Αναχαιτίζοντας την Ρωσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αναχαιτίζοντας την Ρωσία

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Πριν από 61 χρόνια, ένα τηλεγράφημα έφθασε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από την αμερικανική πρεσβεία στη Μόσχα. Ο σκοπός του ήταν να εξετάσει τις πηγές τής συμπεριφοράς των ανδρών που κυβερνούσαν στο Κρεμλίνο. Ο αντίκτυπός του ήταν άμεσος. Το «Μεγάλο Τηλεγράφημα» («Long Telegram»), γραμμένο από έναν νεαρό διπλωμάτη που ονομαζόταν George Kennan, έγινε η βάση για την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Σοβιετική Ένωση για τον επόμενο μισό αιώνα.

Παρά το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, η Δύση και πάλι ψάχνει να καταλάβει τι είναι αυτό που παρακινεί τους ηγέτες στο Κρεμλίνο. Πολλοί πιστεύουν ότι οι αρχές που στηρίζουν την πολιτική τής «ανάσχεσης» του Kennan εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα - και βλέπουν ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο προ των πυλών, αυτή την φορά απέναντι στην επανακάμπτουσα Ρωσία τού Βλαντιμίρ Πούτιν.

Δεν πιστεύω ότι ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος είναι σε εξέλιξη ή κάτι αντίστοιχο. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η Ρωσία πράγματι μεταμορφώθηκε από τότε που ο Πούτιν έγινε πρόεδρος το 2000, το πρόβλημα της θέσης τής Ρωσίας στις διπλωματικές και οικονομικές δομές τού κόσμου (ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις αγορές ενέργειας) θέτει βαθιά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά είναι ακόμη πιο αγωνιώδη επειδή η Ρωσία συνήθως κρίνεται με βάση εικασίες σχετικά με τις προθέσεις της και όχι με βάση τις ενέργειές της.

Στον απόηχο της κατάρρευσης του κομμουνισμού, θεωρήθηκε ότι οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες τής Ρωσίας είχαν εξαφανιστεί - και ότι η εξωτερική πολιτική απέναντι στην Ρωσία θα μπορούσε να διεξαχθεί ως εάν οι προηγούμενες διπλωματικές εκτιμήσεις δεν ισχύουν πιά. Ωστόσο, θα πρέπει να ισχύουν, γιατί η Ρωσία διασχίζει την γεωπολιτική καρδιά τού κόσμου και είναι κληρονόμος μιας ανελέητης αυτοκρατορικής παράδοσης. Η ενθάρρυνση των οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων – το προτιμώμενο μέσο τής Δύσης για την δέσμευση της Ρωσίας μετά το τέλος τού κομμουνισμού - είναι φυσικά ένα σημαντικό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει μια σοβαρή προσπάθεια για την αντιμετώπιση του μακροχρόνιου επεκτατισμού τής Ρωσίας και της σημερινής επιθυμίας της να ανακτήσει το καθεστώς τής μεγάλης δύναμης σε βάρος των γειτόνων της.

Ο ΡΩΣΟΣ ΙΑΝΟΣ

Χάρη στις υψηλές τιμές ενέργειας, οι χαοτικές συνθήκες που επικράτησαν σε όλη την Ρωσία στις αρχές τού 1990 έχουν δώσει την θέση τους σε αρκετά χρόνια ετήσιας οικονομικής ανάπτυξης περί το 6,5% και μια οικονομία τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Το βιοτικό επίπεδο έχει βελτιωθεί (παρ’ όλο που το προσδόκιμο ζωής δεν ακολούθησε), η μεσαία τάξη αυξάνεται και αποκτά όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και η χρηματιστηριακή αγορά ανθεί. Η Ρωσία διαθέτει τα τρίτα μεγαλύτερα αποθέματα σε σκληρό νόμισμα στον κόσμο, και διαθέτει ένα τεράστιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και εξοφλεί τα τελευταία από τα χρέη που συσσώρευσε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990. Το ρούβλι έχει γίνει πλήρως μετατρέψιμο και μπορεί ακόμη και να υποτιμάται. Η ένταξη της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) δελεάζει. Οι απλοί Ρώσοι είναι ευγνώμονες στον Πούτιν για την σταθερότητα της χώρας και την οικονομική ανάπτυξη, και είναι περήφανοι για το ότι η Ρωσία φαίνεται να υπολογίζεται όταν συζητούνται τα μεγάλα παγκόσμια ζητήματα. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η δημοτικότητα του Πούτιν είναι περίπου στο 70% - ένα διαρκές επίτευγμα που θα ζήλευε κάθε πολιτικός.

Ωστόσο, για κάθε βήμα προς τα εμπρός που έκανε η Ρωσία κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας τού Πούτιν, έχει κάνει κι ένα βήμα προς τα πίσω. Ο μεγαλύτερος κρατικός έλεγχος της οικονομίας - ιδιαίτερα στον κλάδο τής ενέργειας, όπου, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το μερίδιο του κράτους στην παραγωγή πετρελαίου διπλασιάστηκε μέσα σε τρία χρόνια - έχει εκθρέψει την διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα. Η σοβαρή αντιπολίτευση έχει φιμωθεί. Οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν κλείσει ή έχουν αναληφθεί από την κυβέρνηση και τους συμμάχους της. Άνθρωποι του Κρεμλίνου έχουν αντικαταστήσει εκλεγμένους περιφερειακούς κυβερνήτες, και το κοινοβούλιο της Ρωσίας, η Δούμα, έχει αποδυναμωθεί στο πλαίσιο των προσπαθειών τού Κρεμλίνου να μονοπωλεί το σύνολο της κρατικής εξουσίας.

Η εξωτερική πολιτική τής Ρωσίας υπήρξε εξίσου ανησυχητική. Η Μόσχα έχει δώσει στο Ιράν διπλωματική προστασία για τις πυρηνικές φιλοδοξίες του, και οι πωλήσεις ρωσικών όπλων γίνονται αδιακρίτως. Το Κρεμλίνο παρενοχλεί συστηματικά τις γειτονικές χώρες. Πρώην σοβιετικές χώρες, όπως η Γεωργία, αντιμετώπισαν περίπου οικονομικό στραγγαλισμό. Τον Φεβρουάριο, ο Πούτιν μίλησε υπέρ τής δημιουργίας ενός «ΟΠΕΚ φυσικού αερίου».

Τίποτα από αυτά δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς ο στόχος τού Πούτιν ήταν αναλλοίωτος από την αρχή τής προεδρίας του: η αποκατάσταση του ρωσικού μεγαλείου. Σε αντίθεση με τον Μπόρις Γιέλτσιν, ο οποίος αποδεχόταν την διαφωνία ως απαραίτητο μέρος τής δημοκρατικής πολιτικής διαδικασίας - ήταν, στο κάτω-κάτω, η διαφωνία του προς την εξουσία τού Μιχαήλ Γκορμπατσόφ που τον έκανε να κερδίσει την προεδρία τής Ρωσίας – ο Πούτιν προσδιόρισε από την αρχή τον περιορισμό τής πολιτικής αντιπολίτευσης ως σημαντικό βήμα προς την αναζωογόνηση της κεντρικής εξουσίας. Ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι τής Yukos Oil, για παράδειγμα, μπήκε στην φυλακή επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει την εξουσία τού Κρεμλίνου και ίσως επειδή είχε την φιλοδοξία να διαδεχθεί τον Πούτιν. Η τάξη, η εξουσία (συμπεριλαμβανομένης της δύναμης να διανείμει τα λάφυρα του πλούτου των φυσικών πόρων τής Ρωσίας), καθώς και η αναθέρμανση της διεθνούς επιρροής τής Ρωσίας, και όχι η δημοκρατία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι αυτά που έχουν σημασία στο σημερινό Κρεμλίνο.

Το υπόβαθρο των ανθρώπων που απαρτίζουν την κυβέρνηση Πούτιν έχει κάτι να κάνει με αυτόν τον προσανατολισμό. Μια μελέτη για τις 1.016 ηγετικές φυσιογνωμίες στο καθεστώς Πούτιν – των επικεφαλής των τμημάτων τής διοίκησης του προέδρου, των μελών τού υπουργικού συμβουλίου, των βουλευτών, των επικεφαλής ομοσπονδιακών μονάδων και των επικεφαλής τής περιφερειακής εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας – που έγινε από την Olga Kryshtanovskaya, διευθύντρια του Κέντρου τής Μόσχας για την μελέτη των ελίτ, διαπίστωσε ότι το 26% από αυτούς σε κάποια στιγμή υπηρέτησαν στην KGB ή σε κάποια από τις υπηρεσίες που την διαδέχθηκαν. Η Kryshtanovskaya υποστηρίζει ότι μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτά τα βιογραφικά – η εξέταση των κενών στα βιογραφικά, στα περίεργα μονοπάτια σταδιοδρομίας, ή στη υπηρεσία σε θυγατρικές τής KGB - δείχνει ότι το 78% από τους κορυφαίους ανθρώπους στο καθεστώς Πούτιν μπορεί να θεωρηθούν πρώην KGBίτες. (Η σημασία των ευρημάτων αυτών δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί: η πρώην μέλη τής μυστικής αστυνομίας μπορεί να καταλαμβάνουν πολλά από τα υψηλότερα αξιώματα της Ρωσίας, αλλά η Ρωσία δεν είναι ένα αστυνομικό κράτος).

Παρά την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, τα εσωτερικά προβλήματα της Ρωσίας είναι φοβερά. Σε μακροπρόθεσμη βάση, οι συστημικές αδυναμίες τής χώρας μπορεί να αποδειχθούν πιο ενοχλητικές για τον κόσμο από όσο η αναβίωση της ισχύος της. Ο αλκοολισμός και η κατάρρευση του συστήματος υγείας τροφοδότησε μια δημογραφική καταστροφή: ο πληθυσμός συρρικνώθηκε κατά 700.000 άτομα ετησίως στα τελευταία οκτώ χρόνια, παρά το γεγονός ότι η επιδημία του ιού HIV/AIDS στην χώρα δεν έχει ακόμη κορυφωθεί. Το προσδόκιμο ζωής των ανδρών είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο. Οι περισσότεροι δημογράφοι αναμένουν ότι ο πληθυσμός τής Ρωσίας θα συρρικνωθεί ακόμη πιο δραματικά, ίσως κάτω από τα 100 εκατομμύρια ανθρώπους περί τα μέσα του εικοστού πρώτου αιώνα.

Η ισχυρή ανάπτυξη της Ρωσίας, εξάλλου, είναι επισφαλής, διότι βασίζεται στις υψηλές τιμές του πετρελαίου, γεγονός που φαίνεται απίθανο να διαρκέσει, και στην αυξημένη παραγωγή, η οποία προφανώς δεν μπορεί να διατηρηθεί, λόγω κατάφωρα ανεπαρκών επενδύσεων. Οι φυσικοί πόροι, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι μια μικτή ευλογία για την Ρωσία, όπως ακριβώς είναι και για άλλες χώρες. Οι υψηλές τιμές τής ενέργειας και των εξαγωγών πρώτων υλών επέτρεψαν στην Ρωσία να αναδειχθεί ως η δέκατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Οι εξαγωγές ενέργειας χρηματοδοτούν περίπου το 30% του προϋπολογισμού τού Κρεμλίνου. Αλλά, ο αριθμός αυτός βασίζεται στην υπόθεση ότι το πετρέλαιο θα παραμείνει στα 61 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ έχει ήδη πέσει χαμηλότερα. Εκτός από την ενέργεια, οι ρωσικές βιομηχανικές εξαγωγές συνίστανται κυρίως σε εξοπλισμούς, με τα προηγμένα αεροσκάφη να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ των πωλήσεων. Αυτή η έλλειψη οικονομικής διαφοροποίησης αφήνει την Ρωσία ευάλωτη σε οποιαδήποτε κάμψη των διεθνών τιμών τού πετρελαίου και των πρώτων υλών.

Η κοινωνική ανισότητα είναι τεράστια και αυξάνεται. Η διαφθορά, όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, είναι πολύ υψηλότερη σήμερα από ότι ήταν υπό τον Γιέλτσιν. Η κρατική παρέμβαση στην λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων είναι στο υψηλότερο επίπεδο από τότε που κατέρρευσε ο κομμουνισμός. Επιπλέον, χωρίς κράτος δικαίου, η σημερινή αυξανόμενη μεσαία τάξη δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει την εμπιστοσύνη που χρειάζεται για να διατηρήσει μια σύγχρονη οικονομία. Εν τω μεταξύ, η εξέγερση στην Τσετσενία έχει αντιμετωπιστεί από τους τοπικούς ισχυρούς άνδρες τού Κρεμλίνου, των οποίων τα τσιράκια ανοιχτά τρομοκρατούν, απαγάγουν και σκοτώνουν τους αντιπάλους τους. Ο Βόρειος Καύκασος είναι μια πυριτιδαποθήκη. Ο ρωσικός στρατός είναι γεμάτος από δωροδοκίες, με τους αξιωματικούς να πωλούν τους κληρωτούς σαν να είναι δούλοι. Και επικίνδυνες νέες μορφές φυματίωσης - καθώς και Ισλαμικού εξτρεμισμού μεταξύ του 17% του ρωσικού πληθυσμού που είναι μουσουλμάνοι - επωάζονται εξαιτίας τής αμέλειας.

Καθ’ όλη την δεκαετία τού 1990, ήταν της μόδας να παρομοιάζεται η Ρωσία με την Γερμανία τής Βαϊμάρης - ένα έθνος ταπεινωμένο και συγκλονισμένο μέχρι τον πυρήνα του από την κατάθλιψη και τον υπερπληθωρισμό, το οποίο θα μπορούσε να παρασυρθεί από κάποιον απερίσκεπτο εθνικιστή. Αλλά η ηττημένη Γερμανία τού 1920 ήταν ήδη ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος, και το ναζιστικό καθεστώς κατέστη δυνατό μόνο επειδή μπορούσε να εκμεταλλευτεί τους μοχλούς ενός τέτοιου κράτους. Αυτές οι συνθήκες δεν υπήρχαν στην Ρωσία τού Γιέλτσιν. Η διαφθορά και το κυβερνητικό χάος σήμαιναν ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσαν να αποτελέσει οποιοδήποτε είδος σοβαρής στρατηγικής πρόκλησης. Αλλά, η σημερινή ανάκαμψη με βάση το πετρέλαιο και η πιο πειθαρχημένη διακυβέρνηση που επέβαλε ο Πούτιν μπορεί να επιτρέψουν στη Ρωσία να γίνει ακριβώς μια τέτοια πρόκληση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις παγκόσμιες προμήθειες ενέργειας.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Δύση έκανε το λάθος να υποθέσει ότι η μείωση του κύρους τής Ρωσίας σήμαινε ότι ήταν περιττό να δώσει στο Κρεμλίνο κάποια ιδιαίτερη διπλωματική προσοχή - ότι η Ρωσία ούτε δικαιούτο ούτε πρέπει να της προσφερθεί ένας σημαντικός ρόλος στις παγκόσμιες υποθέσεις. Ως εκ τούτου, αντί να προσελκύσει την Ρωσία σε ένα δίκτυο διαλόγου και συνεργασίας, όταν ήταν αδύναμη - και έτσι να την βοηθήσει να αποκτήσει συνήθειες που θα συνεχίζονταν και όταν η Ρωσία θα ανακτούσε την δύναμή της - η Δύση αγνόησε την Ρωσία. Αυτή η αδιαφορία προκάλεσε την Ρωσία να θεωρεί ως εχθρικές πράξεις τις προσπάθειες της Δύσης να καθησυχάσει χώρες τής Ανατολικής Ευρώπης για την ασφάλεια και την θέση τους στην Δύση, οδηγώντας στα σημερινά προβλήματα. Αν η Ρωσία είχε τύχει καλύτερου χειρισμού την δεκαετία τού 1990 – ώστε να μην χειροτερέψει η αίσθηση της ανασφάλειάς της – η τάση της χώρας προς τον επεκτατισμό θα μπορούσε κάλλιστα να έχει μετριαστεί.

Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΗ

Η εθνική εμπειρία τής Ουκρανίας έχει διδάξει τους πολίτες της να θεωρούν την ειρήνη ως εύθραυστη και φευγαλέα, οι ρίζες της είναι πολύ ρηχές για να αντέχουν την πίεση της συνεχούς κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής. Εμείς οι Ουκρανοί δεχόμαστε τα διδάγματα της ιστορίας μας και εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση των λύσεων που ανακουφίζουν τις πηγές αυτής της πίεσης, μήπως η αμέλεια επιτρέψει στον πόλεμο να υπερκεράσει την ειρήνη και στην εξουσία να ανατρέψει την ελευθερία. Αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε το μέλλον μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ο στόχος τής ΕΕ είναι να αντιμετωπίσει την αστάθεια και την ανασφάλεια, με μια διαρκή δομή ειρήνης και ευημερίας στην οποία όλα τα έθνη και οι γείτονες της Ευρώπης έχουν μερίδιο.

Για να διασφαλιστεί ότι η ευρωπαϊκή δομή τής ειρήνης είναι ασφαλής στην πρώην Σοβιετική Ανατολή, απαιτείται μια σαφής κατανόηση της υπάρχουσας δυναμικής τής ισχύος. Μοιάζοντας πολύ με τις περιόδους μετά τις Συνθήκες τής Βεστφαλίας και των Βερσαλλιών, ο απόηχος της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης παρουσιάζει μια ισχυρή χώρα απέναντι σε μια ομάδα μικρότερων και απροστάτευτων νέων κρατών. Δεδομένων των οικονομικών και θεσμικών δεσμών που προέκυψαν κατά τις δεκαετίες τής σοβιετικής κακοδιοίκησης, η επιρροή τής Ρωσίας στην περιοχή ήταν υποχρεωμένη να είναι ισχυρή. Αυτό είναι ένα γεγονός που εγώ, ως ενεργή πολιτικός στην Ουκρανία, το ζω κάθε μέρα. Είναι ένα γεγονός το οποίο η ΕΕ πρέπει να το αντιμετωπίσει υπό την τρέχουσα γερμανική προεδρία, με το να αρχίσει να διαπραγματεύεται μια νέα συνθήκη ΕΕ-Ρωσίας για να αντικαταστήσει εκείνη που συντάχθηκε στο ναδίρ τής δύναμης της Ρωσίας. Κατά τους προσεχείς μήνες, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα πώς η Ευρώπη μπορεί να σφυρηλατήσει μια διαρκή και αμοιβαία επωφελή σχέση με την ισχυρή νέα Ρωσία που έχει προκύψει υπό τον Πούτιν.

Ως μια πεπεισμένη Ευρωπαία, υποστηρίζω την Γερμανία και την ΕΕ σε αυτή την προσπάθεια. Οι σχέσεις με την Ρωσία είναι πολύ ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια και την ευημερία όλων μας για να τις αφήσουμε να αναπτυχθούν μεμονωμένα και ad hoc. Αν υπάρχει μια χώρα προς την οποία οι Ευρωπαίοι - και, μάλιστα, ολόκληρη η Δύση - θα πρέπει να μοιράζονται μια κοινή εξωτερική πολιτική, αυτή είναι η Ρωσία. Με τις υψηλές διεθνείς τιμές τής ενέργειας να επιτρέπουν στην Ρωσία να βγει από το τραύμα τής μετα-κομμουνιστικής μετάβασης, τώρα είναι η ώρα για έναν οξυδερκή υπολογισμό τής ευρωπαϊκής ασφάλειας απέναντι στην ανανεωμένη δύναμη της Ρωσίας. Το να επαφίεται κανείς στα μακροχρόνια συστημικά προβλήματα της Ρωσίας για να περιορίσει την τακτική πιέσεων που ακολουθεί, δεν θα αποτρέψει το Κρεμλίνο από το να αποκαταστήσει την ηγεμονία του βραχυπρόθεσμα.

Επιπλέον, τώρα είναι η στιγμή τής μέγιστης ευελιξίας, διότι η εξάρτηση από τις ρωσικές προμήθειες ενέργειας θα συνεχίσει να αυξάνεται. Πράγματι, μια πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών εκτιμά ότι η Γερμανία θα εξαρτάται από την Ρωσία για το 80% των εισαγωγών της σε φυσικό αέριο - σε σύγκριση με 44% σήμερα – μόλις ολοκληρωθεί ο προβλεπόμενος αγωγός trans- Baltic. Δυστυχώς, οι πολιτικοί ηγέτες δεν έχουν συνήθως την παραμικρή ιδέα για το τι να κάνουν όταν το πεδίο δράσης είναι μεγαλύτερο. Μέχρι την ώρα που αποκτούν μια καλύτερη ιδέα, η στιγμή για αποφασιστική και αποτελεσματική δράση μπορεί να έχει περάσει. Στη δεκαετία τού 1930, για παράδειγμα, η γαλλική και η βρετανική κυβέρνηση ήταν πολύ σίγουρες για τους στόχους δράσης τού Χίτλερ. Αλλά η εμμονή τους με τα κίνητρα του Χίτλερ ήταν εντελώς λανθασμένη. Η realpolitik έπρεπε να τους έχει διδάξει ότι οι σχέσεις τής Γερμανίας με τους γείτονές της θα καθοριζόταν από τον συσχετισμό των δυνάμεων, όχι μόνο από τις γερμανικές προθέσεις. Μια μεγάλη και ισχυρή Γερμανία που συνορεύει στα ανατολικά με μικρά και αδύναμα κράτη θα ήταν μια απειλή ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνούσε στο Βερολίνο. Οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε, συνεπώς, να έχουν ξοδέψει λιγότερο χρόνο για την αξιολόγηση των κινήτρων τού Χίτλερ και περισσότερο χρόνο για την αντιστάθμιση της δύναμης της Γερμανίας. Μόλις η Γερμανία επανεξοπλιζόταν, οι πραγματικές προθέσεις τού Χίτλερ θα ήταν άνευ σημασίας. Αυτό ήταν το μήνυμα του Ουίνστον Τσώρτσιλ σε όλη την διάρκεια των «άγριων χρόνων». Αλλά αντί να προσέξουν τον Τσόρτσιλ, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι συνέχισαν να χειρίζονται τον Χίτλερ ως ψυχολογικό πρόβλημα, όχι ως στρατηγικό κίνδυνο - έως ότου ήταν πολύ αργά. Αυτό που έχει σημασία στην διπλωματία είναι η δύναμη, όχι η διανοητική κατάσταση εκείνων που την ασκούν.

Για τα περισσότερα από τα τελευταία 15 χρόνια, η απάντηση στις ρωσικές ενέργειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη καθοδηγείτο από τις αντιλήψεις τους περί των μεταρρυθμίσεων στην Ρωσία. Η Δυτική πολιτική φαίνεται να βασίζεται στην παραδοχή ότι η ειρηνική εξέλιξη μπορεί να εξασφαλιστεί με την δημοκρατία και με το να συγκεντρώνονται οι ενέργειες της Ρωσίας στην ανάπτυξη μιας οικονομίας τής αγοράς. Η Δυτική διπλωματία έχει δει έτσι ως κύριο έργο της την ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων στην Ρωσία, με την εμπειρία τού Σχεδίου Μάρσαλ, αντί να έχει κατά νου τις παραδοσιακές εκτιμήσεις τής εξωτερικής πολιτικής.

Αλλά ένας πολύ πιο σημαντικός παράγοντας από τις μεταρρυθμίσεις είναι η προσπάθεια της Ρωσίας να αποκαταστήσει την υπεροχή της σε εδάφη που κάποτε ήλεγχε. Η Ρωσία, η οποία προέκυψε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την ημέρα των Χριστουγέννων τού 1991 βρέθηκε με σύνορα που δεν αντανακλούν κανένα ιστορικό προηγούμενο. Κατά συνέπεια, η Ρωσία αφιερώνει μεγάλο μέρος τής ενέργειάς της για την αποκατάσταση της πολιτικής της επιρροής, αν όχι τον έλεγχό της, στην χαμένη αυτοκρατορία της. Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια έχει έρθει μια μετατόπιση της εστίασης της Ρωσίας προς ανατολάς, γεγονός που την καθιστά μια πιο ενεργό συμμετέχουσα στην ασιατική δυναμική που δημιουργήθηκε από την άνοδο της Κίνας.

Στο όνομα της διατήρησης της ειρήνης σε περιοχές όπως η Αμπχαζία, η Νότια Οσετία και η Υπερδνειστερία (ανήσυχες περιοχές εντός των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών), η Ρωσία προσπάθησε να αποκαταστήσει την κηδεμονία της, και η Δύση σε μεγάλο βαθμό δεν έφερε αντίρρηση. Η Δύση έχει κάνει ελάχιστα για να ενεργοποιήσει τα διάδοχα κράτη τής Σοβιετικής Ένωσης - με την εξαίρεση των χωρών τής Βαλτικής, την Εσθονία, την Λετονία και την Λιθουανία – ώστε να επιτύχουν βιώσιμη διεθνή θέση. Οι δραστηριότητες των ρωσικών στρατευμάτων στην Λευκορωσία, την Γεωργία, τη Μολδαβία, την Ουκρανία και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες τής Κεντρικής Ασίας σπάνια δημιούργησαν ερωτηματικά, πόσω μάλλον αμφισβητήθηκαν. Η Μόσχα αντιμετωπίζεται ως το de facto αυτοκρατορικό κέντρο – κάτι το οποίο επίσης ταιριάζει με το πώς αντιλαμβάνεται η ίδια τον εαυτό της.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ

Τι μπορεί να κάνει η Δύση για να αποτρέψει το Κρεμλίνο από την επιδίωξη των από μακρού χρόνου αυτοκρατορικών σχεδίων τής Ρωσίας; Στην δεκαετία τού 1990, μια αποδυναμωμένη Ρωσία χρειαζόταν βοήθεια από το εξωτερικό. Εκτός κι αν οι τιμές τού πετρελαίου κατέρρεαν απροσδόκητα, καμία τέτοια δύναμη δεν θα είναι διαθέσιμη στο προσεχές μέλλον. Αντιθέτως, η πολιτική πίεση από το εξωτερικό είναι πιθανό να επιδεινώσει την κατάσταση αντί να αλλάξει την συμπεριφορά τής Ρωσίας. Με το Κρεμλίνο να έχει και πάλι σταθερά τον έλεγχο, η Ρωσία θα αλλάξει από μέσα - ή δεν θα αλλάξει καθόλου.

Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η υπόλοιπη Δύση δεν μπορούν να έχουν καμία επιρροή. Ο Πούτιν, όπως οι Ρώσοι ηγέτες πριν από αυτόν, είναι ευαίσθητος στις εξωτερικές επικρίσεις, όπως αποδεικνύεται από την παρανοϊκή επιθυμία τού Κρεμλίνου να περιορίσει τις δραστηριότητες των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην Ρωσία, ιδιαίτερα εκείνες που απολαμβάνουν ξένης υποστήριξης. Οι ξένοι πρέπει να είναι πρόθυμοι να επικρίνουν τα παραπτώματά του, ενώ θα προσπαθούν να αποτρέψουν την ανάδυση ενός ηγέτη ακόμα πιο δυναμικού από όσο ο Πούτιν. Η διατήρηση αυτής της ισορροπίας θα είναι δύσκολη. Ο Γιέλτσιν ήταν προικισμένος στο να εκτρέπει τον διεθνή σκεπτικισμό σχετικά με την εξουσία του, απεικονίζοντας τον εαυτό του ως το τελευταίο προπύργιο απέναντι σε μια κομμουνιστική αναβίωση. Ο Πούτιν στηρίζεται επίσης στην προώθηση αυτού του είδους τού σκεπτικού, ότι «είναι προτιμότερος ο εχθρός που γνωρίζεις».

Οι δυτικοί ηγέτες πρέπει να μιλήσουν ανοικτά εναντίον οποιωνδήποτε κινήσεων μακριά από την δημοκρατία, εναντίον τής πολιτικής τού Πούτιν στην Τσετσενία, και της χρήσης τής ενέργειας για να εκφοβίσει τους γείτονες της Ρωσίας. (Πολλές χώρες τής Δυτικής Ευρώπης ήταν πολύ προσεκτικές στην κριτική τους και πάρα πολύ αγχωμένες για να κάνουν ξεχωριστές συμφωνίες που υποτίθεται ότι θα εγγυώνταν τον εθνικό τους ενεργειακό εφοδιασμό). Δεδομένου ότι πλησιάζουν οι ρωσικές προεδρικές εκλογές τού Μαρτίου του 2008, η Δύση πρέπει να επιμείνει, αρχής γενομένης από τώρα, ότι η τροποποίηση του συντάγματος προκειμένου να επιτραπεί στον Πούτιν να εκλεγεί και πάλι είναι κάτι απαράδεκτο και θα μπορούσε να οδηγήσει στην έξωση της Ρωσίας από την ομάδα G-8 (η ομάδα των προηγμένων βιομηχανικών εθνών). Οι δυτικοί ηγέτες πρέπει να πιέσουν για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, ακόμη και αν ο υποψήφιος που διάλεξε το Κρεμλίνο είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα νικήσει.

Μια ρεαλιστική πολιτική για την Ρωσία θα αναγνωρίσει επίσης ότι μέχρι και η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση τού Γιέλτσιν στάθμευε ρωσικά στρατεύματα στις περισσότερες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες - όλες μέλη των Ηνωμένων Εθνών - συχνά σε αντίθεση με την ρητή θέληση των χωρών υποδοχής. Αυτές οι δυνάμεις συμμετείχαν σε αρκετούς εμφυλίους πολέμους αυτών των δημοκρατιών, ακόμη και καθώς οι διαδοχικοί Ρώσοι υπουργοί Εξωτερικών είχαν βάλει εμπρός την ιδέα ενός ρωσικού μονοπωλίου στην διατήρηση της ειρήνης - ουσιαστικά ρωσική κυριαρχία – σε αυτό που το Κρεμλίνο αποκαλεί «το εγγύς εξωτερικό». Η Ρωσία έχει νόμιμα συμφέροντα ασφάλειας στην γειτονιά της. Αλλά η ειρήνη και η διεθνής σταθερότητα της Ευρώπης απαιτούν ότι τα συμφέροντα αυτά θα ικανοποιούνται χωρίς ρωσικές στρατιωτικές ή οικονομικές πιέσεις ή μονομερή επέμβαση. Για παράδειγμα, στην Ρωσία δεν πρέπει να επιτρέπεται να χρησιμοποιεί το ότι το Κοσσυφοπέδιο κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Σερβία, ως προηγούμενο για την προώθηση αποσχιστικών κινημάτων στην Αμπχαζία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τη Νότια Οσετία, την Υπερδνειστερία, και, πιο σημαντικό, την Κριμαία, σε μια προσπάθεια να αποσταθεροποιήσει τις εθνικές κυβερνήσεις. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ειρήνη εξαρτώνται από το αν οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις μπορούν να παρακινηθούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να παραμείνουν εκεί. Οι σχέσεις τής Ρωσίας με τα σοβιετικά διάδοχα κράτη θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένα διεθνές πρόβλημα, υποκείμενο στους αποδεκτούς κανόνες τής εξωτερικής πολιτικής, παρά ως πρόβλημα αποκλειστικά τής Ρωσίας, που υπόκειται σε μονομερή λήψη αποφάσεων τις οποίες η Δύση μπορεί να ελπίζει να επηρεάσει μόνο με μια έκκληση προς την καλή πίστη τού Κρεμλίνου.

Η Δύση πρέπει να επιδιώξει να δημιουργήσει αντίβαρα στον επεκτατισμό τής Ρωσίας και να μην τοποθετήσει όλα τα «αυγά» στο «καλάθι» τής ρωσικής εγχώριας μεταρρύθμισης. Μια τέτοια πολιτική θα διαιρέσει τους κινδύνους μιας ενδεχόμενης ενέργειας αποκλεισμού εξίσου μεταξύ όλων των Ευρωπαίων, αντί να κάνουν οι κυβερνήσεις ξεχωριστές συμφωνίες που αφήνουν τους υπόλοιπους ευάλωτους σε ενεργειακό εκβιασμό. Φυσικά, δεν έχει κάθε ευρωπαϊκό έθνος το ίδιο ενδιαφέρον να αντισταθεί σε κάθε συγκεκριμένη πράξη επιθετικότητας, και έτσι δεν θα υπάρχει πάντα συμφωνία σχετικά με το πότε και το πώς να αντιταχθούν στην ρωσική διεκδικητικότητα. Ορισμένες χώρες μπορούν να αποφεύγουν να προβαίνουν σε ανάληψη δράσης για θέματα που αισθάνονται ότι δεν τις αφορούν άμεσα. Αλλά η αρχή τής συλλογικής ασφάλειας, η οποία έχει εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευημερία τής Ευρώπης από το 1945, θα πρέπει να συνεχιστεί. Η πρόταση Μέρκελ για την δημιουργία μιας «συλλογικής αγοράς ενέργειας», που έκανε κατά την διάρκεια μιας συνάντησης κορυφής με τον πρωθυπουργό τής Πολωνίας τον περασμένο Νοέμβριο, είναι μια καλή αρχή προς την οικοδόμηση μιας πολιτικής πανευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας που περιλαμβάνει την Ρωσία.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΩΓΩΝ

Ένα βασικό ερώτημα είναι το πόσο αξιόπιστος είναι όντως ο ρωσικός ενεργειακός εφοδιασμός. Παρά το γεγονός ότι διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο, η Ρωσία αντιμετωπίζει τώρα εγχώριες ελλείψεις φυσικού αερίου. Η Gazprom, ο κυρίαρχος προμηθευτής φυσικού αερίου τής χώρας (η οποία, όταν πρόκειται για την εξωτερική πολιτική, ενισχύεται ως το «μακρύ χέρι» τού Κρεμλίνου), δεν παράγει αρκετά για μια οικονομία που αναπτύσσεται με περισσότερο από 6% ετησίως. Η παραγωγή από τα τρία μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου τής Gazprom, που αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα της παραγωγής της, βρίσκεται σε κατακόρυφη πτώση. Το ένα μεγάλο πεδίο που η εταιρεία έχει φέρει σε λειτουργία από την εποχή που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση έχει φθάσει στο αποκορύφωμά του. Η συνολική παραγωγή τού φυσικού αερίου είναι σχεδόν σταθερή.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ενεργειακής Πολιτικής στη Μόσχα, οι επενδύσεις τής Gazprom σε νέα παραγωγή φυσικού αερίου κατά τα έτη 2000-2006 αποτελούσαν το ένα τέταρτο του μεγέθους των επενδύσεών της σε άλλες δραστηριότητες: εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης, τράπεζες, ακόμη και πτηνοτροφεία, καθώς και οι κατιούσες επενδύσεις στα ενεργειακά δίκτυα της Δυτικής Ευρώπης. Παρά τα τεράστια έσοδα που θα προκύψουν από την παραγωγή νέου φυσικού αερίου, η Gazprom σπάνια προσπαθεί να βρει ή να παράγει περισσότερο. Ως εκ τούτου, δεν είναι σε θέση να έχει αρκετό φυσικό αέριο για την κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης και τις εξαγωγικές της υποχρεώσεις.

Μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια καθυστέρηση, η Gazprom αποφάσισε να αναπτύξει ένα μεγάλο κοίτασμα στην χερσόνησο Γιαμάλ - μια άγονη και δύσκολα προσβάσιμη περιοχή τής Αρκτικής. Αλλά, το νωρίτερο που το αέριο από το κοίτασμα Yamal θα φτάσει στην αγορά είναι το 2011. Εν τω μεταξύ, η ζήτηση για φυσικό αέριο - από την RAO, το μονοπώλιο ηλεκτρικής ενέργειας της Ρωσίας, καθώς και από την επέκταση των βιομηχανικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών - αυξάνεται κατά περίπου 2,2% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της επενδυτικής τράπεζας UBS. «Ο κίνδυνος μιας κρίσης εφοδιασμού είναι πραγματικός», ανέφερε η έκθεση, αν η αύξηση της ζήτησης επιταχυνθεί σε 2,5%.

Η επικείμενη έλλειψη σημαίνει ότι η Gazprom δεν θα είναι σε θέση να αυξήσει τις προμήθειες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα - κάτι που οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να γνωρίζουν και να ανησυχούν. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η Gazprom εγκατέλειψε το σχέδιό της να στέλνει φυσικό αέριο από το κοίτασμα Shtokman, στην Θάλασσα του Μπάρεντς, στην αγορά των ΗΠΑ με τη μορφή υγροποιημένου φυσικού αερίου και αντί γι’ αυτό το εξέτρεψαν προς την Ευρώπη. Η απόφαση, που αρχικά ερμηνεύτηκε ως μια κίνηση που προοριζόταν να ενοχλήσει την Ουάσιγκτον, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ένα σημάδι απελπισίας: η αποστολή φυσικού αερίου από το κοίτασμα Shtokman στην Ευρώπη θα ελευθερώσει την παραγωγή αερίου τής Σιβηρίας για εγχώρια κατανάλωση.

Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι η έλλειψη του φυσικού αερίου - η Ρωσία έχει το 16% του συνόλου των γνωστών αποθεμάτων τού κόσμου - αλλά η στρατηγική επενδύσεων της Gazprom. Κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, η εταιρεία έχει ξοδέψει εντατικά στα πάντα, εκτός από την ανάπτυξη των αποθεμάτων της. Έχει κατασκευάσει αγωγό προς την Τουρκία, εξαγόρασε μια πετρελαϊκή εταιρεία, επένδυσε στην RΑΟ, προσπάθησε να αποκτήσει ερείσματα στις ευρωπαϊκές αγορές διανομής, και να γίνει η μεγαλύτερη εταιρεία μέσων ενημέρωσης της Ρωσίας. Όλα αυτά γίνονται στο όνομα της δημιουργίας και διατήρησης ενός «εθνικού πρωταθλητή ενέργειας». Ωστόσο, η επένδυση στην βασική δουλειά τής Gazprom ήταν ανεπαρκέστατη.

Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Gazprom: το πραγματικό κατασκευαστικό κόστος ανάπτυξης νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Ρωσία. Στα κοιτάσματα φυσικού αερίου Shtokman και Γιαμάλ, ιδίως, τα τεχνικά κόστη, συμπεριλαμβανομένου του κόστους μεταφοράς τής παραγωγής στην Ευρώπη, είναι διπλάσια από όσο για νέα κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η διεθνής αγορά φυσικού αερίου έχει ήδη αρχίσει να το αντιλαμβάνεται αυτό, και, μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να είναι κάτι πάρα πολύ επικίνδυνο για την Ρωσία. Πράγματι, η Ρωσία μπορεί στην πραγματικότητα να θέτει τον εαυτό της εκτός τής αγοράς φυσικού αερίου, επειδή οι υψηλές τεχνικές δαπάνες για νέα έργα στην Ρωσία σηματοδοτούν στην αγορά ότι η Ρωσία και η Gazprom δεν έχουν την ικανότητα να αναπτύξουν τα κοιτάσματα αυτά. Δυτικές εταιρείες θα μπορούσαν να έρθουν και να κάνουν την δουλειά, αλλά δεδομένου του πρόσφατου σφετερισμού από το Κρεμλίνο των επενδύσεων της Shell στη νήσο Sakhalin, οι εταιρείες αυτές θα αμελούσαν τα διαχειριστικά καθήκοντά τους αν αναλάμβαναν τέτοιες επενδύσεις.

Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια κρίση είναι να σπάσει το μονοπώλιο της Gazprom στην κατασκευή υποδομής αγωγών και να χορηγηθούν άδειες σε ανεξάρτητους παραγωγούς φυσικού αερίου. Οι ανεξάρτητοι παραγωγοί ήδη ευθύνονται για το 20% των εγχώριων πωλήσεων φυσικού αερίου στην Ρωσία και ενισχύουν την παραγωγή τους. Περαιτέρω οφέλη θα απαιτήσουν κίνητρα που θα βασίζονται στην αγορά. Η Ευρώπη μπορεί να βοηθήσει με το να συνδέσει ρητά την αποδοχή τής ένταξης της Ρωσίας στον ΠΟΕ με την κύρωση από την Ρωσία τού Ενεργειακού Χάρτη και του συναρτώμενου Πρωτοκόλλου Διαμετακόμισης, που θα εξασφαλίζει την πρόσβαση στους ρωσικούς αγωγούς σε ανταγωνιστές τής Gazprom.

Κάθε αξιόλογη πολιτική ενεργειακής ασφάλειας για την Ευρώπη θα επιδιώξει επίσης να χαλαρώσει την μονοπωλιακή λαβή τής Gazprom στους αγωγούς. Η ευρωπαϊκή πολιτική ανταγωνισμού, η οποία επανέφερε επιτυχώς στην τάξη εταιρίες τόσο μεγάλες όσο η Microsoft, θα μπορούσε - αν χρησιμοποιηθεί με δεξιοτεχνία - επίσης να βοηθήσει να γίνει η Gazprom ένας κανονικός ανταγωνιστής. Η σύσταση μιας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής, όπως έχει προτείνει ο υπουργός Οικονομίας τής Ρωσίας, German Gref, θα είναι επίσης ένα σημαντικό βήμα προς την διάσπαση Gazprom σε έναν φορέα λειτουργίας αγωγών και μια εταιρεία παραγωγής. Ο Πούτιν απέρριψε κατηγορηματικά μια τέτοια κίνηση. Έτσι, αντιμετωπίζει τώρα μια επιλογή μεταξύ εγχωρίων ελλείψεων φυσικού αερίου που απειλούν να επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη και της απώλειας του «εθνικού ενεργειακού πρωταθλητή» τού Κρεμλίνου.

Πέρα από την αντιμετώπιση της μονοπωλιακής δύναμης της Gazprom, μια ρεαλιστική ενεργειακή πολιτική για την Ευρώπη θα πρέπει να επιδιώξει επίσης να μοιραστούν εξίσου μεταξύ όλων των Ευρωπαίων οι κίνδυνοι από έναν ενδεχόμενο ενεργειακό αποκλεισμό, αντί να επιτρέπει ξεχωριστές συμφωνίες που αφήνουν ευάλωτους τους υπόλοιπους στον ενεργειακό εκβιασμό. Μια τέτοια πολιτική θα πρέπει να ενσωματώσει μια συναίνεση ότι καμία χώρα δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε μια συμφωνία με την Gazprom που να υποσκάπτει τα σχέδια της ΕΕ να βοηθήσει στην κατασκευή αγωγών από την Κεντρική Ασία που θα παρακάμπτουν την Ρωσία. Ένα άλλο αντίβαρο θα μπορούσε να τεθεί μέσω του εμπορίου. Με την επέκταση της ενιαίας αγοράς προς τα ανατολικά για να συμπεριλάβει την Ουκρανία, η ΕΕ θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους στις εμπορικές σχέσεις τής περιοχής. Οι σημερινές διαπραγματεύσεις για μια «βαθιά συμφωνία ελεύθερου εμπορίου» μεταξύ της Ουκρανίας και της ΕΕ πρέπει να οδηγήσει, τελικά, σε μια συμφωνία που θα δώσει στην Ουκρανία το καθεστώς υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΜΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΧΩΡΑ

Η Δύση πρέπει να στηρίξει την Ρωσία, όταν πιέζει για δημοκρατία και ελεύθερες αγορές, αλλά να ενισχύσει τα εμπόδια για τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της. Πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις στην Ρωσία θα ενισχυθούν εάν η Ρωσία ενθαρρυνθεί να επικεντρωθεί - για πρώτη φορά στην ιστορία της - στην ανάπτυξη της εθνικής της επικράτειας, η οποία απλώνεται σε πάνω από 11 χρονικές ζώνες από την Αγία Πετρούπολη ως το Βλαδιβοστόκ, μην αφήνοντας κανένα λογικό περιθώριο για κλειστοφοβία.

Δεν κάνει καλό στην Ρωσία να αντιμετωπίζεται σαν να ήταν απρόσβλητη από τις συνήθεις σκέψεις τής εξωτερικής πολιτικής. Το να τύχει τέτοιας μεταχείρισης απλώς θα αναγκάσει την Ρωσία να πληρώσει ένα βαρύτερο τίμημα αργότερα, δελεάζοντάς την να λάβει μέτρα από τα οποία δεν θα μπορεί εύκολα να υποχωρήσει. Η Δύση δεν πρέπει να φοβάται ειλικρινείς συζητήσεις σχετικά με την σύγκλιση και την απόκλιση των συμφερόντων της με εκείνων της Ρωσίας. Οι Δυτικοί ηγέτες δεν πρέπει να διστάσουν να επιμείνουν ότι οι υπογεγραμμένες συμφωνίες, όπως αυτές για την απόσυρση των στρατευμάτων που σταθμεύουν τώρα στις χώρες τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, πρέπει να τιμηθούν στο ακέραιο. Ο ρεαλιστικός διάλογος δεν θα αναστατώσει τους ηγέτες στο Κρεμλίνο. Είναι έξυπνοι και μπορούν να συλλάβουν εύκολα μια πολιτική που θα βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό να καταλάβουν έναν τέτοιο υπολογισμό καλύτερα από όσο επικλήσεις στην καλή πίστη και την φιλία.

Δύο στόχοι πρέπει να κρατιούνται σε ισορροπία όταν διαπραγματεύεται κανείς με την Ρωσία: η επιρροή στην ρωσική συμπεριφορά και η επίδραση στους ρωσικούς υπολογισμούς. Η Ρωσία πρέπει να γίνει δεκτή σε θεσμούς και συμφωνίες που προωθούν την συνεργασία - το πιο σημαντικό, τον Ενεργειακό Χάρτη τής Ευρώπης και το Πρωτόκολλο Διαμετακόμισης, με τα αμοιβαία δικαιώματα και τις ευθύνες τους. Αλλά, η μεταρρύθμιση της Ρωσίας θα εμποδίζεται, δεν θα διευκολύνεται, αν η Δύση κλείνει τα μάτια στις αυτοκρατορικές αξιώσεις της. Η ανεξαρτησία των δημοκρατιών που αποσπάστηκαν από την Σοβιετική Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, δεν πρέπει να υποβαθμιστεί σιωπηρά με την συναίνεση της Δύσης στην επιθυμία τής Ρωσίας για ηγεμονία.

Η Ουκρανία μπορεί να βοηθήσει την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν μια βιώσιμη δομή εντός τής οποίας η Ρωσία μπορεί να υπάρχει με ασφάλεια. Το πεπρωμένο μας είναι να μην είμαστε ούτε μια ξεχασμένη παραμεθόριος ούτε μια γέφυρα μεταξύ του λεγόμενου μετασοβιετικού χώρου των «ελεγχόμενων δημοκρατιών» και των πραγματικών δημοκρατιών τής Δύσης. Με την ενίσχυση της ανεξαρτησίας μας, μπορούμε να διαμορφώσουμε την ειρήνη και την ενότητα της Ευρώπης, καθώς θα απωθούμε τον παρεοκρατικό καπιταλισμό και την ανομία που είναι τώρα οι κανόνες στον μετα-σοβιετικό κόσμο. Κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας μου, προσπαθήσαμε να επιτύχουμε ακριβώς αυτό, σε συνεργασία με τη Μολδαβία και την Ρουμανία, με την τυποποίηση των τελωνειακών καθεστώτων τής περιοχής και ως εκ τούτου την πάταξη των παράνομων επιχειρήσεων στην αποσχισθείσα περιοχή τής Υπερδνειστερίας (η οποία προσπαθεί να αποσχιστεί από τη Μολδαβία, εξαιτίας μόνο τής ρωσικής υποστήριξης).

Ενεργήσαμε σε συνεννόηση με τους γείτονές μας, διότι γνωρίζουμε ότι η αυτοδιάθεση δεν σημαίνει απομόνωση. Η επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας σήμερα σημαίνει την ύπαρξη ενός νέου κύρους, όχι την απόσυρση από την παγκόσμια σκηνή. Νέα έθνη μπορούν να χτίσουν μαζί με τους πρώην κατακτητές τους το ίδιο είδος γόνιμης σχέσης που η Γαλλία έχει τώρα με την Γερμανία - μια σχέση που στηρίζεται στην ισότητα και το αμοιβαίο συμφέρον. Αυτή είναι η σχέση που επιδιώκουμε με την Ρωσία, και αυτό είναι το πώς η Ουκρανία μπορεί να βοηθήσει να επεκταθεί η ζώνη τής ειρήνης στην Ευρώπη.

Η πραγματική δοκιμασία τής πολιτικής δεινότητας είναι η ικανότητά της να προστατεύσει την χώρα ενάντια σε δυσμενή και απρόβλεπτα ενδεχόμενα. Το μοιραίο ελάττωμα στον τρέχοντα δυναμισμό τού πετρελαίου και του φυσικού αερίου τής Ρωσίας είναι ότι οι ηγέτες τού Κρεμλίνου έχουν χάσει την αίσθηση του μέτρου. Τα σημερινά πλεονάσματα του προϋπολογισμού, τους έχουν επιτρέψει να υπερεκτιμούν την έκταση της οικονομικής ανασυγκρότησης της Ρωσίας, και φαίνεται να έχουν ξεχάσει ότι με το να εκφοβίζουν τους άμεσους γείτονές τους, επίσης, στέλνουν κρουστικά κύματα σε όλη την Δύση. Φυσικά, η ηγεσία τού Κρεμλίνου, θα το βρει δύσκολο να παραδεχτεί ότι το κεντρικό σύστημα που ξαναδημιουργεί δεν έχει την δυνατότητα να τονώσει τις πρωτοβουλίες, ότι η Ρωσία, παρά τους σημαντικότατους φυσικούς πόρους της, παραμένει μια πολύ καθυστερημένη χώρα. Η δουλικότητα που απαιτεί το Κρεμλίνο ταλανίζει την ζωτικότητα και την δημιουργικότητα που χρειάζεται η Ρωσία, αν θέλει να αναπτύσσεται μακροπρόθεσμα, πόσω μάλλον να διατηρήσει την θέση της στον κόσμο.

Η Ρωσία θα βλάψει τα δικά της συμφέροντα αν απορρίψει σοβαρές αμερικανικές και ευρωπαϊκές προσφορές για να συμμετάσχει επί ίσοις όροις στις δομές ασφάλειας τής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Η αποτυχία να συνεργαστεί ειλικρινά για την ενεργειακή ασφάλεια θα μπορούσε ενδεχομένως να απομονώσει την Ρωσία απέναντι σε σοβαρές στρατηγικές προκλήσεις στα νότια και τα ανατολικά της. Θα στερούσε την Ρωσία απ’ όλες τις μεθόδους επιρροής εκτός από τις πιο βάναυσες.

Οι ηγέτες τής Ρωσίας αξίζουν κατανόηση για την αγωνιώδη προσπάθειά τους να ξεπεράσουν γενιές Σοβιετικής κακοδιοίκησης. Δεν έχουν, όμως, το δικαίωμα να αναλάβουν την σφαίρα τής επιρροής που ποθούσαν οι τσάροι και οι κομισάριοι για 300 χρόνια. Εάν η Δύση, κυρίως η Ευρώπη, θέλει να σιγουρέψει την οικονομική ευημερία και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, θα πρέπει να είναι έτοιμη να ζητήσει από την Ρωσία ό, τι η Ρωσία είναι μέχρι στιγμής απρόθυμη να παράσχει. Και αν η Ρωσία θέλει να γίνει ένας σοβαρός εταίρος με την Δύση, θα πρέπει να είναι έτοιμη να αποδεχθεί τις υποχρεώσεις τής σταθερότητας, καθώς και τα οφέλη της.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/62613/yuliya-tymoshenko/containin...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr