Ο Τραμπ και η Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Τραμπ και η Ελλάδα

Υπάρχει περιθώριο για ελληνικό περιφερειακό ρόλο;

Το Παλαιστινιακό πρόβλημα, επονομαζόμενο και «μητέρα όλων των συγκρούσεων» και μέχρι πρότινος κεντρική μεταβλητή της περιφερειακής εξίσωσης ασφαλείας και θεωρούμενο ως βασική προϋπόθεση για την ειρήνευση της Μέσης Ανατολής, έχει «υποβιβαστεί» σε απαραίτητη μεν, αλλά μη επαρκή προϋπόθεση για την ειρήνη στην περιοχή. Δυστυχώς, δεν διαφαίνονται ουσιαστικές προοπτικές ειρήνευσης, με το Ισραήλ επαναπαυμένο σε μια προσωρινά ικανοποιητική για εκείνο κατάσταση λόγω των ευνοϊκών περιφερειακών συσχετισμών ισχύος, αλλά και τον διχασμό των Παλαιστινίων μεταξύ Φατάχ και Χαμάς. Όμως, είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για μια βιώσιμη κατάσταση, τόσο λόγω της αυξημένης περιφερειακής αστάθειας, όσο και λόγω των εξελίξεων στην ισραηλινή κοινωνία, που καλείται να διαχειριστεί και μια σειρά από στρατηγικά και ηθικά διλήμματα, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η «λύση των δύο κρατών» (two-state solution) εγκαταλειφθεί. Ειρήσθω εν παρόδω, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να ισορροπήσει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ στρατηγικών συμφερόντων από την μια, και ιστορικών δεσμών και αίσθησης δικαίου από την άλλη. Πάντως, θεωρούμε ότι η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ θα πρέπει να παραμείνει εκ των κεντρικών στοιχείων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Μετά από μια περίοδο έντονα αρνητικών εξελίξεων με επίκεντρο την Συρία, αλλά και άλλα σημαντικά προβλήματα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, φάνηκε μια αχτίδα αισιοδοξίας με την συμφωνία ανάμεσα στο Ιράν και τις 5+1 (Ρ5+1) μεγάλες δυνάμεις για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Η συμφωνία, σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα επιτυχούς μυστικής διπλωματίας μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, είναι αναμφίβολα ένα θετικό βήμα αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν οι δυσκολίες για την πλήρη υλοποίησή της (υπάρχει και το αρνητικό προηγούμενο της Βόρειας Κορέας που δύο φορές συμφώνησε σε διακοπή του πυρηνικού της προγράμματος και ισάριθμες φορές υπαναχώρησε). Εξάλλου, οι σκληροπυρηνικοί στις ΗΠΑ (ιδιαίτερα μετά τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2016), στο Ιράν, στο Ισραήλ και στην Σαουδική Αραβία δεν θα μεμφθούν προσπαθειών για να την υπονομεύσουν. Και αν η συμφωνία δεν υλοποιηθεί πλήρως, θα αυξηθεί η πιθανότητα μιας στρατιωτικής λύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Όσον αφορά στην υπόλοιπη «νότια γειτονιά» της χώρας μας, οι σεισμικές δονήσεις, αποτέλεσμα των αραβικών εξεγέρσεων, δεν αποκλείεται να κλονίσουν ακόμη και μετριοπαθή και συγκριτικά πιο νομιμοποιημένα καθεστώτα όπως η Ιορδανία και το Μαρόκο, ενώ η μελλοντική διαδοχή ηγεσίας στην Σαουδική Αραβία θα είναι κρίσιμη τόσο λόγω ενδο-οικογενειακών ισορροπιών ανάμεσα στους αλ-Σαούντ, όσο και λόγω του γενικότερου κλίματος στην χώρα. Όσον αφορά στο Ιράκ, η εδαφική ακεραιότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απολύτως δεδομένη, καθώς το κουρδικό βόρειο τμήμα της χώρας είναι πιθανό μελλοντικά να επιλέξει την ανεξαρτησία, με άγνωστες συνέπειες για τους κουρδικούς πληθυσμούς σε γειτονικές χώρες, και ιδιαίτερα την Τουρκία ή μια ήδη κατακερματισμένη Συρία. Η διαχείριση των συνεπειών μια τέτοιας αλλαγής συνόρων θα πρέπει να αποτελέσει εγκαίρως αντικείμενο προβληματισμού, όπως επίσης και τα απαραίτητα βήματα προετοιμασίας για την απορρόφηση των κραδασμών. Η έλλειψη περιφερειακών δομών ασφαλείας και η δραστηριοποίηση μεγάλων δυνάμεων και φιλόδοξων περιφερειακών δυνάμεων (Σ. Αραβία, Ιράν, Τουρκία) περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση και καθιστούν τις προσπάθειες διαχείρισης των εντάσεων και επίλυσης των συγκρούσεων ακόμη δυσκολότερες.

ΟΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΡΑΜΠ

Ένα πρώτο πρόβλημα για την Ελλάδα (αλλά προφανώς όχι μόνο) είναι οι περιορισμένες επαφές και προσβάσεις στο επιτελείο Τραμπ, ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αμέσως μόλις γίνουν γνωστά τα πρόσωπα που θα τοποθετηθούν σε θέσεις κλειδιά. Τα δε ζητήματα άμεσου ή έμμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος στα οποία ενδέχεται να παρατηρηθεί μικρότερη ή μεγαλύτερη μεταβολή της αμερικανικής πολιτικής περιλαμβάνουν την σύγκρουση στην Συρία, την αντιμετώπιση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, τις σχέσεις με την Τουρκία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ρωσία, το Ιράν, καθώς και την αμερικανική στάση έναντι της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Θα εξετάσουμε με λίαν συνοπτικό τρόπο τις ενδεχόμενες μεταβολές.

Εκ των κεντρικών ζητημάτων, ιδιαίτερα από ελληνικής σκοπιάς, θα είναι η εξέλιξη των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας. Από το 2003 μέχρι σήμερα αυτή η σχέση έχει δεχθεί αρκετά πλήγματα, η κατάσταση επιδεινώθηκε ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών και είναι σαφής ο προβληματισμός εντός των θεσμικών οργάνων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για την έλλειψη προβλεψιμότητας του προέδρου Ερντογάν. Από την άλλη μεριά, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί και τόσο ο Αντιπρόεδρος Πενς, όσο και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Φλιν, ανήκουν σε αυτούς που θεωρούν την Τουρκία ιδιαίτερα σημαντική χώρα για τις ΗΠΑ.

Aν ο πρόεδρος Τραμπ θέσει ως σαφή προτεραιότητα την καταπολέμηση του ISIS και όχι την απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία, τότε οι Κούρδοι παραμένουν -έστω και προσωρινά;- χρήσιμοι σύμμαχοι για τις ΗΠΑ και η Τουρκία θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ διαφορετικών στόχων και προτεραιοτήτων. Με δεδομένες και τις στρατιωτικές επιτυχίες του συριακού καθεστώτος στην περιοχή του Χαλεπίου και την αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης, ο κ. Ερντογάν ίσως υποχρεωθεί να «πιεί το πικρό ποτήρι» και να μεταβάλλει τις θέσεις του στο Συριακό. Εξάλλου, τυχόν παραμονή Άσαντ και αποφυγή εδαφικού κατακερματισμού ή ομοσπονδιοποίησης της Συρίας θα μείωνε τους κινδύνους κουρδικής προέλευσης για την Τουρκία. Πάντως, δεν είναι βέβαιο ότι η τυχόν «αποδοχή» από την αμερικανική ηγεσία της παραμονής του Άσαντ και στενότερη συνεργασία με την Ρωσία κατά του ISIS θα γίνει δεκτή χωρίς αντιδράσεις από το Κογκρέσο και το Πεντάγωνο, ενώ ο παράγοντας Ιράν –στενός σύμμαχος του καθεστώτος Άσαντ- περιπλέκει την κατάσταση.