελε να βοηθήσει τους αντάρτες να κερδίσουν. Ωστόσο, όταν η Γαλλία, ο Λίβανος, και το Ηνωμένο Βασίλειο –με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών– υπέβαλαν πρόταση ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που θα επέτρεπε μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, ο Μεντβέντεφ μάς ζήτησε να απόσχουμε αντί να ασκήσουμε βέτο. (Υπάρχουν στοιχεία ότι ο Πούτιν ίσως να διαφώνησε με αυτήν την απόφαση).

30242023-3.jpg

Εργαζόμενοι κολλούν προεκλογικές αφίσες με τον Πούτιν και τον Μεντβέντεφ σε ένα κτίριο γραφείων στο Κρασνοντάρ, στην Ρωσία, τον Νοέμβριο του 2011. Eduard Korniyenko / Reuters
-------------------------------------------------------------

Όμως, το 2011, ο Πούτιν ανακοίνωσε τα σχέδιά του να θέσει ξανά υποψηφιότητα για πρόεδρος. Ο Μεντβέντεφ -απρόθυμα, όπως φάνηκε- παραμερίστηκε και αποδέχθηκε την θέση του πρωθυπουργού. Οι φιλελεύθεροι ήταν εξοργισμένοι και πολλοί έκαναν έκκληση για μποϊκοτάζ ή υποστήριξαν ότι οι Ρώσοι θα έπρεπε σκόπιμα να χαλάσουν τα ψηφοδέλτιά τους. Αυτοί οι διαδηλωτές αποτελούσαν μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού της Ρωσίας, επομένως η διαφωνία τους δεν απείλησε σοβαρά τα σχέδια του Πούτιν. Αλλά ακόμη και η περιορισμένη επίδειξη αντίθεσης φαινόταν να κάνει τη Μόσχα νευρική. Ο Πούτιν εργάστηκε έτσι για να ενισχύσει την συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2011 ώστε να κάνει τα εκλογικά αποτελέσματα να φαίνονται νόμιμα -μια από τις αρχικές προσπάθειές του να περιορίσει τον πολιτικό χώρο που χωρίζει τον λαό από την εξουσία του. Η προσπάθεια αυτή επεκτάθηκε και στο Υπουργείο Εξωτερικών. Το Κρεμλίνο έδωσε στην πρεσβεία μου, και σε όλους τους άλλους, το καθήκον να κάνουν τους Ρώσους που βρίσκονταν στο εξωτερικό να ψηφίσουν.

Δούλευα τότε στη Μογγολία. Όταν ήρθαν οι εκλογές, ψήφισα για ένα κόμμα που δεν ανήκε στον Πούτιν, ανησυχώντας ότι αν δεν ψήφιζα καθόλου, η ψήφος μου θα πήγαινε για λογαριασμό μου στο [κόμμα] Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν. Αλλά η γυναίκα μου, που εργαζόταν στην πρεσβεία ως διευθύντρια γραφείου, μποϊκόταρε. Ήταν μια από τις μόλις τρεις υπαλλήλους της πρεσβείας που δεν συμμετείχαν.

Λίγες μέρες αργότερα, οι επικεφαλής των πρεσβειών εξέτασαν την λίστα του προσωπικού που ψήφισε στις εκλογές. Όταν κατονομάστηκαν, οι άλλοι δύο μη ψηφοφόροι είπαν ότι δεν γνώριζαν ότι έπρεπε να συμμετάσχουν και υποσχέθηκαν να το κάνουν στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Η σύζυγός μου, ωστόσο, είπε ότι δεν ήθελε να ψηφίσει, σημειώνοντας ότι ήταν συνταγματικό της δικαίωμα να μην συμμετέχει. Σε απάντηση, ο «δεύτερος» της πρεσβείας οργάνωσε μια εκστρατεία εναντίον της. Της φώναξε, την κατηγόρησε για παραβίαση της πειθαρχίας, και είπε ότι θα χαρακτηριζόταν «πολιτικά αναξιόπιστη». Την περιέγραψε ως «συνεργό» του Αλεξέι Ναβάλνι, ενός εξέχοντος ηγέτη της αντιπολίτευσης. Αφότου η σύζυγός μου δεν ψήφισε ούτε στις προεδρικές εκλογές, ο πρέσβης δεν της μιλούσε για μια εβδομάδα. Ο αναπληρωτής του δεν της μιλούσε για περισσότερο από ένα μήνα.

ΞΕΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

Η επόμενη θέση μου ήταν στο Τμήμα Μη Διάδοσης και Ελέγχου των Όπλων [Μαζικής Καταστροφής] του Υπουργείου. Εκτός από ζητήματα που σχετίζονται με όπλα μαζικής καταστροφής, μου ανατέθηκε να επικεντρωθώ στους ελέγχους των εξαγωγών —κανονισμούς που διέπουν την διεθνή μεταφορά αγαθών και τεχνολογίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αμυντικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ήταν μια δουλειά που θα μου έδινε μια ξεκάθαρη άποψη για τον στρατό της Ρωσίας, καθώς έγινε πρόσφατα σχετική.

Τον Μάρτιο του 2014, η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και άρχισε να πυροδοτεί μια εξέγερση στη Ντονμπάς. Όταν ανακοινώθηκε η είδηση της προσάρτησης, ήμουν στο Διεθνές Συνέδριο Ελέγχου Εξαγωγών στο Ντουμπάι. Σε ένα μεσημεριανό διάλειμμα, με πλησίασαν συνάδελφοι από μετασοβιετικές δημοκρατίες, όλοι θέλοντας να μάθουν τι συνέβαινε. Τους είπα την αλήθεια: «Παιδιά, ξέρω όσα και εσείς». Δεν ήταν η τελευταία φορά που η Μόσχα έπαιρνε σημαντικές αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής αφήνοντας τους διπλωμάτες της στο σκοτάδι.

Μεταξύ των συναδέλφων μου, οι αντιδράσεις για την προσάρτηση της Κριμαίας κυμαίνονταν από μικτές έως θετικές. Η Ουκρανία παρασυρόταν προς την Δύση, αλλά η επαρχία ήταν ένα από τα λίγα μέρη όπου η μπερδεμένη άποψη του Πούτιν για την ιστορία είχε κάποια βάση: η χερσόνησος της Κριμαίας, που μεταβιβάστηκε εντός της Σοβιετικής Ένωσης από την Ρωσία στην Ουκρανία το 1954, ήταν πολιτιστικά πιο κοντά στη Μόσχα παρά στο Κίεβο. (Πάνω από το 75% του πληθυσμού της μιλάει ρωσικά ως πρώτη τους γλώσσα). Η γρήγορη και αναίμακτη προσάρτηση προκάλεσε ελάχιστη διαμαρτυρία μεταξύ μας και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην πατρίδα. Ο Λαβρόφ το χρησιμοποίησε ως ευκαιρία για να κάνει εντύπωση, εκφωνώντας μια ομιλία επιρρίπτοντας την ευθύνη για την συμπεριφορά της Ρωσίας στους «ριζοσπαστικούς εθνικιστές» στην Ουκρανία. Εγώ και πολλοί συνάδελφοι πιστεύαμε ότι θα ήταν πιο στρατηγικό για τον Πούτιν να μετατρέψει την Κριμαία σε ανεξάρτητο κράτος, μια ενέργεια που θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να πουλήσουμε ως λιγότερο επιθετική. Η λεπτότητα, ωστόσο, δεν βρίσκεται στην εργαλειοθήκη του Πούτιν. Μια ανεξάρτητη Κριμαία δεν θα του έδινε την δόξα της συγκέντρωσης «παραδοσιακών» ρωσικών εδαφών.

Η δημιουργία ενός αυτονομιστικού κινήματος και η κατάληψη της Ντονμπάς, στην ανατολική Ουκρανία, ήταν περισσότερο περίπλοκη. Οι κινήσεις, που έγιναν σε μεγάλο βαθμό στο πρώτο τρίτο του 2014, δεν προκάλεσαν την ίδια έκρηξη υποστήριξης στην Ρωσία όπως η προσάρτηση της Κριμαίας, και προκάλεσαν ένα άλλο κύμα διεθνούς επονειδισμού. Πολλά στελέχη του Υπουργείου ήταν ανήσυχα για την ρωσική επιχείρηση, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μεταφέρει αυτή την δυσφορία στο Κρεμλίνο. Οι συνάδελφοί μου και εγώ αποφασίσαμε ότι ο Πούτιν είχε καταλάβει τη Ντονμπάς για να αποσπάσει την προσοχή της Ουκρανίας, για να αποτρέψει την χώρα από το να δημιουργήσει μια σοβαρή στρατιωτική απειλή για την Ρωσία, και για να την σταματήσει από το να συνεργαστεί με το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, λίγοι διπλωμάτες, αν υπήρχε κάποιος, είπαν στον Πούτιν ότι με το να τροφοδοτήσει τους αυτονομιστές, είχε στην πραγματικότητα ωθήσει το Κίεβο πιο κοντά στον εχθρό του.

Το διπλωματικό μου έργο με τις Δυτικές αντιπροσωπείες συνεχίστηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την επιχείρηση στη Ντονμπάς. Μερικές φορές, υπήρχε η αίσθηση του αμετάβλητου. Εξακολουθούσα να είχα θετικές σχέσεις με τους συναδέλφους μου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη καθώς εργαζόμασταν παραγωγικά σε θέματα ελέγχου των όπλων. Η Ρωσία επλήγη με κυρώσεις, αλλά είχαν περιορισμένο αντίκτυπο στην οικονομία της Ρωσίας. «Οι κυρώσεις είναι σημάδι εκνευρισμού», είπε ο Λαβρόφ σε συνέντευξή του το 2014. «Δεν είναι το εργαλείο για σοβαρές πολιτικές».

Αλλά ως αξιωματούχος επί των εξαγωγών, μπορούσα να δω ότι οι οικονομικοί περιορισμοί της Δύσης είχαν σοβαρές επιπτώσεις για την χώρα. Η ρωσική στρατιωτική βιομηχανία εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από εξαρτήματα και προϊόντα Δυτικής κατασκευής. Χρησιμοποιούσε αμερικανικά και ευρωπαϊκά εργαλεία για την συντήρηση μοτέρ και κινητήρων drone. Βασιζόταν σε Δυτικούς παραγωγούς για την κατασκευή εξοπλισμού για ηλεκτρονικά [συστήματα] απρόσβλητα από την ακτινοβολία, τα οποία είναι κρίσιμα για τους δορυφόρους που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι αξιωματούχοι για την συλλογή πληροφοριών, τις επικοινωνίες, και την εκτέλεση χτυπημάτων ακριβείας. Ρώσοι κατασκευαστές συνεργάζονταν με γαλλικές εταιρείες για να αποκτήσουν τους αισθητήρες που χρειάζονται για τα αεροπλάνα μας. Ακόμη και μέρος του υφάσματος που χρησιμοποιείται σε ελαφρά αεροσκάφη, όπως τα μετεωρολογικά μπαλόνια, κατασκευάζεται από Δυτικές επιχειρήσεις. Οι κυρώσεις ξαφνικά διέκοψαν την πρόσβασή μας σε αυτά τα προϊόντα και άφησαν τον στρατό μας πιο αδύναμο από όσο κατάλαβε η Δύση. Όμως, αν και ήταν ξεκάθαρο στην ομάδα μου το πώς αυτές οι απώλειες υπονόμευσαν τη δύναμη της Ρωσίας, η προπαγάνδα του Υπουργείου Εξωτερικών βοήθησε στο να μην το μάθει το Κρεμλίνο. Οι συνέπειες αυτής της άγνοιας εμφανίζονται τώρα πλήρως στην Ουκρανία: οι κυρώσεις είναι ένας λόγος που η Ρωσία αντιμετώπισε τόσα προβλήματα με την εισβολή της.

Η φθίνουσα στρατιωτική ικανότητα δεν εμπόδισε το υπουργείο Εξωτερικών να γίνει όλο και πιο φιλοπόλεμο. Σε συνόδους κορυφής ή σε συναντήσεις με άλλα κράτη, οι Ρώσοι διπλωμάτες αφιέρωναν όλο και περισσότερο χρόνο επιτιθέμενοι στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Η ομάδα μου για τις εξαγωγές πραγματοποίησε πολλές διμερείς συναντήσεις, για παράδειγμα, με την Ιαπωνία, εστιάζοντας στο πώς θα μπορούσαν να συνεργαστούν οι χώρες μας και σχεδόν κάθε μια από αυτές χρησίμευσε ως ευκαιρία για να ειπωθεί στην Ιαπωνία: «Μην ξεχνάτε ποιος σας έριξε πυρηνικά».

Προσπάθησα να ελέγξω την ζημιά. Όταν τα αφεντικά μου συνέτασσαν φιλοπόλεμες παρατηρήσεις ή αναφορές, προσπαθούσα να τους πείσω να αμβλύνουν τον τόνο και προειδοποιούσα εναντίον της πολεμικής γλώσσας και των συνεχών επικλήσεών μας στη νίκη μας επί των Ναζί. Αλλά το νόημα των δηλώσεών μας -εσωτερικών και εξωτερικών- γινόταν πιο ανταγωνιστικό καθώς τα αφεντικά μας προσέθεταν επιθετικότητα. Η προπαγάνδα σοβιετικού τύπου είχε επιστρέψει πλήρως στην ρωσική διπλωματία.

ΑΥΤΟΘΑΥΜΑΖΟΜΕΝΟΙ

Στις 4 Μαρτίου 2018, ο πρώην διπλός πράκτορας της Ρωσίας, Σεργκέι Σκριπάλ, και η κόρη του Γιούλια δηλητηριάστηκαν, σχεδόν θανάσιμα, στο σπίτι τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Χρειάστηκαν μόλις δέκα ημέρες για να εντοπιστεί από τους Βρετανούς ερευνητές η Ρωσία ως ο ένοχος. Αρχικά, δεν πίστευα το εύρημα. Ο Σκριπάλ, πρώην Ρώσος κατάσκοπος, είχε καταδικαστεί για αποκάλυψη κρατικών μυστικών στην βρετανική κυβέρνηση και φυλακίστηκε για αρκετά χρόνια προτού ελευθερωθεί σε ανταλλαγή κατασκόπων. Μου ήταν δύσκολο να καταλάβω γιατί μπορούσε ακόμα να μας ενδιαφέρει. Αν η Μόσχα τον ήθελε νεκρό, θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει όσο ήταν ακόμα στην Ρωσία.

Η δυσπιστία μου ήταν χρήσιμη. Το τμήμα μου ήταν υπεύθυνο για ζητήματα που σχετίζονταν με τα χημικά όπλα, οπότε αφιερώσαμε αρκετό χρόνο υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία δεν ήταν υπεύθυνη για την δηλητηρίαση –κάτι που μπορούσα να κάνω με πειθώ. Ωστόσο, όσο περισσότερο το Υπουργείο Εξωτερικών αρνιόταν την ευθύνη, τόσο λιγότερο πειθόμουν. Η δηλητηρίαση, ισχυριστήκαμε, δεν έγινε από την Ρωσία, αλλά από υποτιθέμενες ρωσοφοβικές βρετανικές Αρχές που είχαν σκοπό να χαλάσουν την διεθνή μας φήμη. Το Ηνωμένο Βασίλειο, φυσικά, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να θέλει τον Σκριπάλ νεκρό, οπότε οι ισχυρισμοί της Μόσχας έμοιαζαν λιγότερο με αληθινά επιχειρήματα από όσο μια κακή προσπάθεια να αποσπάσει την προσοχή από την Ρωσία και [να την κατευθύνει] προς την Δύση -ένας κοινός στόχος της προπαγάνδας του Κρεμλίνου. Τελικά, έπρεπε να δεχτώ την αλήθεια: οι δηλητηριάσεις ήταν ένα έγκλημα που διέπραξαν οι ρωσικές Αρχές.

Πολλοί Ρώσοι εξακολουθούν να αρνούνται ότι η Μόσχα ήταν υπεύθυνη. Ξέρω ότι μπορεί να είναι δύσκολο να επεξεργαστείς ότι η χώρα σου διοικείται από εγκληματίες που θα σκοτώνουν για εκδίκηση. Όμως τα ψέματα της Ρωσίας δεν ήταν πειστικά για άλλες χώρες, οι οποίες καταψήφισαν αποφασιστικά ένα ρωσικό ψήφισμα ενώπιον του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW) το οποίο είχε σκοπό να εκτροχιάσει την έρευνα της εξέχουσας διακυβερνητικής οργάνωσης για την επίθεση. Μόνο η Αλγερία, το Αζερμπαϊτζάν, η Κίνα, το Ιράν, και το Σουδάν πήραν το μέρος της Μόσχας. Σίγουρα, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Σκριπάλ είχαν δηλητηριαστεί από Novichok: έναν νευρικό παράγοντα ρωσικής κατασκευής.

Οι εκπρόσωποι της Ρωσίας θα μπορούσαν να είχαν μεταφέρει με ειλικρίνεια αυτή την ήττα στους ανωτέρους τους. Αντί γι’ αυτό, έκαναν ουσιαστικά το αντίθετο. Πίσω στη Μόσχα, διάβασα μακροσκελή τηλεγραφήματα από την ρωσική αντιπροσωπεία στον OPCW για το πώς είχαν νικήσει τις πολυάριθμες «αντιρωσικές», «ανόητες», και «αβάσιμες» κινήσεις των Δυτικών κρατών. Το γεγονός ότι το ψήφισμα της Ρωσίας είχε ηττηθεί περιοριζόταν συχνά σε μια πρόταση.

Στην αρχή, απλά γούρλωνα τα μάτια μου σε αυτές τις αναφορές. Σύντομα, όμως, παρατήρησα ότι τις λάμβαναν σοβαρά υπόψη στα ανώτατα επίπεδα του Υπουργείου. Οι διπλωμάτες που έγραφαν τέτοια μυθοπλασία λάμβαναν χειροκροτήματα από τα αφεντικά τους και έβλεπαν την καριέρα τους να ανεβαίνει. Η Μόσχα ήθελε να της πουν αυτό που ήλπιζε να είναι αλήθεια –όχι το τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Οι πρεσβευτές παντού πήραν το μήνυμα και διαγωνίστηκαν για να στείλουν τα πιο υπερβολικά τηλεγραφήματα.

Η προπαγάνδα έγινε ακόμη πιο περίεργη μετά την δηλητηρίαση του Ναβάλνι με Novichok τον Αύγουστο του 2020. Τα τηλεγραφήματα με άφησαν έκπληκτο. Κάποιος αναφέρθηκε στους Δυτικούς διπλωμάτες ως «κυνηγημένα αρπακτικά θηρία». Ένας άλλος μίλησε σχετικά με «την σοβαρότητα και το αδιαμφισβήτητο των επιχειρημάτων μας». Ένας τρίτος είπε για το πώς οι Ρώσοι διπλωμάτες είχαν «σταματήσει εύκολα τις θλιβερές προσπάθειες των Δυτικών να υψώσουν την φωνή τους».

30242023-4.jpg

Ο Πούτιν παρευρίσκεται σε τελετή κατάθεσης στεφάνων στον Τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 2017. Sergei Karpukhin / File Photo / Reuters
---------------------------------------------------

Μια τέτοια συμπεριφορά ήταν και αντιεπαγγελματική και επικίνδυνη. Ένα υγιές Υπουργείο Εξωτερικών είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να παρέχει στους ηγέτες μια αφτιασίδωτη άποψη για τον κόσμο, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις. Ωστόσο, αν και οι Ρώσοι διπλωμάτες συμπεριλάμβαναν δυσάρεστα γεγονότα στις εκθέσεις τους, μήπως οι προϊστάμενοί τους ανακαλύψουν κάποια παράλειψη, έθαβαν αυτά τα ψήγματα αλήθειας σε βουνά προπαγάνδας. Ένα τηλεγράφημα του 2021 θα μπορούσε να είχε μια γραμμή που εξηγούσε, για παράδειγμα, ότι ο ουκρανικός στρατός ήταν ισχυρότερος από όσο ήταν το 2014. Αλλά αυτή η παραδοχή θα γινόταν μόνο μετά από έναν μακρό παιάνα για τις πανίσχυρες ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.

Η αποσύνδεση από την πραγματικότητα έγινε ακόμη πιο ακραία τον Ιανουάριο του 2022, όταν Αμερικανοί και Ρώσοι διπλωμάτες συναντήθηκαν στην αποστολή των ΗΠΑ στην Γενεύη για να συζητήσουν μια συνθήκη που πρότεινε η Μόσχα για την επανεπεξεργασία του ΝΑΤΟ. Το Υπουργείο Εξωτερικών επικεντρωνόταν όλο και περισσότερο στους υποτιθέμενους κινδύνους του Δυτικού μπλοκ ασφαλείας, και τα ρωσικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στα ουκρανικά σύνορα. Υπηρέτησα ως αξιωματικός-σύνδεσμος για τη συνάντηση —έτοιμος για παροχή βοήθειας εάν η αντιπροσωπεία μας χρειαζόταν κάτι από την τοπική αποστολή της Ρωσίας— και έλαβα ένα αντίγραφο της πρότασής μας. Ήταν μπερδεμένη, γεμάτη με διατάξεις που θα ήταν σαφώς απαράδεκτες για την Δύση, όπως η απαίτηση να αποσύρει το ΝΑΤΟ όλα τα στρατεύματα και τα όπλα του από κράτη που εντάχθηκαν μετά το 1997, τα οποία θα περιλάμβαναν την Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Πολωνία, και τα κράτη της Βαλτικής. Υπέθεσα ότι ο συγγραφέας του είτε έθετε τις βάσεις για τον πόλεμο είτε δεν είχε ιδέα του πώς λειτουργούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ευρώπη —ή και τα δύο. Συζήτησα με τους αντιπροσώπους μας κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων για καφέ, και φάνηκαν επίσης μπερδεμένοι. Ρώτησα τον προϊστάμενό μου γι' αυτό, κι εκείνος έμεινε σαστισμένος. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα πηγαίναμε στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα έγγραφο που απαιτούσε, μεταξύ άλλων, να κλείσει οριστικά το ΝΑΤΟ την πόρτα του σε νέα μέλη. Τελικά, μάθαμε την προέλευση του εγγράφου: ήρθε κατευθείαν από το Κρεμλίνο. Επομένως, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.

Εξακολουθούσα να ελπίζω ότι οι συνάδελφοί μου θα εξέφραζαν ιδιωτικά την ανησυχία τους, και όχι απλώς την σύγχυση, για το τι κάναμε. Αλλά πολλοί μου είπαν ότι ήταν απόλυτα ικανοποιημένοι με το να ενστερνιστούν τα ψέματα του Κρεμλίνου. Για κάποιους, αυτός ήταν ένας τρόπος να αποφύγουν την ευθύνη για τις ενέργειες της Ρωσίας˙ μπορούσαν να εξηγήσουν την συμπεριφορά τους λέγοντας στον εαυτό τους και στους άλλους ότι απλώς ακολουθούσαν εντολές. Αυτό κατάλαβα. Αυτό που ήταν πιο ανησυχητικό ήταν ότι πολλοί ήταν περήφανοι για την ολοένα και πιο πολεμοχαρή συμπεριφορά μας. Πολλές φορές, όταν προειδοποίησα τους συναδέλφους ότι οι ενέργειές τους ήταν πολύ τραχιές για να βοηθήσουν την Ρωσία, έτειναν προς την πυρηνική μας ισχύ. «Είμαστε μεγάλη δύναμη», μου είπε ένα άτομο. Άλλες χώρες, συνέχισε, «πρέπει να κάνουν αυτό που εμείς λέμε».

ΑΝΟΗΤΟΣ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ

Ακόμη και μετά την σύνοδο του Ιανουαρίου, δεν πίστευα ότι ο Πούτιν θα ξεκινούσε έναν πλήρη πόλεμο. Η Ουκρανία το 2022 ήταν σαφώς πιο ενωμένη και φιλοδυτική από όσο ήταν το 2014. Κανείς δεν θα χαιρετούσε τους Ρώσους με λουλούδια. Οι άκρως μαχητικές δηλώσεις της Δύσης σχετικά με μια πιθανή ρωσική εισβολή κατέστησαν σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα αντιδρούσαν έντονα. Ο χρόνος που δούλευα στα όπλα και τις εξαγωγές με είχε διδάξει ότι ο ρωσικός στρατός δεν είχε την ικανότητα να ξεπεράσει τον μεγαλύτερο ευρωπαϊκό γείτονά του και ότι, εκτός από την Λευκορωσία, κανένα εξωτερικό κράτος δεν θα μας πρόσφερε ουσιαστική υποστήριξη. Ο Πούτιν, σκέφτηκα, πρέπει να το ήξερε κι αυτό —παρ’ όλους τους «yes men» που τον απομόνωναν από την αλήθεια.

Η εισβολή έκανε την απόφασή μου να φύγω ηθικά εύκολη. Αλλά τα logistics ήταν ακόμα δύσκολα. Η γυναίκα μου με επισκεπτόταν στην Γενεύη όταν ξέσπασε ο πόλεμος —είχε παραιτηθεί πρόσφατα από την δουλειά της σε μια βιομηχανική ένωση με έδρα τη Μόσχα— αλλά μια παραίτηση δημοσίως σήμαινε ότι ούτε εκείνη ούτε εγώ θα ήμασταν ασφαλείς στην Ρωσία. Συμφωνήσαμε, λοιπόν, ότι θα ταξίδευε πίσω στη Μόσχα για να πάρει το γατάκι μας προτού παραδώσω τα χαρτιά μου. Αποδείχθηκε ότι ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία τριών μηνών. Ο γάτος, ένα νεαρό αδέσποτο, χρειάστηκε να στειρωθεί και να εμβολιαστεί πριν τον πάμε στην Ελβετία και η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε γρήγορα τα ρωσικά αεροπλάνα. Για να επιστρέψει από τη Μόσχα στην Γενεύη, η γυναίκα μου χρειάστηκε να κάνει τρεις πτήσεις, δύο διαδρομές με ταξί, και να διασχίσει τα λιθουανικά σύνορα δυο φορές —και τις δυο με τα πόδια.

Στο μεταξύ, παρακολουθούσα τους συναδέλφους μου να παραδίδονται στους στόχους του Πούτιν. Στις πρώτες μέρες του πολέμου, οι περισσότεροι έλαμπαν από περηφάνια. «Επιτέλους!» αναφώνησε ο ένας. «Τώρα θα δείξουμε στους Αμερικανούς! Τώρα ξέρουν ποιος είναι το αφεντικό». Σε λίγες εβδομάδες, όταν έγινε σαφές ότι το blitzkrieg εναντίον του Κιέβου απέτυχε, η ρητορική έγινε πιο ζοφερή αλλά όχι λιγότερο φιλοπόλεμη. Ένας αξιωματούχος, ένας σεβαστός ειδικός στους βαλλιστικούς πυραύλους, μου είπε ότι η Ρωσία έπρεπε να «στείλει μια πυρηνική κεφαλή σε ένα προάστιο της Ουάσιγκτον». Πρόσθεσε: «Οι Αμερικανοί θα τα κάνουν στα παντελόνια τους και θα σπεύσουν να μας παρακαλέσουν για ειρήνη». Φαινόταν να αστειεύεται εν μέρει. Αλλά οι Ρώσοι τείνουν να πιστεύουν ότι οι Αμερικανοί είναι πολύ καλομαθημένοι για να ρισκάρουν την ζωή τους για οτιδήποτε, οπότε όταν επεσήμανα ότι μια πυρηνική επίθεση θα προκαλούσε καταστροφικά αντίποινα, χλεύασε: «Όχι, δεν θα τα προκαλούσε».

Ίσως μερικές δεκάδες διπλωμάτες έφυγαν αθόρυβα από το Υπουργείο. (Μέχρι στιγμής, είμαι ο μόνος που έχει έρθει δημόσια σε ρήξη με τη Μόσχα). Αλλά οι περισσότεροι από τους συναδέλφους τους οποίους θεωρούσα λογικούς και έξυπνους κόλλησαν εκεί γύρω. «Τι μπορούμε να κάνουμε;» αναρωτήθηκε ένας. «Είμαστε μικροί άνθρωποι». Εγκατέλειψε το να σκέπτεται μόνος του. «Αυτοί στη Μόσχα ξέρουν καλύτερα», είπε. Άλλοι αναγνώρισαν την παράνοια της κατάστασης σε ιδιωτικές συνομιλίες. Αλλά δεν αντικατοπτρίστηκε στην δουλειά τους. Συνέχισαν να εκτοξεύουν ψέματα για την ουκρανική επιθετικότητα. Είδα καθημερινές αναφορές που ανέφεραν τα ανύπαρκτα βιολογικά όπλα της Ουκρανίας. Περπάτησα μέσα στο κτήριό μας -ουσιαστικά έναν μακρύ διάδρομο με ιδιωτικά γραφεία για κάθε διπλωμάτη- και παρατήρησα ότι ακόμη και μερικοί από τους έξυπνους συναδέλφους μου έπαιζαν την ρωσική προπαγάνδα στις τηλεοράσεις τους όλη μέρα. Ήταν σαν να προσπαθούσαν να κατηχηθούν.

Η φύση όλων των εργασιών μας αναπόφευκτα άλλαξε. Πρώτον, οι σχέσεις με Δυτικούς διπλωμάτες κατέρρευσαν. Σταματήσαμε να συζητάμε μαζί τους σχεδόν τα πάντα. Μερικοί από τους συναδέλφους μου από την Ευρώπη σταμάτησαν να λένε γεια όταν διασταυρωνόμαστε στους χώρους των Ηνωμένων Εθνών στην Γενεύη. Αντίθετα, εστιάσαμε στις επαφές μας με την Κίνα, η οποία εξέφρασε την «κατανόησή» της για τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια, αλλά φρόντισε να μην σχολιάσει τον πόλεμο. Αφιερώσαμε επίσης περισσότερο χρόνο δουλεύοντας με τα άλλα μέλη του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization, CSTO) –Αρμενία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Κιργιζιστάν, και Τατζικιστάν– ένα κατακερματισμένο μπλοκ κρατών που τα αφεντικά μου επέμεναν να θεωρούν ως το ΝΑΤΟ της Ρωσίας. Μετά την εισβολή, η ομάδα μου πραγματοποίησε πολλούς γύρους διαβουλεύσεων με αυτές τις χώρες οι οποίοι επικεντρώθηκαν στα βιολογικά και πυρηνικά όπλα, αλλά δεν μιλήσαμε για τον πόλεμο. Όταν μίλησα με έναν Κεντροασιάτη διπλωμάτη για τα υποτιθέμενα εργαστήρια βιολογικών όπλων στην Ουκρανία, απέρριψε την ιδέα ως γελοία. Συμφώνησα.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, υπέβαλα την παραίτησή μου. Επιτέλους, δεν ήμουν πλέον συνένοχος σε ένα σύστημα που πίστευε ότι είχε το θείο δικαίωμα να υποτάξει τον γείτονά του.

ΣΟΚ ΚΑΙ ΔΕΟΣ

Κατά την διάρκεια του πολέμου, οι Δυτικοί ηγέτες συνειδητοποίησαν με ακρίβεια τις αποτυχίες του ρωσικού στρατού. Αλλά δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η ρωσική εξωτερική πολιτική είναι εξίσου χαλασμένη. Πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν μιλήσει για την ανάγκη διευθέτησης του πολέμου στην Ουκρανία μέσω διαπραγματεύσεων, και εάν οι χώρες τους βαρεθούν να επωμίζονται το ενεργειακό και οικονομικό κόστος που συνδέεται με την υποστήριξη του Κιέβου, θα μπορούσαν να πιέσουν την Ουκρανία να κάνει μια συμφωνία. Η Δύση ίσως να μπει στον πειρασμό να πιέσει το Κίεβο να κάνει έκκληση για ειρήνη, εάν ο Πούτιν απειλήσει επιθετικά να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα.

Αλλά όσο ο Πούτιν είναι στην εξουσία, η Ουκρανία δεν θα έχει κανέναν στη Μόσχα με τον οποίο να διαπραγματευτεί πραγματικά. Το Υπουργείο Εξωτερικών δεν θα είναι αξιόπιστος συνομιλητής, ούτε κανένας άλλος ρωσικός κυβερνητικός μηχανισμός. Είναι όλα προεκτάσεις του Πούτιν και της αυτοκρατορικής ατζέντας του. Οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός θα δώσει απλώς στην Ρωσία την ευκαιρία να επανεξοπλιστεί πριν επιτεθεί ξανά.

Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορεί πραγματικά να σταματήσει τον Πούτιν, και αυτό είναι μια συνολική ήττα. Το Κρεμλίνο μπορεί να λέει ψέματα στους Ρώσους για ό,τι θέλει, και μπορεί να διατάξει τους διπλωμάτες του να λένε ψέματα σε όλους τους άλλους. Αλλά οι Ουκρανοί στρατιώτες δεν δίνουν σημασία στην ρωσική κρατική τηλεόραση. Και έγινε φανερό ότι οι ήττες της Ρωσίας δεν μπορούν πάντα να μονώνονται από το ρωσικό κοινό όταν, μέσα σε λίγες ημέρες τον Σεπτέμβριο, οι Ουκρανοί κατάφεραν να ανακαταλάβουν σχεδόν όλη την επαρχία του Χάρκοβο. Σε απάντηση, οι Ρώσοι τηλεοπτικοί πανελίστες θρήνησαν για τις απώλειες. Διαδικτυακά, φιλοπόλεμοι Ρώσοι σχολιαστές επέκριναν ευθέως τον πρόεδρο. «Κάνετε ένα πάρτι δισεκατομμυρίων ρουβλίων», έγραψε ένας σε μια ευρέως διαδεδομένη διαδικτυακή ανάρτηση, κοροϊδεύοντας τον Πούτιν επειδή προήδρευσε στο άνοιγμα μιας ρόδας λούνα-παρκ καθώς οι ρωσικές δυνάμεις υποχωρούσαν. «Τι πάει λάθος με σένα;».

Ο Πούτιν απάντησε στην απώλεια -και στους επικριτές του- με το να καλέσει τεράστιο αριθμό ανθρώπων στον στρατό. (Η Μόσχα λέει ότι στρατολογεί 300.000 άνδρες, ωστόσο ο πραγματικός αριθμός ίσως είναι υψηλότερος). Αλλά μακροπρόθεσμα, η στρατολόγηση δεν θα λύσει τα προβλήματά του. Οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις υποφέρουν από χαμηλό ηθικό και κακότεχνο εξοπλισμό, προβλήματα που η επιστράτευση δεν μπορεί να επιλύσει. Με μεγάλης κλίμακας Δυτική υποστήριξη, ο ουκρανικός στρατός μπορεί να επιφέρει πιο σοβαρές ήττες στα ρωσικά στρατεύματα, αναγκάζοντάς τα να υποχωρήσουν κι από άλλα εδάφη. Είναι πιθανό ότι η Ουκρανία θα μπορούσε τελικά να υπερκεράσει τους Ρώσους στρατιώτες στα τμήματα της Ντονμπάς όπου και οι δύο πλευρές πολεμούν από το 2014.

30242023-5.jpg

Ένα παιδί κάθεται έξω από ένα κατεστραμμένο κτίριο στο Κίεβο, τον Φεβρουάριο του 2022. Umit Bektas / Reuters
-----------------------------------------------

Αν συμβεί αυτό, ο Πούτιν θα βρεθεί [στριμωγμένος] στην γωνία. Θα μπορούσε να απαντήσει στην ήττα με μια πυρηνική επίθεση. Αλλά στον πρόεδρο της Ρωσίας αρέσει η πολυτελής ζωή του και θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η χρήση πυρηνικών όπλων θα μπορούσε να ξεκινήσει έναν πόλεμο που θα σκότωνε ακόμη και τον ίδιο. (Εάν δεν το γνωρίζει αυτό, οι υφιστάμενοί του θα απέφευγαν, μπορεί κάποιος να ελπίζει, να ακολουθήσουν μια τέτοια αυτοκτονική εντολή). Ο Πούτιν θα μπορούσε να διατάξει μια πλήρη γενική επιστράτευση —στρατολογώντας σχεδόν όλους τους νεαρούς άνδρες της Ρωσίας— αλλά αυτό είναι απίθανο να προσφέρει περισσότερα από μια προσωρινή ανάπαυλα, και όσο περισσότεροι οι ρωσικοί θάνατοι από τις μάχες, τόσο περισσότερη εσωτερική δυσαρέσκεια θα αντιμετωπίσει. Ο Πούτιν ίσως τελικά να αποσυρθεί και οι Ρώσοι προπαγανδιστές να κατηγορήσουν τους γύρω του για την ντροπιαστική ήττα, όπως έκαναν ορισμένοι μετά τις απώλειες στο Χάρκοβο. Αλλά αυτό θα μπορούσε να ωθήσει τον Πούτιν να εκκαθαρίσει τους συνεργάτες του, καθιστώντας επικίνδυνο για τους στενότερους συμμάχους του να συνεχίσουν να τον υποστηρίζουν. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι το πρώτο παλατιανό πραξικόπημα της Μόσχας μετά την ανατροπή του Νικίτα Χρουστσόφ το 1964.

Εάν ο Πούτιν εκδιωχθεί από την εξουσία, το μέλλον της Ρωσίας θα είναι βαθιά αβέβαιο. Είναι απολύτως πιθανό ο διάδοχός του να προσπαθήσει να συνεχίσει τον πόλεμο, ειδικά δεδομένου ότι οι κύριοι σύμβουλοι του Πούτιν προέρχονται από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Αλλά κανείς στην Ρωσία δεν έχει το ανάστημά του, οπότε η χώρα πιθανότατα θα εισέλθει σε μια περίοδο πολιτικών αναταράξεων. Θα μπορούσε ακόμη και να καταλήξει στο χάος.

Οι εξωτερικοί αναλυτές μπορεί να απολαμβάνουν να παρακολουθούν την Ρωσία να διέρχεται μια μεγάλη εσωτερική κρίση. Αλλά θα πρέπει να σκεφτούν δύο φορές για να υποστηρίξουν την κατάρρευση της χώρας -και όχι μόνο επειδή θα άφηνε το τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας σε αβέβαια χέρια. Οι περισσότεροι Ρώσοι βρίσκονται σε έναν απατηλό διανοητικό χώρο, ο οποίος προκλήθηκε από την φτώχεια και τις τεράστιες δόσεις προπαγάνδας που σπέρνουν μίσος, φόβο, και μια ταυτόχρονη αίσθηση ανωτερότητας και έλλειψης βοήθειας. Εάν η χώρα διαλυθεί ή βιώσει έναν οικονομικό και πολιτικό κατακλυσμό, [αυτό] θα την ωθούσε στα άκρα. Οι Ρώσοι θα μπορούσαν να ενωθούν πίσω από έναν ακόμη πιο φιλοπόλεμο ηγέτη από τον Πούτιν, προκαλώντας εμφύλιο πόλεμο, περισσότερη εξωτερική επιθετικότητα, ή και τα δύο.

Εάν η Ουκρανία κερδίσει και ο Πούτιν πέσει, το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει η Δύση είναι να μην επιφέρει ταπείνωση. Αντί γι’ αυτό, είναι το αντίθετο: να παράσχει υποστήριξη. Τούτο μπορεί να φαίνεται αντιφατικό ή δυσάρεστο, και οποιαδήποτε βοήθεια θα πρέπει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική μεταρρύθμιση. Αλλά η Ρωσία θα χρειαστεί οικονομική βοήθεια μετά την ήττα, και με το να προσφέρουν σημαντική χρηματοδότηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα μπορούσαν να αποκτήσουν μόχλευση σε έναν αγώνα εξουσίας μετά τον Πούτιν. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να βοηθήσουν έναν από τους αξιοσέβαστους οικονομικούς τεχνοκράτες της Ρωσίας να γίνει προσωρινός ηγέτης και θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας να οικοδομήσουν [πολιτική] ισχύ. Η παροχή βοήθειας θα επέτρεπε επίσης στην Δύση να αποφύγει την επανάληψη της συμπεριφοράς της τής δεκαετίας του 1990, όταν οι Ρώσοι ένιωθαν εξαπατημένοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και θα διευκόλυνε τον πληθυσμό να αποδεχτεί τελικά την απώλεια της αυτοκρατορίας τους. Η Ρωσία θα μπορούσε τότε να δημιουργήσει μια νέα εξωτερική πολιτική, την οποία θα ασκούσε μια τάξη πραγματικά επαγγελματιών διπλωματών. Θα μπορούσαν επιτέλους να κάνουν αυτό που η σημερινή γενιά διπλωματών δεν μπόρεσε να κάνει -να κάνουν την Ρωσία έναν υπεύθυνο και έντιμο παγκόσμιο εταίρο.

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/russian-federation/sources-russia-miscond...

Μπορείτε να ακολουθείτε το Foreign Affairs The Hellenic Edition στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition