Ποιες διεξόδους έχει πλέον η Κύπρος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιες διεξόδους έχει πλέον η Κύπρος

Ο τραγικός τρόπος διαχείρισης μιας κρίσης

Τα αποτελέσματα αυτής της τραγικής εκ μέρους όλων των πλευρών διαχείρισης της κρίσης, που άρχισε με τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 15/16 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε στη συνεδρίασή του στις 24/25 με την υιοθέτηση σκληρότερων μέτρων, είναι γνωστά, χωρίς ωστόσο να εξηγηθεί το τι άλλαξε μόλις σε μια εβδομάδα ώστε τα μέτρα να γίνουν πιο επώδυνα. Το θέμα είναι, βέβαια, το τι θα συμβεί από εδώ και πέρα, ιδιαίτερα στο διεθνές πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Είναι βέβαιο ότι, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και την τεράστια οικονομική ζημία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αντιμετώπιση των μεγάλων πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων που βιώνει θα είναι πιο δύσκολη, υπό την έννοια ότι το κύρος της έχει πληγεί, η διαπραγματευτική της ικανότητα έχει μειωθεί και οι σχετικής αξίας συντελεστές ισχύος της έχουν αποδεκατισθεί. Στο Κυπριακό Ζήτημα αναμένεται να δούμε ακόμη μεγαλύτερη αδιαλλαξία εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων, ενώ η κυπριακή πλευρά θα είναι διαπραγματευτικά πιο ευάλωτη στην όποια διεθνή πρωτοβουλία αναληφθεί. Μένει, επίσης, να δούμε ποια θα είναι πλέον η στάση της ΕΕ στο Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά την κρίση στην οποία ήδη έχουν περιέλθει οι σχέσεις μεταξύ αυτής και της Κύπρου.

Στο ζήτημα των ενεργειακών πόρων είναι βέβαιο πως η Τουρκία θα επιχειρήσει – με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αυτή τη φορά – να καθυστερήσει την εκμετάλλευσή τους προωθώντας το μέχρι τώρα γνωστό επιχείρημά της ότι δικαίωμα στους πόρους και στην εκμετάλλευσή τους έχουν και οι Τουρκοκύπριοι. Μάλιστα, μετά την κρίση και μετά το πρώτο λιώσιμο των πάγων στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ χάρη στην απολογία Νετανιάχου για την υπόθεση του Μαβί Μαρμαρά, θα πρέπει να παρακολουθήσουμε και την εφεξής στάση του Ισραήλ στα θέματα των πόρων της Μεσογείου. Σε κάθε περίπτωση, δεν αναμένεται από πλευράς Ισραήλ να παρουσιασθεί η ίδια με το παρελθόν προνομιακή μονομέρεια στις σχέσεις του με την Τουρκία. Πολύ περισσότερο όταν το Ισραήλ γνωρίζει την οπορτουνιστική συμπεριφορά της Τουρκίας στον Αραβικό κόσμο, αλλά και τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα που μπορεί να του παράσχει η Κύπρος έναντι της Τουρκίας.

Βεβαίως, η οικονομική κρίση δεν θα μειώσει το ενδιαφέρον των πετρελαϊκών εταιρειών για τους θαλάσσιους πόρους. Εντούτοις, είναι προφανές ότι σε κατάσταση ύφεσης τα ποσά που θα αποκομίσει η Κύπρος δεν θα είναι τα ίδια με εκείνα που θα απεκόμιζε υπό διαφορετικές συνθήκες. Αναμένεται, επίσης, ότι η υλοποίηση της όποιας συμφωνίας με άλλα κράτη, όπως η ηλεκτρική σύνδεση Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας με υποβρύχιο καλώδιο, θα καθυστερήσει λόγω του περιορισμού των κεφαλαίων.

Στο τραπέζι, ασφαλώς θα τεθούν και οι σχέσεις της Κύπρου με την ευρωζώνη, αλλά και με την ίδια την ΕΕ. Οι πολίτες της Κύπρου, όπως και της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και σύντομα και της Γαλλίας παρακολουθούν να διαμορφώνεται στον οικονομικό, και εξ αυτού και στον πολιτικό τομέα, μια ΕΕ με την οποία είναι δυσαρεστημένοι. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα αν και κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία, με βάση την σχεδόν καθολική δυσαρέσκεια και σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές σχέσεις της με το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρεθεί σύντομα στην εντός της ΕΕ ομάδα κρατών του ευρωσκεπτικισμού. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Κύπρος αναζήτησε λύση εκτός πλαισίου της ΕΕ, μια τέτοια εξέλιξη είναι πιθανή, ανεξαρτήτως των δεσμεύσεων που τυχόν αναπτυχθούν λόγω της δανειακής σύμβασης.

Τέλος, όπως προβλέπει η θεωρία, οι κρίσεις έχουν ως αποτέλεσμα να αποσαφηνίζουν καταστάσεις. Το πρώτο που αποκαλύφθηκε είναι η πραγματικότητα για τις σχέσεις Κύπρου και Ρωσίας και τον ρόλο της τελευταίας, για τον οποίο άλλωστε οι προσδοκίες μερίδων του Ελληνισμού έχουν κατ’ επανάληψη διαψευσθεί. Για μια ακόμη φορά, όπως το 1974, η Ρωσία δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων, θέτοντας τέλος στον όποιο αφελή πολιτικό σχεδιασμό που ήθελε τη Ρωσία «προστάτη» της Κύπρου, ενώ διαψεύσθηκαν οι φήμες περί του μεγάλου ενδιαφέροντός της για τους ενεργειακούς πόρους της Μεσογείου.

Το δεύτερο που διευκρινίσθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας πλέον, είναι η πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας και των κρατών του βορρά εντός της ΕΕ. Η Γαλλία – ένα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και πρώτη πολιτική και στρατιωτική δύναμη εντός της ΕΕ μέχρι πρόσφατα – παρέμεινε στο περιθώριο και σύρθηκε στην πολιτική της Γερμανίας. Το δε Ηνωμένο Βασίλειο, ως μη συμμετέχον στην ευρωζώνη, κράτησε αποστάσεις, σχολιάζοντας ωστόσο αρνητικά την επίθεση στις καταθέσεις που αποφάσισε το Eurogroup.

Το τρίτο και ίσως σημαντικότερο στοιχείο που καταγράφηκε στην περίοδο της κρίσης είναι η σχετική σιωπή των ΗΠΑ. Ίσως να πρόκειται για μια πολιτική μη ανάμειξης σε μια εσωτερική υπόθεση της ΕΕ, στην οποία διαβιβάσθηκε η δυσαρέσκεια για τη φορολόγηση των καταθέσεων κάτω των εκατό χιλιάδων ευρώ και της ζητήθηκε να σταθεροποιήσει την τραπεζική αγορά της. Ίσως να πρόκειται και για αναμονή τής ένταξης προοδευτικά της Κύπρου στις νατοϊκές δομές (Partnership for Peace), σύμφωνα και με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του προέδρου Αναστασιάδη, γεγονός που θα έκλεινε διά παντός το ζήτημα του ανταγωνισμού των επιρροών στο συγκεκριμένο, στρατηγικά σημαντικότατο σημείο για τη Μέση Ανατολή. Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις, και ειδικά αυτές σε σχέση με τη Συρία, το Ισραήλ και το Ιράν, θα δώσουν σύντομα τις απαντήσεις ως προς τη συμπεριφορά της υπερδύναμης.