Η Ελλάδα και η διαχρονική απειλή της χρεοκοπίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα και η διαχρονική απειλή της χρεοκοπίας

"Τα χρεοστάσια του 1843, 1893 και 1932, τα πολιτικά τους αίτια και οι δομικές συνέχειες"

Ας σημειωθεί ότι το πάτημα για την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία δόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1870 μετά το μείζον θέμα των λαυρεωτικών, που ήταν συνώνυμο της μεγαλύτερης χρηματιστηριακής κρίσης του αιώνα στην Ελλάδα. Με τον τίτλο «λαυρεωτικά» περιγράφεται από τη μία η υπόθεση της εξαγοράς της εταιρείας διαχείρισης των μεταλλείων του Λαυρίου, ιδιοκτησίας του Ιταλού Giovani Battista Serpieri, από τον Ανδρέα Συγγρό το 1873, με τη συνδρομή και παρασκηνιακών παιχνιδιών του Θρόνου. Και από την άλλη, το χρηματιστηριακό σκάνδαλο γύρω από τη μετοχή της Πιστωτικής Τράπεζας συμφερόντων επίσης του μεγαλοτραπεζίτη της Κωνσταντινούπολης, σκάνδαλο που οδήγησε σε οικονομική καταστροφή εκατοντάδες χιλιάδες μικροαστούς, μικρο-νοικοκυραίους αλλά και απλούς μεροκαματιάρηδες της Αθήνας ή της επαρχίας που είχαν εκστασιαστεί από την εκτόξευση της τιμής της μετοχής σε λίγες μόλις εβδομάδες και είχαν τρέξει αφελώς και αστόχαστα να μπουν στο χρηματιστηριακό πανηγύρι [5]. Η υπόθεση των λαυρεωτικών είναι ιστορικά σημαντική διότι αποτυπώνει το νέο φαινόμενο της διαπλοκής της πολιτικής με την επιχειρηματική τάξη, ιδίως με εκείνη των ομογενών του εξωτερικού με τις μεγάλες επενδυτικές δυνατότητες, ενώ φέρνει στην επιφάνεια και τη μαζική τάση της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό. Τάση που θα διαψευστεί και άλλες φορές (π.χ. κραχ του ελληνικού χρηματιστηρίου το 1999) καθώς η οικονομία θα εκχρηματίζεται και θα αποκτά πιο καθαρά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, πάντα όμως χωρίς θεσμούς διαφάνειας και προστασίας για τους μικρούς επενδυτές και σε καθεστώς ατιμωρησίας για τους κερδοσκόπους.

ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ 1878-1893: Η ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΙΚΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ

Μέσα από αυτό τον ορυμαγδό που θα προκαλέσει το σκάνδαλο, θα δοθεί η ευκαιρία στον Τρικούπη να νομιμοποιήσει ευρύτερα στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία την ανάγκη για εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις δυτικού τύπου. Είπαμε ότι η κατασκευή δημόσιων υποδομών από το κράτος (οδικό ή σιδηροδρομικό δίκτυο, λιμάνια, εγγειοβελτιωτικά έργα κλπ) θα αποτελέσει τον πολιορκητικό κριό του τρικουπικού εγχειρήματος, και τα δάνεια των βορειοδυτικών επενδυτών, το μέσο για την πραγματοποίησή του. Η κάμψη του βιομηχανικού καπιταλισμού στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις του, το 1882-1896, θα συμπέσει με την πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και θα ωθήσει τους κεφαλαιούχους, Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, Ολλανδούς στην επένδυση κυρίως σε κρατικά ομόλογα, τράπεζες και σε σιδηροδρόμους που ήταν η νέα μεγάλη «ιδεολογία» της εποχής στο δυτικό κόσμο [6].

Παρότι είναι γεγονός ότι οι ξένοι κεφαλαιούχοι εξαρτούσαν το ύψος της επένδυσης από τη φερεγγυότητα του οφειλέτη, δηλαδή απέφευγαν ή επένδυαν λίγα σε υπανάπτυκτες χώρες, το ελληνικό κράτος και τα χρεόγραφά του φάνταζαν -και ήταν πράγματι- θελκτικά για τους ίδιους. Έχει καταδειχτεί πειστικά από σχετική έρευνα [7] ότι η αποδοτικότητα των ελληνικών ομολόγων κυμαινόταν στο 19ο αιώνα ανάμεσα σε 9% με 15%, αν υπολογιστεί και ο ανατοκισμός των τόκων, ώστε ο κάτοχός τους ήταν δυνατόν να έχει αποσβέσει το κεφάλαιό του σε πέντε με οκτώ χρόνια. Αναμφισβήτητα, εξαιρετική απόδοση αν σκεφτεί κανείς ότι τα χρεόγραφα των περισσότερων κρατών της εποχής απέδιδαν από 1% έως 6%, και ότι οι προθεσμιακές καταθέσεις στις τράπεζες είχαν επιτόκιο το πολύ 2,5% στο εξωτερικό και 5% στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια βέβαια ότι το προηγούμενο του δανείου της επανάστασης, το 1824-5, και η αδυναμία αποπληρωμής του θα έπρεπε να είχαν κάνει επιφυλακτικούς τους επενδυτές με την (αν)αξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όσοι επένδυσαν στη μακρά διάρκεια και αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά τα χρεόγραφα αυτά, ιδίως την περίοδο 1827-1847, προφανώς σε εξευτελιστικές τιμές, είδαν (όχι οι ίδιοι αλλά οι κληρονόμοι τους) το κεφάλαιό τους έως και να εξαπλασιάζεται, μετά το συμβιβασμό του 1878-1879. Και τούτο διότι ως το 1930 –δηλαδή πάνω από έναν αιώνα μετά τη σύναψη του πρώτου δανείου- ο συμβιβασμός υποχρέωνε το ελληνικό κράτος να καταβάλει αδιαλείπτως στους ομολογιούχους 2,5% επί του κεφαλαίου.