Ο πλούτος του Αφγανιστάν και η κατάρα των φυσικών πόρων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πλούτος του Αφγανιστάν και η κατάρα των φυσικών πόρων

Η λύση βρίσκεται στην τοπική δράση

Μέχρι μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, κάθε σοβαρή συζήτηση για μια αφγανική οικονομία βασισμένη στους φυσικούς της πόρους φαινόταν πρόωρη. Αλλά, καθώς η Καμπούλ υπογράφει περισσότερες συμφωνίες εξόρυξης με διεθνείς επενδυτές –αποδέχθηκε δύο σημαντικές προτάσεις στο τέλος του 2011 - και το ΝΑΤΟ συνεχίζει την απόσυρση των διεθνών στρατευμάτων του, οι φυσικοί πόροι προετοιμάζονται να χρησιμεύσουν ως ο ακρογωνιαίος λίθος της βιώσιμης ανάπτυξης εκεί. Αυτό δημιουργεί ένα αναπόφευκτο και ενδεχομένως τραγικό ερώτημα: Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη υποδομών στη χώρα και την αχαλίνωτη διαφθορά, θα γίνει το Αφγανιστάν ένα ακόμη δεδομένο στη βιβλιογραφία για τις υπανάπτυκτες χώρες που πέφτουν θύματα της κατάρας των φυσικών τους πόρων [1];

Η πιθανότητα είναι πραγματική. Αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον και στην Καμπούλ ισχυρίζονται ότι ο ορυκτός πλούτος της χώρας αξίζει όσο 3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι εμπειρογνώμονες υπέθεταν τους πιθανούς πόρους του Αφγανιστάν για δεκαετίες ενώ μια αμερικανική Γεωλογική Έρευνα διεξήχθη επί τόπου μεταξύ του 2009 και του 2011 και επιβεβαίωσε την ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων χαλκού, σιδηρομεταλλεύματος, χρυσού, λίθιου, σπανίων γαιών και ορυκτών καυσίμων όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ενδεχομένως ακόμη και ουράνιο.

Οι εταιρείες εξόρυξης και η αφγανική κυβέρνηση δεν έχουν χάσει καθόλου χρόνο. Στα τέλη του 2011, το Υπουργείο Ορυχείων του Αφγανιστάν υπέγραψε μια συμφωνία για εξερεύνηση πετρελαϊκών κοιτασμάτων και την αντίστοιχη παραγωγή αργού με την κινεζική National Petroleum Corporation για την ανάπτυξη της λεκάνης του Amu Darya που εκτιμάται ότι έχει αποθέματα αργού περί τα 80 εκατομμύρια βαρέλια για τα επόμενα 25 χρόνια. Η παραγωγή αναμένεται να ξεκινήσει φέτος. Αυτή τη στιγμή, το υπουργείο ολοκληρώνει τις λεπτομέρειες της συμφωνίας με μια ινδική κοινοπραξία εταιρειών εξόρυξης για την ανάπτυξη των κοίτασμα του Hajigak, ενός από τα μεγαλύτερα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα σιδηρομεταλλευμάτων στον κόσμο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να παράγει χάλυβα για τα επόμενα 40 χρόνια. Και οι δύο αυτές συμφωνίες πραγματοποιήθηκαν αφότου η Καμπούλ παραχώρησε στους Κινέζους τα δικαιώματα για το κοίτασμα χαλκού του Aynak το 2008 και το κοίτασμα χρυσού στο Qara Zaghan σε κοινοπραξία επενδυτών που συγκεντρώθηκαν από την JP Morgan στις αρχές του 2011. Στο σύνολό τους, αυτές οι πρώτες επιδρομές στον πρωτόγνωρο υπόγειο θησαυρό του Αφγανιστάν θα σημάνουν δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις κατά την επόμενη δεκαετία. Θα υπάρξουν νέες σιδηροδρομικές υποδομές, μονάδες παραγωγής ενέργειας και ενδεχομένως ακόμη και ένα διυλιστήριο. Η Καμπούλ θα αποκομίσει σημαντικά νέα φορολογικά έσοδα και δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί θα βρουν δουλειά.

Οι πανηγυρισμοί, όμως, θα ήταν πρόωροι. Παρά τις συμφωνίες, ούτε ένα ορυχείο δεν παρήγαγε τίποτα το συγκεκριμένο- ούτε καν το σχεδόν τεσσάρων ετών ορυχείο χαλκού Aynak, που υποτίθεται ότι θα αρχίσει τη λειτουργία του το επόμενο έτος. Οι κινέζοι επενδυτές, επίσης, φαίνεται να διολισθαίνουν από την υπόσχεσή τους να κατασκευάσουν έναν σιδηρόδρομο ως μέρος της συμφωνίας για το Aynak. Λόγω του πιθανώς υψηλού λειτουργικού κόστους, παραμένει ασαφές το πότε η κοινοπραξία της JP Morgan θα είναι σε θέση να παράγει μια ουγγιά χρυσού σε ανταγωνιστικές τιμές.

Επιπροσθέτως, οι εκτιμήσεις για κέρδη τρισεκατομμυρίων δολαρίων βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στους φυσικούς πόρους, όχι στα αποθέματα - μια τεχνική, αλλά κρίσιμη διαφορά. Οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα ενσωματώνουν οικονομικά, νομικά, κοινωνικά, κυβερνητικά και περιβαλλοντικά ρίσκα ώστε να προσδιοριστεί τι είναι πραγματικά επικερδές για ανάπτυξη, καθώς και οι προκλήσεις επί συγκεκριμένου χώρου εξόρυξης και μεταλλουργίας. Για τους φυσικούς πόροους το αποτέλεσμα υπολογίζεται σε αισιόδοξα δελτία τύπου. Οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα οδηγούν σε ξένες επενδύσεις, θέσεις εργασίας και δημοσιονομικές εισφορές. Η Καμπούλ και η Ουάσινγκτον έχουν επικεντρωθεί στην υπογραφή συμφωνιών, νομίζοντας ότι μερικές βασικές συμφωνίες θα απαλύνουν τις ανησυχίες των επενδυτών που αποστρέφονται το ρίσκο. Αλλά η πραγματική πρόκληση για τη βιομηχανία θα είναι η παραγωγή. Και η δοκιμή για το Αφγανιστάν -εδώ βρίσκεται η πιθανότητα της κατάρας - θα είναι το αν η πλειοψηφία της χώρας δρέψει τα δευτερογενή οφέλη της ανάπτυξης του τομέα των ορυχείων της ή όχι.

Οι θεωρίες για την κατάρα των φυσικών πόρων ακολουθούν δύο οδούς. Στην πρώτη, τα τεράστια έσοδα που προέρχονται από τον τομέα επιδεινώνουν τη διαφθορά στους κόλπους της κυβέρνησης. Αυτό το σενάριο δεν είναι καθόλου δύσκολο να το φανταστεί κανείς στο Αφγανιστάν, καθώς η χώρα αυτή τη στιγμή θεωρείται η δεύτερη πιο διεφθαρμένη στον κόσμο, σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια. Στην δεύτερη οδό, η αύξηση των εξαγωγών ορυκτών ενισχύει το νόμισμα μιας χώρας και κατά συνέπεια πλήθος από άλλους τομείς (όπως η γεωργία) παύουν να είναι ανταγωνιστικοί στην παγκόσμια αγορά. Αυτή είναι μια σαφής απειλή στο Αφγανιστάν καθώς η οικονομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την γεωργία.
Όμως, αρκετές χώρες της Κεντρικής Ασίας έχουν αγωνιστεί απέναντι σε ακριβώς αυτές τις προκλήσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες - και προσφέρουν ένα πολύτιμο οδηγό για την Καμπούλ, την Ουάσινγκτον και τους διεθνείς επενδυτές. Πολλά κράτη στην περιοχή είναι ευλογημένα με ορυκτό πλούτο, αλλά καταραμένα με εμπόδια σχετικά με τις υποδομές και κοινωνική αστάθεια. Αναλόγως, έχουν αντιμετωπίσει προκλήσεις σχετικά με την προσέλκυση ξένων επενδυτών, εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους χωρίς να χάνουν κέρδη λόγω διαφθοράς και αποφεύγουν την εισαγωγή νέων διαχωριστικών γραμμών μεταξύ του πληθυσμού. Το πιο σημαντικό μάθημα για το Αφγανιστάν είναι ότι θα πρέπει να οικοδομήσει μια οικονομία που να βασίζεται στους φυσικούς πόρους και να υποστηρίζεται από τους ντόπιους Αφγανούς.

Ένα παράδειγμα είναι το Κιργιστάν, μία ορεινή, ηπειρωτική χώρα με μικρή σιδηροδρομική υποδομή, δρόμους που διαλύονται και μια οικονομία που βασίζεται σε ξένη βοήθεια, εμβάσματα και εξορύξεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι πρόσφατα, διαδοχικοί αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Ασκάρ Ακάγιεφ και ο Κουρμανμπέκ Μπακίγεφ, συμβούλεψαν τις εξορυκτικές εταιρείες να αποφύγουν να εμπλακούν σε τοπικό επίπεδο. Λίγα συμβολικά κοινωνικά έργα για να εξευμενίσουν τους ανθρώπους που ζουν κοντά σε μια τέτοια επιχείρηση θα αρκούσαν. Αλλά το να κρατηθούν έξω από τις τοπικές κοινωνίες γύρισε σαν μπούμερανγκ. Τα έσοδα από την εξορυκτική δραστηριότητα διοχετεύθηκαν στην ελίτ στην πρωτεύουσα και ένα αμελητέο ποσοστό πήγε στις τοπικές κοινότητες για ανάπτυξη και έργα υποδομής.

Με τον καιρό, οι τοπικοί ανθρακωρύχοι μετακόμισαν τις οικογένειές τους (και τον πλούτο τους) στην πρωτεύουσα. Η απώλεια των εσόδων και των επενδύσεων άφησε τις πόλεις δίπλα στα ορυχεία χωρίς τρεχούμενο νερό ή αποχετευτικό σύστημα εν λειτουργία. Στο Barskaun, ο μόνος ασφαλτοστρωμένος δρόμος είναι αυτός που οδηγεί στο ορυχείο – το Kumtor, ένα ενιαίο ορυχείο χρυσού, το οποίο αντιπροσωπεύει το 10% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτού του είδους η παραμέληση δεν αδικεί μόνο τους ντόπιους αλλά τρέφει και την ανασφάλεια σήμερα. Στην Aral, όπου υπάρχει ένα λειτουργούν ορυχείο χρυσού από ξένους, έφιπποι ένοπλοι προκάλεσαν ζημιές αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων τον Οκτώβριο του 2011, αναγκάζοντας το ορυχείο να παραμείνει κλειστό μέχρι που επιτεύχθηκε ένας διακανονισμός με τους χωρικούς τρεις μήνες αργότερα.

Αλλά μετά ας δούμε και το Καζακστάν, όπου συνέβη το αντίθετο. Η χώρα των 16 εκατομμυρίων είναι εξαγωγέας πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά και παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα του χαλκού, του σιδηρομεταλλεύματος, του χρωμίτη, του μολύβδου, του ψευδαργύρου, του χρυσού, του άνθρακα αλλά και στα αποθέματα ουρανίου και στην παραγωγή. Από την ανεξαρτησία της χώρας στη δεκαετία του 1990, μαζί, ξένοι επενδυτές και κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν επικεντρωθεί στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη των περιοχών γύρω από βασικές περιοχές εξόρυξης. Τα ορυχεία σήμερα χρησιμεύουν ως καταλύτης για την ανάπτυξη όλης της επαρχίας. Οι διευθυντές και οι εργαζόμενοι ζουν σε τοπικό επίπεδο, ξοδεύουν σε τοπικό επίπεδο και εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σε τοπικό επίπεδο.

Η Αστάνα (η πρωτεύουσα του Καζακστάν) έχει επιβάλει αυστηρές προϋποθέσεις στις ξένες εταιρείες εξόρυξης - αναγκάζοντάς τις να υπογράψουν ετήσια μνημόνια συνεργασίας με τους τοπικούς κυβερνήτες, σύμφωνα με τα οποία τα δύο μέρη καθορίζουν από κοινού τα κοινωνικά επενδυτικά σχέδια που θα χρηματοδοτηθούν από την κάθε επιχείρηση στην αντίστοιχη επαρχία για το έτος αυτό. Η στρατηγική χρονολογείται από τη σοβιετική εποχή, όταν οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες εξόρυξης έβαζαν το χέρι τους σε όλες τις πτυχές της τοπικής κοινότητας. Σήμερα, αυτό αντικατοπτρίζεται στις ξένες εταιρείες εξόρυξης που χρηματοδοτούν σχολεία, γυμναστήρια, αθλητικά στάδια, παιδικούς σταθμούς, ορφανοτροφεία και ενισχύουν τα δίκτυα φροντίδας καθώς και παρέχουν ηλεκτρικό ρεύμα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Όχι τυχαία, το Καζακστάν κατατάσσεται πολύ πιο μπροστά από όλα τα άλλα κράτη της Κεντρικής Ασίας σχετικά με τους δείκτες κινδύνου της χώρας για τους ξένους επενδυτές.

Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή το Αφγανιστάν μοιάζει περισσότερο με την πρώτη περίπτωση παρά με την δεύτερη. Πολιτικά, η χώρα είναι ήδη υπερβολικά συγκεντρωτική στην Καμπούλ, και με το Aynak και το Hajigak σε σχετικά μικρή απόσταση, δεν είναι δύσκολο να οραματίζονται ένα μέλλον όπου τα οφέλη της εξορυκτικής βιομηχανίας θα παραμένουν στην πρωτεύουσα. Επιπλέον, ενώ όλες οι ξένες επιχειρήσεις υποχρεούνται να επενδύσουν σε έργα ανάπτυξης, μένει να δούμε αν αυτές οι επιχειρήσεις θα τηρήσουν τις υποσχέσεις τους και εάν οι τοπικοί ηγέτες θα έχουν την εξουσιοδότηση να παρέμβουν στην επακόλουθη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εκεί που το Καζακστάν εφαρμόζει αυστηρά τις ποσοστώσεις παραγωγής και των επενδύσεων – αν δεν παράγεις και δεν επενδύεις όπως υποσχέθηκες βγαίνεις από το παιχνίδι – η επίκληση λόγων ανωτέρας βίας στο Αφγανιστάν (από τον πόλεμο μέχρι τις ταραχές ως και θέματα εργατικής νομοθεσίας) φαίνεται σαν ένας εύκολος τρόπος για το Aynak και το Hajigak να αθετήσουν τις δεσμεύσεις τους προς τις τοπικές κοινότητες, πιθανώς επιδεινώνοντας το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ της Καμπούλ και της υπόλοιπης χώρας.

Όλα ξανάρχονται στην εξασφάλιση μιας θετικής συσχέτισης μεταξύ της αύξησης των ξένων επενδύσεων και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής. Στο Κιργιστάν υπάρχουν έφιπποι ένοπλοι. Στο Καζακστάν υπάρχουν τοπικοί αθλητές που φορούν αθλητικές φανέλες με το λογότυπο της ξένης εξορυκτικής εταιρείας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της κατάστασης στο Αφγανιστάν και εκείνης των κρατών της Κεντρικής Ασίας. Τα επίπεδα διαφθοράς και βίας του Αφγανιστάν είναι πολύ υψηλότερα, το μορφωτικό επίπεδο είναι πολύ χαμηλότερο και για υποδομές μεταφορών και ενεργειακά ζητήματα ξεκινά από το μηδέν. Αλλά ακριβώς όπως οι συμφωνίες της Καμπούλ μέχρι σήμερα στον εξορυκτικό τομέα είναι κάτι περισσότερο από συμβόλαια σε χαρτί, η μη παγιωμένη φύση των μεγάλων ζητημάτων μπορεί να δώσει την ευκαιρία να ανοιχτεί ένας δρόμος προς τα εμπρός. Αν το Αφγανιστάν θέλει την επίτευξη αυτής της θετικής συσχέτισης των ξένων επενδύσεων με την τοπική ποιότητα ζωής - και με αυτό τον τρόπο να ανοίξει τις πύλες για ξένες επενδύσεις από εκείνους που αποστρέφονται τον κίνδυνο – οι ελίτ που εδρεύουν στην Καμπούλ και οι ξένες εταιρείες εξόρυξης θα πρέπει να διανείμουν τον πλούτο.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/137306/j-edward-conway/how-afghan...

Διαβάστε επίσης στο Foreign Affairs σχετικά:

http://www.foreignaffairs.gr/articles/68676/matiullah-amin/i-anaptyksi-t...

http://www.foreignaffairs.gr/articles/68572/thomas-r-nides/o-neos-dromos...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/137195/edited-by-paul-collier-and...