Το αγοραστικό πάρτι της Κίνας στην Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το αγοραστικό πάρτι της Κίνας στην Ευρώπη

Πώς η λιτότητα στην Ευρώπη δημιουργεί επενδυτικές ευκαιρίες για το Πεκίνο

Η συμφωνία της 21 Ιουλίου στους κόλπους της Ε.Ε. προκειμένου να αναχρηματοδοτηθεί το χρέος της Ελλάδας μοιάζει να ηρέμησε τις αγορές σχετικά με μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας και κατά συνέπεια και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Αλλά η ευρωπαϊκή αναχρηματοδότηση δεν ήταν η μόνη λύση που προσφερόταν: Τον Ιούνιο, μια τελείως διαφορετική λύση διαφαινόταν από μια ασυνήθιστη πλευρά.

Όταν ο κινέζος πρωθυπουργός Wen Jiabao βρισκόταν σε περιοδεία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τον Ιούνιο, επεσήμανε δύο πράγματα σε κάθε σταθμό του ταξιδιού του: Ότι μια σταθερή ευρωζώνη είναι ζωτικής σημασίας για την Κίνα και ότι η Κίνα είναι φίλη της Ευρώπης. Πράγματι, από την πλευρά που βλέπει τα πράγματα το Πεκίνο, σε ότι αφορά στην Ευρώπη το ιδιοτελές συμφέρον και ο αλτρουισμός συμπίπτουν. Αν η Κίνα αγόραζε μόνο το μισό από το εντυπωσιακό ελληνικό δημόσιο χρέος (μια ευκαιρία αξίας περίπου 220 δις. δολαρίων, δηλαδή ένα κλάσμα των κινεζικών δολαριακών αποθεμάτων) όχι μόνο θα τελείωνε την κρίση της ευρωζώνης και θα πρόσθετε κύρος στην Κίνα αλλά θα βοηθούσε και το Πεκίνο να αποκτήσει αυτά τα αποθέματα που έχει ανάγκη προκειμένου να διαφοροποιήσει τα συνολικά συναλλαγματικά της αποθέματα από το δολάριο. Σήμερα, το 70% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας είναι σε δολάρια (1) και η Κίνα δεν βρίσκεται καν στους πρώτους 40 πιστωτές της Ελλάδας. Αλλά γιατί η Κίνα δεν άρπαξε αυτή την ευκαιρία;

Κατά πρώτον, πιθανώς η Κίνα δεν έχει πολύ εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Ε.Ε. να λύση την ευρωπαϊκή κρίση χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση, όπως άλλωστε και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, επιφυλασσόμενες για περισσότερες οικονομικές διασώσεις. Αλλά είναι δυνατή και μια άλλη απάντηση – μια απάντηση που συνδέει την χρηματοοικονομική κρίση του 2008 με την κρίση ευρωπαϊκών ομολόγων του 2011και μια πιθανή κινεζική παράκαμψη του αμερικανικού νόμου του 2007 για το ζήτημα «Ξένες Επενδύσεις και Εθνική Ασφάλεια». Αυτός ο νόμος δυσκολεύει την Κίνα από το να διαφοροποιήσει τα δολαριακά συναλλαγματικά της αποθέματα που φθάνουν τα 3 τρισ. Δολάρια και να αγοράσει ευαίσθητα αμερικανικά στοιχεία όπως επιχειρήσεις που σχετίζονται με την αεροδιαστημική, την τεχνολογία ή και την άμυνα.
Σαν αποτέλεσμα των ακούσιων επιπτώσεων των αμερικανικών και ευρωπαϊκών ενεργειών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, υπάρχει τώρα η δυνατότητα, ακόμη και μετά από την τελευταία διάσωση, η Κίνα να αγοράσει τέτοια ευαίσθητα οικονομικά στοιχεία στην Ευρώπη σε πολύ χαμηλές τιμές.

Για να δει κανείς πώς αυτό μπορεί να συμβεί, είναι απαραίτητο να ανατρέξει στο 2008, όταν μια ομάδα παγκοσμίως συνδεδεμένων και σημαντικά χρεωμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών άρχισαν να αιμορραγούν οικονομικά εξαιτίας των στεγαστικών ομολόγων με υποθήκες επί αμερικανικών ακινήτων αλλά και των μη εξασφαλισμένων ασφαλιστηρίων συμφωνιών γνωστών ως Ασφάλιστρων Κινδύνου (σ.σ. credit default swaps ή αλλιώς CDS). Φοβούμενες την κατάρρευση του παγκόσμιου συστήματος πληρωμών, οι μεγάλες οικονομίες της Δύσης διέσωσαν τις τράπεζές τους. Όταν οι δαπάνες της διάσωσης αντικατοπτρίστηκαν στους κρατικούς προϋπολογισμούς, το ιδιωτικό χρέος μετατράπηκε σε δημόσιο χρέος. Για πολλά κράτη μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η σχέση χρέους προς ΑΕΠ (2) φούσκωσε κατά μέσο όρο 40%.

Αρχικά, η Ευρώπη φάνηκε να ξεφεύγει από τη χειρότερη προοπτική της κρίσης. Αλλά σύντομα έγινε φανερό ότι το τσουνάμι που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ έφτανε στις ευρωπαϊκές ακτές. Περί το καλοκαίρι του 2009 οι ανησυχίες ότι οι γερμανικές εξαγωγές θα μειώνονταν δραματικά έδωσαν τη θέση τους στο άγχος για τις υπερδανεισμένες ισπανικές τράπεζες και πολύ περισσότερο για το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ελλάδας.

Εκείνη τη χρονική στιγμή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα έπρεπε να αγοράσει και να διακρατήσει το ελληνικό δημόσιο χρέος, τερματίζοντας την κρίση με ένα χτύπημα. Αλλά μια τέτοια κίνηση δεν ήταν δυνατή – η ΕΚΤ δεν είναι ο ύστατος δανειστής για τις ευρωπαϊκές οικονομίες όπως είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) στις ΗΠΑ. Η ευθύνη αυτή πέφτει στις πλάτες των φορολογουμένων της Γερμανίας και άλλων βόρειων ευρωπαϊκών χωρών που ίδρυσαν την ΕΚΤ. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί μια άλλη λύση.

Σε γενικές γραμμές, ένα κράτος έχει τέσσερις εναλλακτικές για να εξέλθει από μια οικονομική κρίση: Υποτίμηση, πληθωρισμός, αθέτηση χρέους ή αποπληθωρισμός. Για κάθε κράτος μέλος της ευρωζώνης, μονομερής υποτίμηση και πληθωρισμός δεν είναι δυνατές λύσεις αφού η κάθε χώρα δεν έχει δυνατότητα να τυπώσει χρήμα ή να ελέγξει την συναλλαγματική της ισοτιμία – αυτό το κάνει η ΕΚΤ. Έτσι μένουν ως μόνες επιλογές ο αποπληθωρισμός και η στάση πληρωμών.

Αλλά η αθέτηση πληρωμής είναι μια προοπτική απολύτως τοξική για μια βαριά χρεωμένη περιφερειακή χώρα όπως είναι η Ελλάδα, είναι προβληματική ακόμα και για χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, εξ ου και οι επαναλαμβανόμενες διασώσεις. Αξιωματούχοι στο Παρίσι και το Βερολίνο αρέσκονται να κατηγορούν τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας για υπερβολικούς μισθούς στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας όταν δεν συνδεόταν η αμοιβή με την παραγωγικότητα, αλλά κάποιος πρέπει να ρωτήσει πού βρήκαν τα χρήματα οι κυβερνήσεις των περιφερειακών χωρών για να ξοδέψουν αυτά που ξόδεψαν. Η απάντηση είναι «από Γαλλικές και Γερμανικές τράπεζες» οι οποίες ήταν πολύ πρόθυμες να αγοράζουν το εκφρασμένο σε ευρώ χρέος της ευρωπαϊκής περιφέρειας, πλημμυρίζοντάς τες με φθηνό χρήμα και πυροδοτώντας έτσι την κατανάλωση και την ανεξέλεγκτη οικοδόμηση.

Δεδομένων αυτών ή ανάλογων ανοιγμάτων, εάν ένα από τα κράτη της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία ή Πορτογαλία) επρόκειτο να αθετήσει το χρέος του, η κρίση θα εξαπλωνόταν γρήγορα στα μεγάλα κράτη της Ε.Ε. Όσοι έχουν ομόλογα των χωρών της περιφέρειας θα προσπαθούσαν να ανακόψουν τις ζημιές τους ξεπουλώντας αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να καλύψουν αυτά τα ανοίγματα, όπως έγινε στις ΗΠΑ το 2007 και το 2008. Αυτό θα δημιουργούσε ένα χρηματοπιστωτικό ντόμινο από τις τράπεζες ως τις αγορές ομολόγων, το οποίο θα κατέληγε πάλι στους ισολογισμούς των μεγαλύτερων και σημαντικότερων ευρωπαϊκών τραπεζών: Των τραπεζών που έχουν όλη αυτή την έκθεση σε ομόλογα της περιφέρειας. Τούτο θα ήταν μια καταστροφή για την Ευρώπη και θα απαιτούσε τουλάχιστον μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου για τις τράπεζες, αυξήσεις κεφαλαίου που οι παραφουσκωμένοι κρατικοί προϋπολογισμοί δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν. Δεδομένου αυτού του κινδύνου αλλά και της έλλειψης άλλης εναλλακτικής, η λιτότητα αναδύθηκε σαν η προτιμώμενη πολιτική στην Ευρώπη, προκειμένου να αποφευχθούν πολλαπλές χρεοκοπίες στην ευρωζώνη.

Η λιτότητα είναι ένα είδος εσωτερικού αποπληθωρισμού μέσω περικοπών στο κράτος όπως η μείωση των μισθών, των τιμών και των δημοσίων δαπανών προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Ένα τέτοιο σύστημα προσαρμογών έχει δοκιμαστεί και στο παρελθόν, από το 1870 ως το 1914, με τον «κανόνα του χρυσού». Και τότε οι προσαρμογές ήταν βασισμένες στην αποκλιμάκωση των μισθών και των τιμών με στόχο να φέρουν την παγκόσμια οικονομία σε ισορροπία σε σχέση με τα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, όπως η ευρωζώνη ζητά από τα περιφερειακά κράτη να πράξουν σήμερα.

Αλλά αυτά τα συστήματα έχουν ένα θανάσιμο ελάττωμα: Δεν μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα μέσα σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον γιατί οι ψηφοφόροι έχουν πολύ ισχυρά κίνητρα να ψηφίσουν εναντίον όσων επιβάλλουν μέτρα λιτότητας και προσπαθούν, αντί για αυτά, να περάσουν το κόστος του αποπληθωρισμού στους κατόχους ομολόγων.

Οι κάτοχοι ομολόγων το καταλαβαίνουν αυτό, επίσης. Γνωρίζουν ότι οι πληθυσμοί που πιέζονται οικονομικά το πιθανότερο είναι να ψηφίσουν κατά των μέτρων λιτότητας, πυροδοτώντας έτσι μια χρεοκοπία η οποία θα απομειώσει την αξία των ομολόγων τους. Αυτός ο κίνδυνος δίνει στους κατόχους ομολόγων το κίνητρο να πιέσουν τις κυβερνήσεις να λάβουν το γρηγορότερο όσα μέτρα λιτότητας είναι δυνατόν, προκειμένου να μειώσουν τις ενδεχόμενες απώλειες.

Οι πολιτικές λιτότητας, λοιπόν, όχι μόνο φέρνουν τους πολίτες σε αντιπαράθεση με την κυβέρνησή τους δημιουργώντας εσωτερική αστάθεια, αλλά φέρνουν και τα κράτη σε τροχιά σύγκρουσης με τους κατόχους ομολόγων. Παρά την τελευταία προσπάθεια διάσωσης, η Ελλάδα, όπως είναι σήμερα, δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει τέτοια οικονομική ανάπτυξη ώστε να ξεπληρώσει όσα χρωστάει, και ο νέος δανεισμός χρησιμεύει πια μόνο στο να εναποθέτει χρέος πάνω στο χρέος. Το να προσθέτει κανείς νέα μέτρα λιτότητας δεν πρόκειται να φέρει αποτέλεσμα, καθώς οι πολίτες πιθανότατα θα απορρίψουν μια τέτοια πολιτική, πυροδοτώντας μια χρεοκοπία.

Έτσι, οι επιλογές που έχουν γίνει στην Ευρώπη αποδεικνύονται αντιπαραγωγικές: Η λιτότητα στην περιφέρεια συμπιέζει την ανάπτυξη ενώ με το να προστίθεται χρέος χειροτερεύει και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ. Αυτό, με την σειρά του, οδηγεί σε υποβαθμίσεις και αύξηση επιτοκίων, στις οποίες η Ευρώπη απαντά με νέες προσπάθειες διάσωσης, οι οποίες απλώς προστίθενται στο χρέος που έχει δημιουργηθεί.

Όλα αυτά μπορεί να είναι πολύ άσχημα για την Ευρώπη αλλά πώς εμπλέκουν τις ΗΠΑ και την Κίνα; Εδώ είναι που απρόσμενοι δεσμοί μεταξύ της κρίσης του 2008 και της σημερινής έρχονται στο προσκήνιο.

Από το 2008, με τα επιτόκια πολύ κοντά στο μηδέν, τα funds στην αμερικανική αγορά χρήματος και κεφαλαίου δυσκολεύονταν να καταγράψουν κέρδη. Πριν από την κρίση, αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια κέρδιζαν αγοράζοντας εμπορικούς τίτλους με εγγύηση παγίων, πιο γνωστά ως ενυπόθηκα χρέη. Έρευνα της Cretid Suisse δείχνει ότι όταν αυτή η αγορά «στέγνωσε» σαν αποτέλεσμα της «βουτιάς» στις τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ, τα funds άρχισαν να επενδύουν σε βραχυπρόθεσμα ευρωπαϊκά τραπεζικά δάνεια. Στο κάτω – κάτω της γραφής, το 2009 το ευρώ έδειχνε να είναι ένα σίγουρο στοίχημα, πράγμα που είναι και ο πιο πιθανός λόγος για να εξηγήσει κανείς γιατί οι αμερικανικές τράπεζες συνήψαν συμβάσεις CDS (credit default swap) με αυτές τις ίδιες ευρωπαϊκές τράπεζες, υποβάλλοντάς τις επίσης σε ανάλογες προοπτικές χρεοκοπίας. Και παρά το γεγονός ότι το ύψος της καθαρής έκθεσης των αμερικανικών τραπεζών σε CDS οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας ξεχωριστά είναι μικρό, αν υπήρχαν μαζικές ρευστοποιήσεις στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, η συνδυασμένη έκθεση των αμερικανικών τραπεζών είναι αρκετά σημαντική.

Οπότε, πώς αυτό βοηθάει την Κίνα; Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να πουλήσουν στην Κίνα τα ευαίσθητα περιουσιακά στοιχεία και τις επιχειρήσεις που αυτή επιθυμεί και η Κίνα έχει απομείνει με μεγάλες ποσότητες δολαρίων. Η Κίνα δεν πρόκειται να διασώσει την Ευρώπη. Οι ευρωπαίοι έχουν δημιουργήσει μια διελκυστίνδα μεταξύ των ψηφοφόρων και των κατόχων ομολόγων η οποία μάλλον θα καταλήξει σε χρεοκοπία και πιθανώς σε ντόμινο για τις βασικές ευρωπαϊκές τράπεζες. Η έκθεση στα κρατικά χρέη των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι μεγάλη και έχει προεκτάσεις μέσω των επενδυτικών κεφαλαίων (funds) της χρηματαγοράς και των CDS ως τον ήδη εύθραυστο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Οπότε, φανταστείτε ότι σε κάποια στιγμή η Ελλάδα αποφασίζει ότι έχει βαρεθεί να παίρνει δάνεια τα οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρώσει και αποφασίζει να πάρει αρκετά χρήματα από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. για να χρηματοδοτήσει το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, σταθεροποιώντας τα πράγματα τόσο ώστε η Αθήνα μπορεί να προχωρήσει σε στάση πληρωμών και να περάσει το κόστος στους κατόχους ελληνικών ομολόγων. Τότε, μαζικές αναλήψεις θα συνέβαιναν σε όλη την ευρωζώνη, γεγονός που θα έκανε τα ελλείμματα να εκτοξευθούν και θα έπληττε την ευρωπαϊκή οικονομία περαιτέρω. Κάθε προσπάθεια προστασίας, κατά την οποία η χρεοκοπία του ευρώ θα οδηγούσε στην άνοδο του δολαρίου που θα θεωρείτο ασφαλής επιλογή, θα αντισταθμιζόταν από τις χρηματαγορές και την έκθεση σε CDS. Οι αμερικανικές τράπεζες θα δέχονταν σημαντικό πλήγμα. Η ύφεση σε Ευρώπη και Αμερική θα βάθαινε.

Στο σημείο αυτό η Ευρώπη θα ήταν πρόθυμη να βρει οποιεσδήποτε πηγές εσόδων θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν αυτή την δευτερογενή δημοσιονομική κρίση. Και, με τις ΗΠΑ να μην βρίσκονται σε θέση να προσφέρουν κάποια αντισταθμιστική χρηματοδότηση, όπως έκαναν το 2008, όλη η τεχνολογία, η αεροδιαστημική τεχνογνωσία ακόμα και τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που επιζητεί η Κίνα θα ήταν διαθέσιμα στην Ευρώπη σε εκπτωτικές τιμές– είτε ισχύει ο αμερικανικός νόμος του 2007 που προστατεύει τις ΗΠΑ από ανάλογο ενδεχόμενο είτε όχι.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει νόμους (3) που περιορίζουν την εξαγωγή τεχνολογίας διπλής χρήσης και μέσω αυτών έχουν απαγορευθεί εξαγωγές όπλων προς την Κίνα ήδη από την εξέγερση στην πλατεία Τιεν-αν-μεν το 1989. Οι ευρωπαϊκοί νόμοι όμως, εξαρτούν την εφαρμογή τους από την καλή θέληση κάθε κράτους μέλους – κάτι που μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να γίνει απρόβλεπτο σε εποχές κρίσης. Όντως, μετά από αίτημα της Κίνας, η Ε.Ε. πρόσφατα άρχισε να επανεξετάζει αυτά τα εμπόδια στις εξαγωγές. Κάτι το οποίο σημαίνει ότι η συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. σχετικά με το ζήτημα της εξαγοράς ευαίσθητων περιουσιακών στοιχείων από τους κινέζους απέχει από το να θεωρείται εξασφαλισμένη.

Αυτό το σενάριο μπορεί να φαίνεται παρατραβηγμένο αλλά είναι πιθανό. Παραπέμπει επίσης σε μερικά πράγματα για να σκεφτεί κανείς: Ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο ευαίσθητο και πιο διασυνδεδεμένο από όσο μπορεί συχνά να γίνει κατανοητό. Ότι η οικονομική αστάθεια μπορεί να μετατραπεί σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας πιο συχνά από όσο πιστεύει κανείς και ότι το να εφαρμόζονται μέτρα λιτότητας σε μια δημοκρατία μπορεί να μην αποτελεί τη λύση που πιστεύουν εκείνοι που χαράζουν πολιτική.

Ανεξάρτητα από το αν η Κίνα θα γίνει κυρίαρχη σύντομα ή αργότερα, οι δυτικές δυνάμεις δεν έχουν βοηθήσει καθόλου τον εαυτό τους με το να μετατρέψουν τα οικονομικά τους συστήματα σε γεννήτριες αδόκητων επιπτώσεων. Επιπτώσεων που μπορεί να αποδειχθούν πολύ άσχημες για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και πολύ καλές για την Κίνα.

Σύνδεσμοι:

[1] http://www.cnbc.com/id/4375106/China_Must_Quickly_Diversify_From_Dollar_...

[2] http://www.imf.org/external/pubs/ft/fm/2010/fm1001.pdf

[3] http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2009/june/tradoc_143390.pdf

Πρωτότυπο:

http://www.foreignaffairs.com/articles/67992/mark-blyth/chinas-european-...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.