Γιατί η σταμάτησε η παγκοσμιοποίηση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η σταμάτησε η παγκοσμιοποίηση

Και πώς να επανεκκινηθεί
Περίληψη: 

Σήμερα, κάθε πτυχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας βρίσκεται υπό επίθεση. Μια λαϊκή αντίδραση κατά του ελεύθερου εμπορίου και των απεριόριστων διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων έχει κερδίσει δυναμική. Το ιδεώδες της ελεύθερης ροής πληροφοριών έρχεται σε σύγκρουση με τις αυξανόμενες εκκλήσεις για τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και την αυξημένη ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, τα αισθήματα έχουν στραφεί έντονα κατά της μετανάστευσης, ειδικά καθώς κύματα προσφύγων από την Μέση Ανατολή έχουν πλημμυρίσει την Ευρώπη.

Ο FRED HU είναι ιδρυτής και πρόεδρος της Primavera Capital Group.
Ο MICHAEL SPENCE είναι καθηγητής Οικονομικών και Επιχειρήσεων στην έδρα William R. Berkley της Σχολής Επιχειρήσεων Leonard N. Stern του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Έλαβε το βραβείο Νόμπελ στα Οικονομικά το 2001.

Για πολλές δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα ευρύ φάσμα χωρών μοιράστηκε ένα θεμελιώδες οικονομικό όραμα. Επιδοκίμαζαν ένα ολοένα και πιο ανοικτό σύστημα για το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών [1], το οποίο υποστηρίζεται από διεθνείς οργανισμούς˙ επέτρεψαν στο κεφάλαιο, στις εταιρείες και, σε μικρότερο βαθμό, στους ανθρώπους να διακινούνται ελεύθερα πέραν των συνόρων˙ και ενθάρρυναν την ταχεία διάδοση δεδομένων και τεχνολογίας. Καθώς το εμπόριο διευρύνθηκε, το παγκόσμιο βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε δραματικά και εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι διέφυγαν από την φτώχεια [2].

Σήμερα, κάθε πτυχή αυτής της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας βρίσκεται υπό επίθεση. Μια λαϊκή αντίδραση κατά του ελεύθερου εμπορίου και των απεριόριστων διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων έχει κερδίσει δυναμική. Το ιδεώδες της ελεύθερης ροής πληροφοριών έρχεται σε σύγκρουση με τις αυξανόμενες εκκλήσεις για τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και την αυξημένη ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, τα αισθήματα έχουν στραφεί έντονα κατά της μετανάστευσης, ειδικά καθώς κύματα προσφύγων από την Μέση Ανατολή έχουν πλημμυρίσει την Ευρώπη. Και μετά από αρκετούς επιτυχείς γύρους πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στα μεταπολεμικά χρόνια, οι νέες συμφωνίες έχουν γίνει πολύ πιο σπάνιες: Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου [3] (ΠΟΕ) δεν ολοκλήρωσε ούτε έναν ενιαίο πλήρη γύρο επιτυχημένων διαπραγματεύσεων από την δημιουργία του το 1995.

18022018-1.jpg

Επικεφαλής του προστατευτισμού: Ο Τραμπ σε ένα εργοστάσιο στην Ινδιανάπολη, στην Ιντιάνα, τον Δεκέμβριο του 2016. MIKE SEGAR / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------------------------------

Τον περασμένο Ιούνιο, το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ της αποχώρησής του από την ΕΕ [4], προκαλώντας την χειρότερη πολιτική κρίση στην ιστορία της Ένωσης. Εν τω μεταξύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρόεδρος Donald Trump έχει δεσμευθεί να βάλει την «Αμερική πρώτα». Την πρώτη εβδομάδα της προεδρίας του, ο Trump αποσύρθηκε από την Trans-Pacific Partnership (TPP), την συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών των 12 εθνών που ενορχηστρώθηκε από τον προκάτοχο του Trump, και έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί την Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA), την οποία χαρακτήρισε ως «ίσως την χειρότερη εμπορική συμφωνία μπορεί που υπογράφηκε οπουδήποτε, αλλά σίγουρα που έχει υπογραφεί σε αυτή την χώρα». Η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership, ΤΤΙΡ), μια συμφωνία που τώρα διαπραγματεύεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ, αντιμετωπίζει επίσης ένα αβέβαιο μέλλον, έχοντας πέσει σε τέλμα αντιμετωπίζοντας ισχυρή αντίθεση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν το ενδιαφέρον τους στο να καλλιεργήσουν την διεθνή τάξη στης οποίας την οικοδόμηση διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο, το μέλλον της παγκοσμιοποίησης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα. Μέχρι στιγμής, το Πεκίνο φαίνεται να δεσμεύεται να διατηρήσει ένα ανοιχτό παγκόσμιο σύστημα. Αλλά προς το παρόν, η Κίνα θα αγωνιστεί για να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο υποστηρικτής μιας ανοικτής, πολυμερούς τάξης. Σε μια εποχή ταχείας και αποδιοργανωτικής τεχνολογικής αλλαγής, οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο θα χρειαστεί να πιέσουν για μεταρρυθμίσεις που μπορούν να διατηρήσουν τα επιτεύγματα της παγκοσμιοποίησης -και να διορθώσουν τα ελαττώματά της- προτού είναι πολύ αργά.

ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Τις τελευταίες επτά δεκαετίες και ιδιαίτερα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η παγκοσμιοποίηση επιταχύνθηκε σταθερά. Για μεγάλο μέρος αυτής της περιόδου, οι περισσότερες χώρες αποδέχτηκαν το ανοιχτό παγκόσμιο σύστημα συναλλαγών. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις συχνά ύψωσαν εμπόδια για να διαχειριστούν τον ρυθμό των αλλαγών. Οι αναπτυσσόμενες χώρες, για παράδειγμα, καθυστέρησαν συχνά το άνοιγμα ορισμένων τομέων των οικονομιών τους στο εξωτερικό εμπόριο για να προστατέψουν τις λεγόμενες νηπιακές βιομηχανίες και επέβαλαν κεφαλαιακούς ελέγχους για να αποφύγουν την αποσταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών τους συστημάτων. Αν και οι ανεπτυγμένες χώρες αποδέχτηκαν γενικά το κόστος του ανοικτού οικονομικού συστήματος, μερικές φορές παρενέβησαν για να μειώσουν τις διαταραχές που προκαλεί το εμπόριο. Για παράδειγμα, σε μια σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχή προσπάθεια να βοηθήσει την εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία, η διοίκηση Reagan επέβαλε περιορισμούς στις εισαγωγές αυτοκινήτων και ώθησε τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Ιαπωνίας να κατασκευάσουν εργοστάσια στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ωστόσο, οι ανεπτυγμένες χώρες δεν κατάφεραν να μετριάσουν τις αρνητικές παρενέργειες του διεθνούς εμπορίου και των ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών. Τα Δυτικά ακροατήρια κατηγόρησαν το ελεύθερο εμπόριο για την μείωση των θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης και για την διεύρυνση της ανισότητας των εισοδημάτων [5], ενώ τα αντι-εμπορικά αισθήματα στην μεσαία Αμερική συνέβαλαν στην εκτόξευση του Trump στον Λευκό Οίκο. Μεταξύ των παραδοσιακών υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης -στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την ηπειρωτική Ευρώπη- η στήριξη υπέρ της οικονομικής ανοικτότητας έχει μειωθεί δραματικά. Τον Νοέμβριο του 2016, μια δημοσκόπηση των YouGov/Economist διαπίστωσε ότι λιγότεροι από τους μισούς Αμερικανούς, Βρετανούς και Γάλλους πίστευαν ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν μια «δύναμη για το καλό».