«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«Παράθυρο ευκαιρίας» για την ελληνική οικονομία

Προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για την χώρα

Οι δυσμενείς επιπτώσεις τής κρίσης είναι ορατές στην ελληνική κοινωνία και συνοψίζονται σήμερα στο απαράδεκτα υψηλό ποσοστό τής ανεργίας, και –πλέον- της μακροχρόνιας ανεργίας. Σε αυτό το δομικό χαρακτηριστικό σύμπτωμα καταλήγουν, και από αυτό εκπορεύονται, τα περισσότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Γιατί καμία οικονομία δεν είναι «ανταγωνιστική» αν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της δεν έχει εργασία. Γιατί η επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΤΙ;

Σήμερα, το ελληνικό παραγωγικό σύστημα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης πιέζεται αμφίπλευρα από: α) παραγωγούς χωρών χαμηλού κόστους εργασίας -που δεν είναι πια μόνον ανειδίκευτη, αλλά διαρκώς αναβαθμίζεται, αλλά και β) «ποιοτικά υπέρτερους παραγωγούς» που δραστηριοποιούνται σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου και σημαντικών τεχνολογικών και παραγωγικών ικανοτήτων.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: θα επιλέξουμε να γίνουμε μια χώρα χαμηλού κόστους και να ανταγωνιστούμε άλλες αναδυόμενες οικονομίες στο φθηνό, χαμηλής προστιθέμενης αξίας προϊόν; Ή θα κινηθούμε προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης των προϊόντων / υπηρεσιών που προσφέρουμε;

Ο πρώτος δρόμος φαίνεται να αποτελεί μια συνεχή «κούρσα προς τα κάτω», που βασίζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αποκλειστικά στη δραστική μείωση του κόστους εργασίας. Η επιλογή αυτή δεν είναι κοινωνικά και ιστορικά αποδεκτή, καθώς αγνοεί το θεσμικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό επίπεδο που έχει κατακτήσει η χώρα, ακόμα και αν αυτό δεν είναι αντίστοιχο των πιο προηγμένων οικονομιών τού κόσμου. Επιπλέον, είναι μια επιλογή μυωπική και αδιέξοδη, καθώς σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, πάντα θα υπάρχει ένας τόπος όπου το κόστος τής εργασίας ή/και των άλλων συντελεστών παραγωγής θα είναι μικρότερο.

Αν, όμως, επιλέγουμε τον δεύτερο δρόμο, έχουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που απαιτούνται για αυτό; Και ποιοι είναι οι όροι που θα μας επιτρέψουν να βρούμε την θέση μας το νέο περιβάλλον, ποιο είναι το νέο πρότυπο ανάπτυξης που θα είναι περισσότερο βιώσιμο και θα οδηγήσει σε μια νέα όσο το δυνατόν πιο μακροχρόνια περίοδο μεγέθυνσης;
Η ελληνική οικονομία πρέπει να βελτιώσει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά της, να αναβαθμίσει το γνωστικό περιεχόμενο και την ποιότητα των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, με τρόπο που να είναι ελκυστικό για διεθνείς και όχι μόνο αγορές. Γιατί και οι εγχώριοι πελάτες θα πρέπει να επιλέγουν συνειδητά σε όρους ποιότητας και σχέσης τιμής / αξίας τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα / υπηρεσίες. Η χώρα, δηλαδή, να συμμετάσχει στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, σχετικά περισσότερο ως παραγωγός-κατά προτίμηση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας-και σχετικά λιγότερο ως απλός καταναλωτής.

Είναι σαφές ότι αυτό δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, καθώς η σταδιακή αλλαγή τού αναπτυξιακού προτύπου περιλαμβάνει την αναβάθμιση συνολικά της προσαρμοστικής ικανότητας της οικονομίας στις ευρύτερες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές μεταβολές. Προϋποθέτει δε την βελτίωση της δυνατότητάς της να παράγει, να αποκτά και να χρησιμοποιεί την γνώση, ώστε να μπορεί να καινοτομεί. Διότι η ανταγωνιστικότητα στις αναπτυγμένες οικονομίες εξαρτάται μεν από τα σχετικά στοιχεία κόστους και τις σχετικές τιμές, εξαρτάται όμως και από το τεχνολογικό περιεχόμενο, την διαφοροποίηση και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών.

Άλλωστε, με βάση τα υφιστάμενα μοντέλα μέτρησης της ανταγωνιστικότητας, οι ανταγωνιστικές χώρες είναι αυτές που διαθέτουν επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να σταθούν με επιτυχία στον διεθνή στίβο και ταυτόχρονα μπορούν να υποστηρίξουν ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες τους. Γι’ αυτό άλλωστε και η πιο ανταγωνιστική χώρα στον κόσμο σύμφωνα με το World Economic Forum (WEF) είναι η Ελβετία και όχι η Ινδία.

ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ

Τρεις είναι οι βασικές πυλώνες που θα πρέπει να διέπουν το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας:

1.Η ταυτόχρονη ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η σταδιακή υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών, έτσι ώστε ο εξωτερικός τομέας τής οικονομίας να μετατραπεί από πηγή απώλειας εισοδήματος, σε πηγή δημιουργίας εισοδήματος για τους κατοίκους τής χώρας.

2.Η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων και όχι απλώς χρηματιστηριακών ή μετοχικών τοποθετήσεων. Η γενική αύξηση των επενδύσεων μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη της οικονομικής ανάκαμψης. Προκειμένου, όμως, η τονωτική επίδρασή τους να είναι μακροχρόνια και ισχυρή, θα πρέπει να έχουν πρωτίστως παραγωγικό χαρακτήρα. Αυτές οι επενδύσεις μεταποιητικού χαρακτήρα, επιτρέπουν / χρηματοδοτούν / προωθούν με τη σειρά τους την ανάπτυξη σειράς δραστηριοτήτων και στον τομέα των υπηρεσιών.

3.Η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, αξιοποιώντας κάθε δυνατό χρηματοδοτικό πόρο και εργαλείο το οποίο διαθέτουμε, ή μπορούμε να διεκδικήσουμε μεσοπρόθεσμα.

Οι βασικές αρχές του νέου αναπτυξιακού προτύπου πρέπει να είναι:

-Η παραγωγή, η διάχυση και η αξιοποίηση της γνώσης παντού και για όλους. Αυτή η επιλογή συγκροτεί το απαραίτητο υπόβαθρο για να σταθεί η ελληνική οικονομία και η ελληνική επιχειρηματικότητα στον εντεινόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας σε συνθήκες αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης.