
Jonathan Hopkin
Η κυβέρνηση της Μέι δημοσιοποιεί τώρα ανησυχητικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για ένα Brexit “χωρίς διαπραγμάτευση”, που περιλαμβάνουν τη μετατροπή του αυτοκινητοδρόμου Μ26 σε έναν προσωρινό χώρο στάθμευσης φορτηγών για να αντιμετωπίσει τις τελωνειακές συσσωρεύσεις στο Ντόβερ, και την χρήση του στρατού για να μεταφέρει τρόφιμα και βασικά φάρμακα σε ολόκληρη την χώρα.
Το Brexit δυστυχώς θα έχει αρνητικές οικονομικές συνέπειες. Αποκλείεται οποιαδήποτε ειδική συμφωνία για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και δεν υπάρχει προοπτική για τίποτε περισσότερο από μια βασική εμπορική συμφωνία για εμπορεύματα, εκτός κι αν το Ηνωμένο Βασίλειο δεχθεί αντίστοιχες υποχρεώσεις. Αλλά και η υπομονή εξαντλείται στις Βρυξέλλες με την απροθυμία της βρετανικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.
Η ψήφος του Brexit και η σοκαριστική ήττα της Χίλαρι Κλίντον από τον Ντόναλντ Τρόμπα ήταν κλήσεις αφύπνισης, τις οποίες κάποιοι ρεαλιστές στα αριστερά ήταν απρόθυμοι να προσέξουν. Απροσδόκητα, το Εργατικό Κόμμα δείχνει τώρα το πώς η Αριστερά μπορεί να κατευθύνει την διαδεδομένη απαίτηση για αλλαγή.
Οι Βρετανοί ψηφοφόροι έχουν περιορισμένη γνώση για το πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και τείνουν να υπερεκτιμούν κατά πολύ τον αριθμό των μεταναστών που έχουν εγκατασταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και το μέγεθος της συμβολής του στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Τα έντυπα μέσα ενημέρωσης υποστηρίζουν δυσανάλογα την εκστρατεία «εκτός». Και οι εναλλακτικές φωνές, οι διαμαρτυρίες του βρετανικού Υπουργείου Οικονομικών, της Τράπεζας της Αγγλίας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και άλλων, δεν φαίνεται να έχουν κάποιο αποτέλεσμα.
Ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός δεν μπορεί να σώσει μια κυβέρνηση από τις αποτυχίες ενός τραπεζικού τομέα που είναι υπερβολικά μεγάλος για να διασωθεί, και τα απλά οικονομικά δεδομένα σπάνια νικούν τις ιδεολογίες.
Οι πλούσιοι Ρώσοι ομογενείς φαίνεται να ασκούν σημαντική επιρροή στο πώς προσεγγίζει η βρετανική κυβέρνηση την κρίση τής Ουκρανίας, κάτι που υπογραμμίζει τον βαρύνοντα ρόλο αυτών των υπερ-πλουσίων στην βρετανική πολιτική σκηνή. Αλλά όλα αυτά τα ξένα χρήματα αποκαλύπτουν βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες στην βρετανική οικονομία.
Η πρόσφατη παραίτηση του πρωθυπουργού Μάριο Μόντι και η επιστροφή του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πολιτική είναι απίθανο να αλλάξουν το παιχνίδι. Στην πραγματικότητα, είναι απλώς τα τελευταία παραδείγματα ενός ευρύτερου προβλήματος στην ιταλική πολιτική: της αδυναμίας των συντηρητικών να οικοδομήσουν ένα αξιόπιστο πολιτικό κόμμα.
Ο διορισμός του Monti ταιριάζει σε ένα συνηθισμένο ιταλικό μοτίβο: δημοσιονομική χαλαρότητα υπό λαϊκιστικές κεντροδεξιές κυβερνήσεις ακολουθούμενη από σύντομες περιόδους έκτακτης ανάγκης τεχνοκρατικής λιτότητας υπό κεντροαριστερές κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να γίνει μόνιμη η δημοσιονομική υπευθυνότητα αυτή τη φορά θα πρέπει οι Βρυξέλλες να στηρίξουν τον Monti καθώς οικοδομεί μια λαϊκή εντολή για σταδιακές μεταρρυθμίσεις.