Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα

Όχι νέες διαπραγματεύσεις αμέσως. «Ναι» σε μέτρα άμεσης αναπτυξιακής απόδοσης

Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι ετούτη η περίοδος για την Ελλάδα και τους Έλληνες είναι πολύ κρίσιμη. Δεν νομίζω ότι το έχουμε καταλάβει όλοι ότι σαν χώρα είμαστε στην κόψη του ξυραφιού, από πολλές απόψεις. Για παράδειγμα, μπορεί ένα «ατύχημα», όπως χαρακτηρίζεται στην οικονομική ορολογία, να ανατρέψει τα πάντα και να βρεθούμε σε μια κατάσταση από την οποία να μην υπάρχει επιστροφή. Σκεφθείτε τι θα μπορούσε να γίνει αν μια, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ανοησία κάποιου πολιτικού παράγοντα, σαν αυτή που ακούστηκε πρόσφατα ότι «υπάρχουν 200 δισεκατομμύρια ευρώ διαθέσιμα στις τράπεζες για αναπτυξιακούς σκοπούς» εκλαμβανόταν από την αγορά στα σοβαρά. Είναι να διερωτάται κανείς πόση άγνοια υπάρχει σε αυτά τα θέματα...

Φαίνεται ότι για ορισμένους οι τράπεζες παίρνουν τα χρήματα του κόσμου, τα βάζουν σε ένα μεγάλο καλάθι και περιμένουν να έρθει η ώρα να τα «απελευθερώσουν» για αναπτυξιακούς σκοπούς. Τα χρήματα οι τράπεζες τα έχουν όντως. Αλλά τα έχουν κατευθύνει σε δανειζομένους, σε διάφορες οικονομικές ενέργειες. Και αυτή την στιγμή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα όχι μόνο δεν έχει αργούντα διαθέσιμα αλλά χρωστάει αρκετά δισεκατομμύρια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αλλού. Είναι παράλογο, λοιπόν, ότι υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα και περιμένουν κάποιον έξυπνο να έρθει και να πει «κύριοι, μην τα αφήνετε αχρησιμοποίητα, θα τα χρησιμοποιήσουμε για την χρηματοδότηση της ανάπτυξης». Τέτοιοι ισχυρισμοί, κατά την κρίση την δική μου τουλάχιστον, ιδίως όταν εκστομίζονται ατιμωρητί, στερούν αυτόν που τους εκφράζει από την έννοια του πολιτικού ανδρός. Η ανοησία πρέπει να έχει όρια.

Δυστυχώς, τώρα τελευταία έχουν λεχθεί πολλά αυτού του τύπου και το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχει στον κόσμο μια παρανόηση σχετικά με ποιο είναι το σωστό, ποιο δεν είναι, ποιες είναι οι πραγματικές επιπτώσεις, εν ολίγοις ποια είναι η αλήθεια. Και ό, τι και να πει κανείς, πολλούς δεν μπορεί να τους πείσει. Υπάρχουν πολλοί πολίτες που έχουν καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα τα οποία έχουν καθαρά συναισθηματική θα έλεγα βάση, και τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Θυμίζουν το δημοψήφισμα που έγινε στην Ιρλανδία. Το βασικό ερώτημα ήταν «θέλετε την καινούργια συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι» αλλά το εκλογικό σώμα ψήφισε στην ουσία επί φλέγοντος τοπικού θέματος που συνυπήρχε, αν θα νομιμοποιηθούν ή όχι οι εκτρώσεις στην Ιρλανδία! Το διακύβευμα για τους ψηφίζοντες ήταν αυτό. Το βασικό ερώτημα ήταν τελείως διαφορετικό αλλά η ιρλανδική κοινωνία κινητοποιήθηκε περισσότερο για το δευτερεύον θέμα και καταψήφισε την συνθήκη. Η ψηφοφορία, τελικώς, δεν είχε καμία σχέση με το αντικείμενο.

Φοβάμαι πολύ, λοιπόν, ότι και στην Ελλάδα, πολλοί από τους ψηφοφόρους έχουν την ίδια προσέγγιση γι’ αυτό και η δουλειά των πολιτικών ανδρών να ξεκαθαρίσουν το τοπίο και να περιγράψουν το βασικό διακύβευμα είναι πολύ δύσκολη. Πολλοί Έλληνες ψηφίζουν χωρίς να κατανοούν επαρκώς τι είναι αυτό που ψηφίζουν. Εμπνέονται από μια συνθηματολογία που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και προχωρούν στην κάλπη.

Αλλά, εν τέλει, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, είναι σεβαστό. Αυτό είναι το κεντρικό νόημα της δημοκρατίας, η πλειοψηφία χαράζει την πορεία των πραγμάτων για το προσεχές μέλλον.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ

Γι’ αυτό νομίζω ότι θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο τι θα κάνουμε μετά την λήξη της εκλογικής διαδικασίας, πώς θα αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.

Πρώτα – πρώτα, οι διάφορες, θα έλεγα ανόητες, θεωρίες, λόγου χάριν να μπουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί σε ένα αεροπλάνο και να πάνε στις Βρυξέλλες να διαπραγματευθούν, δεν στέκουν. Φοβούμαι πολύ ότι αν πάνε στις Βρυξέλλες με αυτό τον τρόπο μάλλον δεν θα τους αφήσουν να προσγειωθούν. Γιατί δεν γίνονται οι συζητήσεις σε διεθνές επίπεδο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι διαπραγματεύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν μεγάλη προετοιμασία για το πλαίσιο της συζήτησης, την ημερησία διάταξη κ.λπ. Οι μηχανισμοί παίζουν πολλές φορές μεγαλύτερο ρόλο και από την ουσία σε αυτά τα επίπεδα, όσο αστείο και να φαίνεται αυτό.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η διαπραγμάτευση δεν θα πρέπει να αρχίσει αμέσως. Όταν έχουμε μια Ευρώπη η οποία αλλάζει, δεν πρέπει να βιαστούμε. Οι σκοποί της μεταβάλλονται, οι απόψεις οι οποίες υπάρχουν αναδιαμορφώνονται και όπως φαίνεται βαίνουν προς σημεία τα οποία ευνοούν την ελληνική περίπτωση: απομακρύνονται, δηλαδή, από την αυστηρά δημοσιονομική αντιμετώπιση των προβλημάτων και γυρνούν στην πραγματική οικονομία. Γιατί οι ευρωπαίοι βλέπουν ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσουν να δώσουν πιθανότητες επιβίωσης στις αποφάσεις τους και στις ενέργειές τους. Αλλιώς, οι λύσεις που μπορεί να επιλεγούν θα είναι τελείως επιφανειακές και σε ένα ορισμένο και μάλλον βραχύ χρονικό διάστημα θα πάψουν να υφίστανται. Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε ποια είναι η σωστή στιγμή που η Ευρώπη θα αρχίσει να γυρίζει προς την σωστή κατεύθυνση και εμείς να την ακολουθήσουμε με τα δικά μας θέματα και με τις δικές μας απόψεις.

Πρέπει, επίσης, να θυμόμαστε ότι, ιστορικά, η Ελλάς ποτέ δεν μεγαλούργησε αν δεν ήταν τμήμα ενός ευρύτερου πολιτικού και οικονομικού χώρου. Πάντοτε όταν ενισχύθηκε ο ελληνισμός, αυτό έγινε διότι ανήκε σε μια ευρύτερη περιοχή. Το να πορευθούμε μόνοι μας σε περίοδο που διαμορφώνονται ηπειρωτικές οικονομίες και που οι αντιμετωπίσεις στο οικονομικό επίπεδο είναι πλέον μεταξύ ηπειρωτικών οικονομιών, δεν θα είναι το πιο έξυπνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε.

ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Αλλά, ας δούμε λίγο ποιες τάσεις κυριαρχούν στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Η Ευρώπη κινείται μεταξύ δύο άκρων. Στο ένα άκρο βρίσκονται, επί παραδείγματι, οι Βέλγοι, οι οποίοι είναι οι πλέον ομοσπονδιακοί, οι πιο φεντεραλιστές. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί έχουν εσωτερικά προβλήματα. Γιατί το Βέλγιο ουσιαστικά δεν είναι ένα ενιαίο κράτος. Οι Φλαμανδοί αναφέρονται στους Βαλλόνους ως «οι Βέλγοι». Ο καθένας θεωρεί πρώτο στοιχείο εθνικισμού την περιοχή στην οποία ανήκει: τη Φλαμανδία οι Φλαμανδοί και την Βαλλονία οι γαλλόφωνοι και κάπου στην άκρη υπάρχουν και μερικοί Γερμανοί. Λοιπόν, βρίσκουν την λύση του προβλήματος στην «Ευρώπη των περιοχών», δηλαδή τη φεντεραλιστική Ευρώπη, διότι με αυτό τον τρόπο λύνεται και το δικό τους το πρόβλημα.

Στο άλλο άκρο έχουμε τους Άγγλους, οι οποίοι έχοντας αποτύχει στην απόπειρα της ΕΖΕΣ, (την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών, δηλαδή την ένωση επτά κρατών Αυστρία, Δανία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία, Πορτογαλία και Σουηδία, ενώ αργότερα έγιναν μέλη η Φινλανδία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν, με στόχο την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου) και ερχόμενοι μετά «με τα αυτιά κατεβασμένα» να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες όπως λεγόταν τότε, εξακολουθούν να θεωρούν ως μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια Ένωση Ελευθέρων Συναλλαγών.

Έχεις λοιπόν από την μια άκρη τους Άγγλους και από την άλλη τους Βέλγους, το ενδιάμεσο φάσμα περνάει από διάφορα επίπεδα, καθώς άλλες χώρες θέλουν μεγαλύτερη παρέμβαση στο ένα θέμα, άλλες λιγότερο, κ.λπ. Η Ευρώπη είναι μια σειρά συμβιβασμών οι οποίοι σταδιακά προχωρούν, με πολύ αργό τρόπο, εκνευριστικά αργό σε πολλές περιπτώσεις, αλλά ο οποίος στο τέλος φέρνει αποτέλεσμα.
Λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι αυτό το οποίο γίνεται τώρα, άλλοτε πιο γρήγορα, άλλοτε πιο σιγά, άλλοτε με μηχανισμούς και άλλοτε ενδεχομένως με πονηρίες, είναι ότι σιγά - σιγά πάμε προς το φεντεραλιστικό μοντέλο γιατί, όπως είναι ευνόητο, ζούμε σε μία περίοδο που ο ανταγωνισμός είναι ηπειρωτικός (Ανέφερα προηγουμένως την έννοια της ηπειρωτικής οικονομίας. Ηπειρωτική οικονομία είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η Κίνα, είναι οι Ινδίες). Και έχει αποδειχθεί στην ιστορία ότι όποτε ένα μεμονωμένο κράτος επιχειρεί να αντιπαραταχθεί σε μια ηπειρωτική οικονομία ηττάται πάντοτε. Αυτό το έχει βιώσει ξεκάθαρα και η Ελλάδα.

Η Ευρώπη, λοιπόν, η οποία έχει φθάσει σε ένα επίπεδο ελευθερίας λόγου, δημοκρατίας, ευμάρειας, κοινωνικής πρόνοιας κ.λπ. που ποτέ άλλοτε δεν έχει φθάσει καμία άλλη κοινωνία στην ιστορία του κόσμου, κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι το οικονομικό της σύστημα χωλαίνει. Κοίταξε, δηλαδή, προς την βάση του οικοδομήματός της και είδε ότι δεν υπήρχε στήριξη οικονομική για όλα αυτά τα ωραία πράγματα τα οποία κάνουν επίζηλο πράγμα το να είναι κανείς πολίτης της Ευρώπης. Και αρχίζει τώρα και καταλαβαίνει, πιεζόμενη από την αδήριτο ανάγκη, ότι θα πρέπει να προχωρήσει σε μια σταδιακή ένωση, η οποία να έχει όλα τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να υπήρχαν πριν γίνει η νομισματική ένωση, αλλά δυστυχώς δεν υπήρξαν μέχρι στιγμής.

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπό την πίεση της οικονομικής κρίσεως την οποία περνάμε αυτή την στιγμή, εξαιτίας της εξαφάνισης της ανταγωνιστικότητος της Ευρώπης, της ανάπτυξης της Κίνας σε οικονομική υπερδύναμη η οποία μαζί με το άλλο αντίβαρο, την στρατιωτική υπερδύναμη που είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι δύο μεγάλες χώρες έφτασαν περίπου να ελέγχουν τον κόσμο ή θα ελέγχουν τον κόσμο εντός ολίγου, η Ευρώπη αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι, αν δεν αντιδράσει, θα εξαφανιστεί και η ίδια. Ότι θα μείνει σαν ένας τόπος που θα τον επισκέπτονται τουρίστες από άλλα μέρη του κόσμου για να θαυμάζουν τον πολιτισμό των περασμένων γενεών.

Ήδη από πλευράς βιομηχανικού επιπέδου το οποίο στην Ευρώπη ήταν υψηλότατο για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει χάσει τόση πολύ ορμή που πλέον η Ευρώπη θεωρείται μια δευτερεύουσα βιομηχανική δύναμη. Η δε θεωρία ότι η Ευρώπη θα μπορέσει να επιβιώσει χάρη στο γεγονός ότι έχει υψηλότερο επίπεδο εκπαιδεύσεως και , άρα, αριθμού εφευρέσεων, καινοτομίας, κ.λπ., απεδείχθη ότι δεν είναι έτσι: Η Κίνα την ξεπερνάει αυτή την στιγμή και την ξεπερνάει, μάλιστα, με βήματα πολύ γοργά. Η Ινδία, από την πλευρά της, έχει το πλεονέκτημα της μάζας. Για παράδειγμα, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η πιο ανεπτυγμένη χημική βιομηχανία στον κόσμο βρίσκεται στην Ινδία. Δεν είναι πλέον στην Ευρώπη ή στην Αμερική. Αυτό το βλέπουμε σε πολλούς τομείς.
Επιπλέον, χάθηκε πια και η δυνατότητα της άνετης εκμετάλλευσης του Τρίτου Κόσμου. Ας μην ντρεπόμαστε για την χρήση του όρου «εκμετάλλευση»: χάρη στον Τρίτο Κόσμο φτάσαμε εμείς στο επίπεδο που φτάσαμε, να μην έχουμε καμιά ψευδαίσθηση, δεν έγινε δια θαύματος, καταπιέζαμε τον Τρίτο Κόσμο. Αρκεί μόνο να θυμηθεί κανείς την σχέση μεταξύ της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: πριν αρχίσει να εξομαλύνεται η κατάσταση, επτά φορές ανατιμήθηκαν τα βιομηχανικά προϊόντα, μία οι πρώτες ύλες. Είναι ευνόητο το τι επίπτωση είχε αυτό στο εισόδημα και στο επίπεδο ζωής των παραγωγών πρώτων υλών που κατά κανόνα βρίσκονται στον Τρίτο Κόσμο.

Όμως, όλα αυτά τελείωσαν πια. Φθάσαμε στο σημείο στο οποίο εξισορροπούνται τα πράγματα. Και μόνο οι μεγάλοι συνασπισμοί θα μπορέσουν να επιβιώσουν, ανταγωνιζόμενοι ο ένας με τον άλλον και εκμεταλλευόμενοι ο καθένας τις ιδιαιτερότητές του. Η Αμερική, την στρατιωτική δύναμη την οποία μεταφράζει σε οικονομική και κυρίως νομισματική κυριαρχία. Σκεφθείτε ότι τα περισσότερα σπίτια στην Ελλάδα έχουν σε κάποιο συρτάρι μερικά ξεχασμένα δολάρια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όλοι δανείζουμε ατόκως τις ΗΠΑ με κάποιο χρηματικό ποσό, μεγαλύτερο ή μικρότερο ο καθένας. Το ευρώ επιχείρησε να παίξει τον ίδιο ρόλο αλλά δυστυχώς ενεπλάκη στα μικροκομματικά της Ευρώπης και το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα ποτέ δεν κατάφερε να απογειωθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Καταλαβαίνει, λοιπόν, η Ευρώπη ότι υπό την πίεση του οικονομικού ανταγωνισμού θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποια μορφής πρόοδο στο θέμα της ομοσπονδοποίησης, στο πλαίσιο που περιέγραψα πριν, με τη Μεγάλη Βρετανία από τη μία άκρη και το Βέλγιο από την άλλη. Νομίζω ότι βαδίζουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί να πάρει πολλά χρόνια, μπορεί να πάει και πολύ πιο γρήγορα, αν η οικονομική πίεση ενταθεί και καταλάβουν οι ευρωπαίοι ότι αν δεν κάνουν κάτι σύντομα θα το πληρώσουν πολύ ακριβά.

Χαρακτηριστικό μιας τέτοιας βιασύνης είναι και το περιστατικό που έλαβε χώρα όταν δημιουργήθηκε η νομισματική ένωση στο Μάαστριχτ. Ο τότε Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν επέμενε να γίνει η νομισματική ένωση, έστω και αν προηγείτο της πολιτικής και οικονομικής ενώσεως. Δηλαδή, η ίδρυση της νομισματικής ένωσης ήταν πρωθύστερος αλλά δεν μπορούσε να γίνει και τίποτε άλλο, ήταν το μόνο που μπορούσε να προχωρήσει για να κρατηθεί η συνοχή της Ευρώπης. Απεφασίσθη, λοιπόν, να προχωρήσουμε στη νομισματική ένωση που λογικώς θα ήταν το τελευταίο βήμα που θα έπρεπε να γίνει. Σε μια από τις κρισιμότερες συνόδους ένας υπουργός μικρής χώρας σηκώθηκε και είπε προς τον Μιτεράν ότι εάν «προχωρήσουμε στη νομισματική ένωση με τα κριτήρια που έχουμε, μόνο το Λουξεμβούργο πληροί τις προϋποθέσεις». «Τότε», του απαντά ο Μιτεράν, «θα κάνουμε νομισματική ένωση μόνο με το Λουξεμβούργο». Αυτό το παράδειγμα δίνεται για να καταδειχθεί ότι κάποιες φορές μια πεποίθηση και η διαμόρφωση πολιτικής βάσει αυτής της πεποιθήσεως είναι τόσο δυνατή που ξεπερνάει και τα όρια της λογικής. Η νομισματική ένωση ήταν παράλογη, αλλά ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κρατήσει τότε την Ευρώπη ενωμένη και με προοπτική.
Ασφαλώς, τότε μπήκε και ο όρος ότι εντός διετίας θα προχωρήσουμε στην οικονομική ένωση και εντός τετραετίας η πολιτική ένωση θα είναι γεγονός. Πέρασαν 13 -14 χρόνια από τότε και δεν έγινε τίποτε, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αλλά και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει μια τάση να εξελίσσονται τα πράγματα αργά , μη μας τρομάζει αυτό ή μη μας εκπλήσσει. Πάντα έτσι γίνεται.
Εάν, λοιπόν, το ερώτημα είναι το ποια είναι η πορεία που πρέπει να ακολουθήσει μια χώρα σαν την δική μας, έχω την εντύπωση ότι ούσα η χώρα μας μικρή, περιθωριακή, χωρίς πρώτες ύλες, χωρίς βιομηχανία, με την οικονομία στηριζόμενη στον τριτογενή και ενδεχομένως στον καινούργιο τεταρτογενή τομέα (σ.σ.: η γνωστική βιομηχανία, η τεχνολογική έρευνα, ο σχεδιασμός, η εξέλιξη κ.λπ.) η λύσις για εμάς είναι να προχωρήσουμε προς αυτόν τον τομέα. Κι όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε και αρχίσουμε να παίζουμε ρόλο πρωταρχικό -για να αποκτήσουμε και πολιτική σημασία- τόσο καλύτερα θα είναι.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Αλλά στο μεταξύ, η Ελλάδα έχει να λύσει το ζήτημα του μνημονίου. Δεν θα μπω στην έννοια του μνημονίου γενικότερα, τα οποίο στη χώρα μας το έχουμε αναγάγει στο επίπεδο της θρησκείας. Το «πρώτο» μνημόνιο είναι αποτέλεσμα μιας εσπευσμένης διαπραγμάτευσης, η οποία ακολούθησε τον κλασικό τρόπο χειρισμού των διεθνών οργανισμών. Δηλαδή, βγάλε τη «ρετσέτα» και εφάρμοσέ την γενικώς. Επειδή έχω μια ιδέα του πώς δουλεύουν αυτοί οι οργανισμοί, η «συνταγή» είναι ίδια για εμάς και για τη Ζιμπάμπουε, όσο αστείο και αν φαίνεται. Υπάρχουν ορισμένες συνταγές που λένε τι πρέπει να γίνει ακριβώς και αυτές εφαρμόζονται από ανθρώπους που έχουν κατά κανόνα νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου. Είναι άνθρωποι επιπέδου, μορφωμένοι, με καλή σκέψη, ανθρωπιστές, αλλά σκέπτονται κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο ο οποίος έχει ένα πολύ έντονο μηχανιστικό στοιχείο. Αλλά, όπως έλεγε ο αείμνηστος πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν τον ερώτησε ο Σαλαζάρ «πώς τα κατάφερες και έκανες αυτή την μετάβαση από την δικτατορία στην δημοκρατία στην Ελλάδα», του απήντησε «δεν υπάρχει συνταγή».

Οι «ρετσέτες» είναι σπάνιο πράγμα. Πρέπει κανείς να προσαρμόζει τις καταστάσεις και τους κανόνες τους οποίους έχει στο περιβάλλον στο οποίο κινείται. Λοιπόν, το πρώτο μνημόνιο ήταν τελείως έξω από το ελληνικό πλαίσιο. Και είδαμε τα αποτελέσματα, φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Όταν είδαμε ότι στο πρώτο μνημόνιο προεβλέπετο πληθωρισμός 1,5% ενώ εκείνη την εποχή ήταν στο 5,5% έπρεπε να καταλάβουμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και να το μελετούσαμε περισσότερο.

Βεβαίως, το πρόβλημα με τους διεθνείς οργανισμούς είναι ότι άπαξ και παίρνουν μια θέση, είναι πολύ δύσκολο γι αυτούς να τις αλλάξουν, για λόγους αρχής, για λόγους πρεστίζ, κ.λπ.

Αλλά και στην Ελλάδα, δυστυχώς, αντί τα μνημόνια να αποτελέσουν αντικείμενο ψυχρής και σωστής αντιμετωπίσεως έγιναν αντικείμενο συναισθηματικής αντιδράσεως και όχι πολλής σκέψεως. Ο τρόπος με τον οποίον έγιναν οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν ο ιδεώδης και τούτο ισχύει και για τις δυο πλευρές. Νομίζω ότι οι βάσεις τις οποίες περιλαμβάνει το μνημόνιο στα δύο τμήματά του, γιατί αποτελείται από δύο τελείως χωριστά κομμάτια, το ένα είναι το δημοσιονομικό με τα οικονομικά θέματα και το άλλο είναι το θεσμικό, συνδέθηκαν ενώ είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Διότι δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένας λογικός άνθρωπος, στον φιλελεύθερο χώρο τουλάχιστον, ο οποίος να νομίζει ότι αυτά που περιλαμβάνονται ως αρχές στο θεσμικό μέρος είναι μη εφαρμόσιμα ή πράγματα τα οποία δεν πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς με σοβαρότητα ακόμα και στο πλαίσιο των ελληνικών δυνατοτήτων.

Εγώ νομίζω ότι το κύριο σημείο που δημιούργησε την αντίδραση στα μνημόνια και στην έννοια μνημόνιο είναι ακριβώς αυτό: ότι αγνοήθηκαν οι ελληνικές δυνατότητες και οι ελληνικές καταστάσεις, οι οποίες έπρεπε να ληφθούν υπόψη, όπως πρέπει να γίνεται κάθε φορά που διαμορφώνεται ένα πλαίσιο το οποίο θα εφαρμοστεί σε μια χώρα.
Για το δημοσιονομικό κομμάτι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί, πράγματι, υπάρχει μια βασική αρχή η οποία διέπει το μνημόνιο, ότι δεν μπορεί η χώρα να εξακολουθεί να κινείται, να ζει και να υπάρχει με βάση τα δανεικά. Δεν γίνεται να διαμορφώσουμε ένα επίπεδο ζωής που είναι πάνω από τις δικές μας δυνατότητες, ούτε μπορούμε να το εξυπηρετήσουμε. Κανένας δεν είναι διατεθειμένος να επιδοτεί εμάς. Το ότι συνέβαινε αυτό, έφερε ως αποτέλεσμα την κακή αντιμετώπιση της χώρας μας από τους λαούς της Ευρώπης. Όταν οι Λετονοί, για παράδειγμα, δημιουργούν τεράστιο πρόβλημα λέγοντας ότι «μας ζητείται να χρηματοδοτήσουμε την Ελλάδα που είχε ένα επίπεδο διαβίωσης δύο φορές πιο ψηλό από το δικό μας, το οποίο έχουμε κοπιάσει για να πετύχουμε, ώστε να το κρατήσει εκεί που ήταν. Γιατί να το κάνουμε;» Και το ίδιο ερώτημα, σε άλλους παίρνει την μορφή του παραπόνου, όπως στη Λετονία, και σε άλλους παίρνει την μορφή της δυναμικής αντιδράσεως, όπως στη Γερμανία: το 84% του γερμανικού πληθυσμού θέλει την Ελλάδα έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει, λοιπόν, να προσέχουμε σχετικά με τις συζητήσεις μας για τα μνημόνια, να έχουμε μια λογική αντιμετώπιση, να αποφασίζουμε τι είναι καλό για εμάς και τι δεν είναι, και αυτό να εφαρμόζουμε.
Προσωπικά, είμαι αντιμνημονιακός στο θέμα της γενικής εφαρμογής. Όταν λένε ότι όπου πήγε το ΔΝΤ είχε σαν αποτέλεσμα μια λαϊκή εξέγερση, υπάρχει ένα στοιχείο αληθείας σε αυτό. Θυμάμαι την περίπτωση της Αιγύπτου, όταν η αποστολή του ΔΝΤ αποφάσισε ότι η πίτα που αποτελεί το βασικό φαγητό των Αιγυπτίων και το οποίο επιδοτείτο από την κυβέρνηση θα έπρεπε να ανατιμηθεί περίπου στο διπλάσιο: ο κόσμος κατέβηκε στους δρόμους. Δεν πρέπει να γίνονται, λοιπόν, τέτοια πράγματα. Το κάθε πρόγραμμα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της εκάστοτε χώρας. Και εδώ ακριβώς είναι η αδυναμία του μνημονίου που έφερε όλες αυτές τις αντιδράσεις και αποτέλεσε -με τη σχετική υπερβολή- αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, άδικης σε πολλές περιπτώσεις, γιατί έχει πολλά σημεία που είναι καλά για την χώρα και τα οποία μακάρι να τα είχαμε εφαρμόσει εδώ και πολύ καιρό.
Πάντα, όμως, πρέπει να θυμόμαστε όχι μόνο το βασικό λάθος του μνημονίου, ότι δηλαδή είναι μονομερές, αλλά και την βασική αρχή του, που κατ’ εμέ είναι ότι αντιμετωπίζει την συνήθεια μιας χώρας να στηρίζεται σε ελεημοσύνες επ’ άπειρον. Αυτό δεν γίνεται πλέον αποδεκτό.

Πάντως, πρέπει να έχουμε και κάτι άλλο υπ’ όψιν. Το «κούρεμα» το οποίο έγινε στα ελληνικά ομόλογα, σε ποσοστό 40% αφορά ομόλογα που κατείχαν ελληνικοί οργανισμοί και έλληνες ιδιώτες. Άρα δεν μας το χάρισαν, 40% του κουρέματος ήταν ελληνικό, δηλαδή κατά μια έννοια φορολογήσαμε τους εαυτούς μας. Φυσικά, δεν μπορούμε να δανειζόμαστε και να «κουρεύουμε» επ’ άπειρον. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στα δάνεια που τακτοποίησε ο μακαρίτης Νίκος Γαζής το 1964, το τελευταίο δάνειο ήταν το δάνειο του 1827 για την αγορά τεσσάρων φρεγατών, εκ των οποίων παραλάβαμε μόνο μια και την κάψαμε μόνοι μας στον ναύσταθμο. Κατά συνέπεια, η διεθνής οικονομική κοινότης δεν ξεχνάει. Και ήμασταν εκτός αγορών μέχρι τότε. Κι ένας από τους λόγους που είχαμε τόσο καλή εικόνα από πλευράς εξωτερικού χρέους, γιατί το χρέος ήταν πολύ χαμηλό μέχρις ότου ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας ο Ανδρέας Παπανδρέου και είχαμε από τις καλύτερες οικονομίες του κόσμου, δεν οφειλόταν τόσο στις δικές μας προσπάθειες όσο ότι ήμασταν εκτός αγορών για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν προφτάσαμε να δανειστούμε.

Αυτό, λοιπόν, που κάνει το μνημόνιο, είναι να δημιουργεί ένα πλαίσιο το οποίο εναπόκειται σε εμάς να το εφαρμόσουμε σωστά και γι’ αυτό η αναδιαπραγμάτευση είναι το πιο σωστό θέμα. Φτιάξαμε κάτι, το δοκιμάσαμε, είδαμε ότι έχει προβλήματα, πρέπει να το εξετάσουμε ξανά ώστε να είναι και κοινωνικά πιο ανεκτό, να είναι εφαρμόσιμο και να καλύπτει και τον τομέα της πραγματικής οικονομίας. Μια επίμονη, αυστηρή εφαρμογή του μνημονίου θα έχει σαν αποτέλεσμα τον «φαύλο οικονομικό κύκλο», το «αρνητικό σπιράλ» στη γλώσσα των οικονομολόγων.

ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ;

Αλλά θα πρότασσα ένα στοιχείο το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό. Σε περίπτωση επαναδιαπραγμάτευσης ή όπου υπάρχουν περιθώρια πρωτοβουλιών θα ήμουν πολύ συγκεκριμένος για ορισμένους τομείς αμέσου αποδόσεως. Έτσι όπως έχει αποσυντεθεί η οικονομία μας, της οποίας πλέον η παραγωγή δεν αποτελεί σοβαρό παράγοντα αναπτύξεως (αλλά, ποια ανάπτυξη; Η ανάπτυξη έχει μετακομίσει στην Κίνα ως γνωστόν, έχει φύγει από την Ευρώπη. Όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από άλλες χώρες), το ζήτημα πλέον είναι να επανεκκινήσουμε την οικονομία. Η ελληνική οικονομία έχει σταματήσει να λειτουργεί και γι’ αυτό όλες αυτές οι συζητήσεις περί υποτιμήσεως, περί δραχμής κ.λπ. είναι κατά βάσιν ανοησίες. Δεν επωφελείται από μια υποτίμηση, οιασδήποτε μορφής, μια χώρα η οποία δεν έχει παραγωγή. Μη ξεχνάμε και το γεγονός ότι όποτε έγινε υποτίμηση στην Ελλάδα ήταν αποτυχημένη. Διότι έχουμε μια οριζόντια, επιφανειακή οικονομία, με γρήγορες αντιδράσεις, χωρίς βάθος. Στις οικονομίες που είναι κάθετα οργανωμένες μια επίδραση σε κάποιο χαμηλό επίπεδο για να βγει στην επιφάνεια θέλει δύο χρόνια. Οπότε αυτές οι οικονομίες επωφελούνται από τις επιπτώσεις μιας υποτιμήσεως. Εμείς, την άλλη μέρα το πρωί στις εννέα παρά τέταρτο, έχουμε προσαρμόσει τις τιμές προς τα πάνω και στρογγυλοποιημένες. Κάθε φορά. Όλα, λοιπόν, τα πλεονεκτήματα πάνε χαμένα, δεν μένει κανένα. Η υποτίμηση του νομίσματος στην Ελλάδα είναι απλώς ένας τρόπος να προσαρμόζονται οι αποτυχίες της οικονομικής πολιτικής χωρίς να εκτίθενται πάρα πολύ. Γι’ αυτό έχω την εντύπωση ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε λελογισμένες κινήσεις τώρα που η γενική γραμμή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αλλάζει προς την πραγματική οικονομία, και εκεί να γαντζωθούμε και εμείς, όπως το κάνουμε πάντα πάνω στην γενική πολιτική, και να επωφεληθούμε από τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Έτσι, λοιπόν, για μένα το κύριο στοιχείο πλέον θα πρέπει να είναι η αμεσότης των επιδιώξεών μας. Έχουμε ανάγκη από άμεση δράση σε ορισμένους τομείς που να έχουν γρήγορα αποτελέσματα γιατί αλλιώς θα εξακολουθήσει αυτός ο κύκλος του εκφυλισμού της οικονομίας μας και θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να βγούμε από αυτόν.

Θα πρέπει, λοιπόν, εμείς να διαλέξουμε ορισμένους τομείς που θα έχουν άμεσα αποτελέσματα κι αυτοί είναι εμφανείς, τους ξέρουμε όλοι. Αν επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στον τουρισμό με έναν δημιουργικό τρόπο, θα έχουμε άμεσα αποτελέσματα. Ας επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στη ναυτιλία, δεν είναι κάτι καινούργιο. Τουρισμός και ναυτιλία, όμως, είναι τομείς στους οποίους μπορούμε να έχουμε άμεση απόδοση, και η οικονομία μας χρειάζεται άμεση απόδοση. Αν καθόμαστε και περιμένουμε με σχέδια μεγαλεπήβολα, τα οποία θα έχουν απόδοση σε πέντε και έξι χρόνια, δεν θα έχουμε πολύ καλή εξέλιξη. Πρέπει, λοιπόν, να επικεντρωθούμε σε άμεσης απόδοσης θέματα.

Για τη ναυτιλία, κάποιος άλλος έξυπνος είπε ότι θα φορολογήσει τους εφοπλιστές κ.λπ, κ.λπ. και αμέσως «πάγωσαν» όλοι οι εφοπλιστές. Εγώ δεν ξέρω κανέναν εφοπλιστή που να μην έχει στο μυαλό του ως «plan B» να εγκατασταθεί κάπου αλλού. Αυτό που κάποιοι δεν έχουν καταλάβει είναι ότι το εφοπλιστικό γραφείο είναι αυτό που συντελεί στην δημιουργία θέσεων εργασίας και στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, δεν είναι πια οι ναυτεργάτες. Ναυτεργάτες πλέον δεν έχουμε (όπως και αξιωματικούς του εμπορικού ναυτικού αρχίζουμε να μην έχουμε αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα). Σύμφωνα με ασφαλείς υπολογισμούς, ένας υπάλληλος εφοπλιστικού γραφείου από πλευράς παραγωγής εγχώριου πλούτου ισοδυναμεί με πέντε ναυτεργάτες. Εκεί είναι το μέλλον μας. Η Αγγλία, για παράδειγμα, δεν έχει πλέον εμπορικό στόλο. Έχει όμως τεράστια έσοδα από τους μηχανικούς, τους ασφαλιστές, τους τραπεζίτες, τους ναυλωτές, όλους τους παράγοντες που πηγαίνουν μαζί με τη ναυτιλία. Έχουν μαζευτεί στην Αγγλία και αρχίζουν να εξελίσσονται και στον Πειραιά, ώσπου έγιναν αυτές οι πρόσφατες ανεύθυνες δηλώσεις και όλος ο ναυτιλιακός κόσμος ετοιμάζεται να φύγει. Αυτό, θα πρέπει να λυθεί αμέσως και με τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και ελκυστικό. Δεν μπορούμε να χάσουμε ένα στοιχείο πλουτοπαραγωγό, από τα λίγα που μας έχουν μείνει. Και υπάρχουν κι άλλα στοιχεία αμέσου αποδόσεως που μπορούμε να ερευνήσουμε και να εφαρμόσουμε τάχιστα.

Ωστόσο, το κυριότερο ζήτημα είναι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας και του ονόματος της χώρας. Μια μέρα μέτρησα στους Financial Times 12 άρθρα περί Ελλάδος, όλα δε επιτιμητικά. Αυτό αποτελεί ντροπή. Πρέπει, λοιπόν, να αποκατασταθεί η αξιοπιστία μας. Ο, τι άλλο και να κάνουμε, αν δεν ακολουθήσουμε πραγματικά μια αξιόπιστη πολιτική η οποία να έχει αποδείξεις εφαρμογής και εφαρμοσιμότητος αμέσως, τότε θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση. Και νομίζω ότι και σε αυτόν τον τομέα η κεντροδεξιά, η οποία ιστορικά σήκωνε στη ράχη της όλη την Ελλάδα, ήταν η παράταξη που κατά κάποιο τρόπο συγκέντρωνε και οργάνωνε την χώρα και εν συνεχεία υπέφερε τους ενθουσιασμούς διαφόρων άλλων οι οποίοι είχαν κάπως πιο μειωμένο το συναίσθημα της ευθύνης. Η κεντροδεξιά το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει, με μια συμπεριφορά που να είναι διεθνώς αποδεκτή και επαινετή, είναι να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας. Χωρίς αυτό τίποτα δεν θα προχωρήσει και, νομίζω, ότι αυτό είναι το στοιχείο που θα πρέπει όλοι να θυμόμαστε από τη στιγμή που η νέα κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ανορθώσει την χώρα.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr