Η επόμενη μάχη για την διάσωση της οικονομίας στην Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επόμενη μάχη για την διάσωση της οικονομίας στην Ελλάδα

Άλλο ένα μακρύ καλοκαίρι στην Αθήνα

Το κόμμα της αντιπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία, έχει κατηγορήσει για αυτόν τον νέο γύρο λιτότητας την κακότεχνη διαπραγμάτευση του Τσίπρα με τους πιστωτές της Ελλάδας. Γίνεται ολοένα και ισχυρότερη υπό έναν νέο ηγέτη, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε μια προσπάθεια να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, ο Τσίπρας έχει αναγκαστεί να κλιμακώσει την ρητορική του, ειδικά κατά του ΔΝΤ. Ωστόσο, γρήγορα ξέμεινε από πυρομαχικά.

Ο δεύτερος λόγος για την καθυστέρηση έχει σχέση με εσωτερικές διαφωνίες μέσα στο στρατόπεδο των πιστωτών -το ΔΝΤ από τη μια πλευρά και οι Ευρωπαίοι από την άλλη. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο και ζήτησε γενναιόδωρη ελάφρυνση του χρέους. Έχει επίσης κάνει ζήτημα για λιγότερο τιμωρητικούς και πιο ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σύμφωνα με τους όρους της διάσωσης, η Ελλάδα υποτίθεται ότι πρέπει να περάσει μέτρα για την δημιουργία ενός πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος 3,5% επί της οικονομικής παραγωγής από το 2018, κάτι που το ΔΝΤ δεν θεωρεί ρεαλιστικό. Ωστόσο, οποιαδήποτε συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους είναι «κόκκινο πανί» για την Γερμανία και τα περισσότερα κράτη της ευρωζώνης.

Οι ευρωπαϊκοί πιστωτές της Ελλάδας θα μπορούσαν να επιλέξουν να προχωρήσουν μόνοι τους χωρίς το ΔΝΤ. Ωστόσο, επέμειναν στην διατήρηση της εμπλοκής του ΔΝΤ στην διαδικασία, ως έναν αξιόπιστο «κακό μπάτσο» για την απρόθυμη κυβέρνηση της Ελλάδας. Πράγματι, το ΔΝΤ θεωρείται λιγότερο πειθήνιο για το είδος της επιεικούς εφαρμογής που συχνά χαρακτηρίζει την πολιτική της ΕΕ. Είναι κοινώς παραδεκτό, για παράδειγμα, ότι το γερμανικό κοινοβούλιο θα αρνηθεί να απελευθερώσει περαιτέρω οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα αν το ΔΝΤ δεν περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα.

Για να κάνει τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα (ή παράλογα), η ελληνική κυβέρνηση έχει ξιφουλκήσει εναντίον του ΔΝΤ, παρά τις πιο γενναιόδωρες θέσεις της πολιτικής του ΔΝΤ. Με απλά λόγια, η Αθήνα προτιμά την δυνητικά χαλαρή επιβολή αυστηρών ευρωπαϊκών στόχων λιτότητας αντί για την αυστηρή εφαρμογή των πιο επιεικών στόχων του ΔΝΤ. Πράγματι, η Αθήνα προσπάθησε να επωφεληθεί από την διαρροή της τηλεφωνικής συνομιλίας [7] μεταξύ δύο ανώτατων αξιωματούχων του ΔΝΤ, στην οποία συζητήθηκε το πώς να κάνουν την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ είτε να μειώσει την επιβάρυνση του χρέους στην Ελλάδα [8] είτε να χάσει την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πακέτο διάσωσής της. Ωστόσο, εάν το σχέδιο ήταν να «διαιρέσουν και να βασιλεύσουν» τους πιστωτές της Ελλάδας, αποδείχθηκε γρήγορα ότι ήταν ακόμη ένας λάθος υπολογισμός από την πλευρά της κυβέρνησης του Τσίπρα. Το τηλεφώνημα που διέρρευσε κατέληξε να φέρει τις θέσεις των πιστωτών πιο κοντά μεταξύ τους.

04052016-4.jpg

Μια ταινία μετοχών δείχνει πτώση τιμών στο λόμπι του κτιρίου του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στις 8 Φεβρουαρίου 2016. ALKIS KONSTANTINIDIS / REUTERS
------------------------------------------------

ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΑ

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και το κουαρτέτο υπήρξαν πολύπλοκες, αδιαφανείς και αργές. Τρία ζητήματα, ιδίως κυριαρχούν στον τρέχοντα γύρο [διαπραγματεύσεων]: Οι φόροι, οι συντάξεις και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Παρά τις διάφορες μεταρρυθμίσεις, το ελληνικό φορολογικό σύστημα παραμένει σκοτεινό και αναποτελεσματικό. Η Αθήνα επιμένει στην διατήρηση μιας πολύ ευρείας φορολογικής απαλλαγής που απαλλάσσει ουσιαστικά το 55% του συνόλου των νοικοκυριών από την υποχρέωση να υποβάλουν φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Το όριο απαλλαγής στην Ελλάδα είναι σήμερα υψηλότερο από ό, τι στην Γερμανία και αλλού στην ευρωζώνη, ένα ευαίσθητο σημείο για τις πιστώτριες χώρες -αλλά κάτι που η ελληνική κυβέρνηση απεχθάνεται να αντιμετωπίσει.

Το κόστος της χρηματοδότησης των ελληνικών συντάξεων, εν τω μεταξύ, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην εκτίναξη του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα. Από την σχεδίασή του, το ελληνικό κράτος είναι ένας σημαντικός συνεισφέρων στις συντάξεις. Ένα πολύ σημαντικό μέρος του ελληνικού προϋπολογισμού (πάνω από 15%, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς) είναι αφιερωμένο σε αυτό. Η ύφεση στην Ελλάδα έχει επιδεινώσει το ζήτημα με την μείωση του μεγέθους των εισφορών των εργαζομένων λόγω της αύξησης της ανεργίας, των διαδοχικών μειώσεων των μισθών, και της αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων μέσω της μείωσης του αριθμού των εργαζομένων του δημόσιου τομέα. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα έχει τώρα μόνο 1,7 εργαζόμενους για κάθε συνταξιούχο. Προσθέστε σε αυτό μια ραγδαία γήρανση του πληθυσμού, το αποτέλεσμα μιας υπογεννητικότητας ρεκόρ που προηγείται της κρίσης, και έχετε ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα. Οι πιστωτές πιέζουν για ριζικές μεταρρυθμίσεις μέσω και της μείωσης των συντάξεων αλλά και του εξορθολογισμού του όλου συστήματος. Στην προσπάθειά της να ελαχιστοποιήσει το πολιτικό κόστος, η ελληνική πλευρά προτείνει αντί για αυτά, αυξήσεις στις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων που είναι απίθανο να οδηγήσουν σε ένα βιώσιμο σύστημα και απλώς θα αναβάλουν την ημέρα του λογαριασμού.