Κάνοντας το Κέντρο ζωτικό ξανά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κάνοντας το Κέντρο ζωτικό ξανά

Πώς να αντιστραφεί το λαϊκιστικό ρεύμα και να δημιουργηθεί υποστήριξη για την φιλελεύθερη τάξη

Σίγουρα, η Δυτική υποστήριξη του φιλελεύθερου διεθνισμού δεν ήταν ποτέ ομόφωνη. Κάθε χώρα είχε τους αρνητές της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί, συμπεριλαμβανομένων των γερουσιαστών, Frank Church του Idaho και, Vance Hartke της Indiana, ανησυχούσαν για την ανεξέλεγκτη εκτελεστική εξουσία και κατά συνέπεια αντιτάσσονταν στις υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες και τον παρεμβατισμό. Στα δεξιά, οι απομονωτιστές Ρεπουμπλικάνοι, συμπεριλαμβανομένων των γερουσιαστών, John Bricker του Οχάιο, Everett Dirksen του Ιλινόις και, William Knowland της Καλιφόρνια, χλεύαζαν τα Ηνωμένα Έθνη [6] και τους ισχυρούς διατλαντικούς δεσμούς ως παραβιάσεις της αμερικανικής κυριαρχίας. Στην Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, ορισμένες διαφωνούσες φωνές αντιστάθηκαν σθεναρά στην συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, φοβούμενες την ηγεμονία τους. Ταυτόχρονα, συζητήσεις για την ουδετερότητα μαίνονταν στην Αυστρία, την Σουηδία, και την Ελβετία. Η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή σε αυτές τις διαμάχες παρέμενε μεταξύ των κομμάτων που βρίσκονταν στο ζωτικό κέντρο και εκείνων που βρίσκονταν στα άκρα.

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα κόμματα που ζητούσαν μια εναλλακτική εξωτερική πολιτική είχαν λίγες πιθανότητες να κερδίσουν την υποστήριξη του κοινού. Τα σταθερά υψηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης της Δύσης, που προκλήθηκαν από την τεράστια επέκταση του εμπορίου ως αποτέλεσμα της μεταπολεμικής οικονομικής ανάκαμψης και της άρσης των δασμών, συνέβαλαν στην ενίσχυση αυτής της συναίνεσης. Οι υποψίες για τις σοβιετικές προθέσεις και οι φόβοι για πυρηνικό πόλεμο [7] έκαναν επίσης τους ψηφοφόρους επιφυλακτικούς απέναντι στα αριστερά κόμματα που φαίνονταν «πολύ ήπια» απέναντι στον κομμουνισμό, καθώς και απέναντι στα δεξιά κόμματα που θεωρούνταν πολύ απερίσκεπτα ή πολεμοχαρή για να τους ανατεθεί η ασφάλεια της χώρας. Οι πολιτικοί που απομακρύνονταν πολύ προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά -όπως έκαναν οι υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, Barry Goldwater και George McGovern, το 1964 και το 1972, αντίστοιχα- αποδείχθηκαν μη εκλέξιμοι.

Η υποστήριξη του φιλελεύθερου διεθνισμού από τα κυρίαρχα κόμματα παρέμεινε σταθερά ισχυρή και ανθεκτική, παρά τις περιστασιακές προκλήσεις. Η πιο σοβαρή ήρθε την δεκαετία του 1970, όταν ο συνδυασμός της υποτονικής ανάπτυξης και του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού προκάλεσε έντονες διαφωνίες μεταξύ της κεντροαριστεράς -η οποία ζητούσε αύξηση των κρατικών δαπανών και ρύθμιση της αγοράς- και της κεντροδεξιάς, η οποία υποστήριζε την ιδιωτικοποίηση, την απορρύθμιση, και τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας. Η κεντροδεξιά κέρδισε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Γερμανός καγκελάριος, Χέλμουτ Κολ, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν [8], άρχισαν να πειραματίζονται με διαφορετικές κεντροδεξιές οικονομικές πολιτικές. Η επιτυχία των προγραμμάτων τους άσκησε πίεση σε άλλες Δυτικές κυβερνήσεις να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Ακόμη και η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Γάλλου προέδρου, Φρανσουά Μιτεράν, θεώρησε απαραίτητο να στραφεί προς μια μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς.

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΙ

Την δεκαετία του 1990, ωστόσο, όλα άλλαξαν. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Δυτικοί ηγέτες άρχισαν να βλέπουν πολιτικό όφελος στην απελευθέρωση του εμπορίου και στην παραχώρηση μεγαλύτερης εξουσίας στους διεθνείς τεχνοκράτες. Τα κόμματα τόσο της κεντροαριστεράς όσο και της κεντροδεξιάς είδαν την προκύπτουσα αγοραία μορφή της παγκοσμιοποίησης [9] ως έναν τρόπο να κερδίσουν την υποστήριξη των πιο ανταγωνιστικών διεθνώς τομέων των επιχειρήσεων και να προσελκύσουν ψηφοφόρους νεότερους, μορφωμένους, και της μεσαίας τάξης που επωφελήθηκαν από την απελευθέρωση της αγοράς. Οι ατζέντες των ηγετών της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν κομμένες από το ίδιο νεοφιλελεύθερο ύφασμα.

Ο ενθουσιασμός των Δυτικών ηγετών για την παγκοσμιοποίηση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο κατάφερε να επεκτείνει τις αγορές και την εμβέλεια των πολυμερών θεσμών. Η ΕΕ [10] και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ανέλαβαν λειτουργίες που κάποτε αποτελούσαν αποκλειστική αρμοδιότητα του έθνους-κράτους. Με την άρση του Σιδηρού Παραπετάσματος, πολλές βιομηχανίες στην Δυτική Ευρώπη μετακινήθηκαν ανατολικά, καθώς οι εργαζόμενοι από την Ανατολική Ευρώπη μετακινήθηκαν δυτικά σε αναζήτηση καλύτερων θέσεων εργασίας. Οι αμερικανικές και Δυτικές επενδύσεις στην Κίνα επιταχύνθηκαν. Ταυτόχρονα, οι ιδεολογίες και οι ευθυγραμμίσεις που είχαν παγώσει από τον Ψυχρό Πόλεμο άρχισαν να ξεπαγώνουν. Καθώς οι φόβοι για την κομμουνιστική επέκταση και τον πυρηνικό Αρμαγεδδώνα υποχωρούσαν, το να ψηφιστεί ένας ανορθόδοξος [υποψήφιος] δεν ήταν πλέον δυνητικά μοιραίο. Οι Δυτικοί ψηφοφόροι, κατά συνέπεια, έγιναν πιο πρόθυμοι να ρισκάρουν με τα κόμματα, τους υποψηφίους, και τις πλατφόρμες που κάποτε θεωρούνταν πέρα από κάθε όριο.

Αναγνωρίζοντας αυτή τη νέα πραγματικότητα, τα κόμματα της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς άρχισαν να επαναπροσδιορίζουν και να επανατοποθετούνται. Αριστερά κόμματα, όπως η Κόκκινη-Πράσινη Συμμαχία της Δανίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, και το Αριστερό Κόμμα της Σουηδίας, συνδύασαν την παραδοσιακή αντι-παγκοσμιοποιητική πολιτική του εμπορικού προστατευτισμού με θέσεις σε διεθνικά ζητήματα, όπως η παγκόσμια δικαιοσύνη, η κλιματική αλλαγή, και η διάδοση των πυρηνικών όπλων, για να διευρύνουν την απήχησή τους στους νεότερους ψηφοφόρους. Στα δεξιά, κόμματα όπως το Κόμμα της Ελευθερίας της Αυστρίας και το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας εγκατέλειψαν τις μακροχρόνιες ρητορικές δεσμεύσεις για τον καπιταλισμό laissez-faire υπέρ της αντι-παγκοσμιοποίησης και της κοινωνικής προστασίας, ελπίζοντας να προσελκύσουν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης.