Παίζοντας το χαρτί της Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παίζοντας το χαρτί της Ταϊβάν

Ο Τραμπ προκαλεί χωρίς λόγο την Κίνα

Η απόρριψη της Συναίνεσης του 1992 από την Tsai εξόργισε το Πεκίνο, το οποίο ανταποκρίθηκε στην ανυπακοή της διακόπτοντας τις απ’ ευθείας τηλεφωνικές επικοινωνίες [μεταξύ των κυβερνήσεων] και προκαλώντας έναν βαθμό οικονομικού πόνου, μειώνοντας δραματικά τον αριθμό των κινεζικών τουριστικών γκρουπ που επιτρέπεται να ταξιδεύουν στην Ταϊβάν [5]. Ωστόσο, η γενική αντίδραση της Κίνας στην εκλογή της Τσάι ήταν αρχικά ηπιότερη από την αναμενόμενη -πιθανώς μια συνάρτηση της αποφασιστικότητας της Τσάι να κάνει ειδική προσπάθεια για να αποφύγει να προκαλέσει το Πεκίνο ή να υπεραντιδράσει στις προκλήσεις του. Σε αντίθεση με τον πρώτο πρόεδρο του DPP, Chen Shui-bian (ο οποίος κυβερνούσε από το 2000 έως το 2008), η Τσάι συγκρατήθηκε από το να κεφαλαιοποιήσει την συμπεριφορά της Κίνας αρνούμενη να συζητήσει με ανησυχητικούς τόνους το θέμα της τηλεφωνικής γραμμής ή τα τουριστικά ζητήματα. Η Τσάι φαίνεται να κατανοεί ότι η ασφάλεια της Ταϊβάν μπορεί να ενισχυθεί καλύτερα με την εκτροπή των κινήσεων της ΛΔΚ και στην ανταπόκριση σε αυτές με ηρεμία και με αυτοπεποίθηση. Κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας της, υπήρξαν λόγοι να αισθανθεί κανείς επιφυλακτικά αισιόδοξος για την σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν.

Αλλά η προεδρία της Τσάι δεν ήταν χωρίς παραπατήματα. Πιθανόν ευρισκόμενη υπό πίεση από την σκληροπυρηνική πτέρυγα [υπέρ] της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν [6] στο DPP, η Tsai συνεργάστηκε με μια ομάδα Ρεπουμπλικάνων για να κάνει ένα συγχαρητήριο τηλεφώνημα τον Δεκέμβριο του 2016 στον Trump ο οποίος ήταν τότε απλώς ο εκλεγείς πρόεδρος. Το τηλεφώνημα ενέτεινε περαιτέρω τις σχέσεις της Ταϊβάν με το Πεκίνο. Στους 15 μήνες από την τηλεφωνική συνδιάλεξη, οι εντάσεις μεταξύ των δύο έχουν φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν πρόεδρος ήταν ο Τσεν. Αν και μετά από την συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο Xi Jinping στο Mar-a-Lago τον Απρίλιο του 2017, ο Trump δεσμεύτηκε να μην μιλήσει ποτέ ξανά με την Τσάι χωρίς να συμβουλευτεί πρώτα τον Xi, το Πεκίνο έγινε όλο και πιο δυναμικό απέναντι στην Ταϊπέι πέρσι. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν αναφέρει ότι η Κίνα «παρενέβη στις διεθνείς υποθέσεις της Ταϊβάν» 42 φορές το 2017, τα περισσότερα τέτοια περιστατικά από το 2007. Η παρέμβαση κυμαίνεται από την υφαρπαγή διπλωματικών συμμάχων (ο αριθμός των χωρών που αναγνωρίζουν τώρα την Ταϊβάν έπεσε στους 20 από 22 το 2016) μέχρι το να αναγκάσει τους διαχειριστές του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη να αρνούνται την είσοδο στους τουρίστες της Ταϊβάν, εκτός κι αν υποβάλλουν πρώτα αίτηση για Άδεια Ταξιδίου στην Ηπειρωτική Χώρα για Κατοίκους της Ταϊβάν (Mainland Travel Permit for Taiwan Residents).

21032018-2.jpg

Η πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen, στις 7 Ιανουαρίου 2017. TYRONE SIU / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------------

Ακόμη πιο σοβαρά, κινεζικά στρατιωτικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων βομβαρδιστικών και προηγμένων μαχητικών τζετ, επανειλημμένα απείλησαν την Ταϊβάν κατά την διάρκεια του 2017 πετώντας προκλητικά κοντά στον αεροπορικό χώρο της Ταϊβάν. Υπήρξαν δέκα παρόμοιες επιδρομές από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο και μόνο. Δεν είναι σαφές πόσες εισβολές υπήρξαν πριν από το 2017, αλλά οι αξιωματούχοι της Ταϊβάν δήλωσαν ότι ο τελευταίος αριθμός είναι «πρωτοφανής». Εν τω μεταξύ, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ταϊβάν ανέφερε ότι η Πολεμική Αεροπορία του PLA (Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) διοργάνωσε 16 στρατιωτικές ασκήσεις κοντά στην Ταϊβάν το 2017. Οι ασκήσεις των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων που απειλούν την Ταϊβάν είναι συνήθεις, αλλά ο προκλητικός τρόπος με τον οποίο τα αεροσκάφη του PLA και τα πλοία του κινεζικού πολεμικού ναυτικού περιβάλλουν το νησί, θεωρήθηκε από ορισμένους αναλυτές ως εξαιρετικά ασυνήθιστος. Τεντώνοντας περαιτέρω τα νεύρα, η Κίνα έκανε διέλευση του αεροπλανοφόρου της μέσω των στενών της Ταϊβάν τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο του 2017 και στην συνέχεια πάλι τον Ιανουάριο του 2018. Η μόνη άλλη φορά που συνέβη αυτό ήταν το 2013. Το έτος μετά το τηλεφώνημα Trump-Tsai, η Κίνα σίγουρα προσπαθούσε να σηματοδοτήσει όχι μόνο στην Ταϊβάν αλλά και στις ομάδες «γερακιών» που περιβάλλουν τον Trump ότι δεν θα δεχόταν μια κατάσταση στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν την Ταϊβάν ως κυρίαρχο έθνος.

Προσθέτοντας στην οργή του Πεκίνου, η διοίκηση Trump ανακοίνωσε τον Ιούνιο του 2017 ένα πακέτο πωλήσεων όπλων στην Ταϊβάν ύψους 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων και στην συνέχεια, τον Δεκέμβριο, το Κογκρέσο ψήφισε (και ο Trump υπέγραψε σε νόμο) την Πράξη για την Εθνική Άμυνα για το 2018 (National Defense Authorization Act for 2018). Αυτή η νομοθεσία καλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσκαλέσουν την Ταϊβάν να συμμετάσχει σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν [7] και να «εξετάσουν την σκοπιμότητα και την εφικτότητα της αποκατάστασης των σύντομων ελλιμενισμών μεταξύ του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ναυτικού της Ταϊβάν». Οι «προτάσεις» δεν είναι δεσμευτικές για το Υπουργείο Άμυνας. Αλλά οποιαδήποτε κίνηση θα ήταν άνευ προηγουμένου και θα θεωρείτο από το Πεκίνο ως εμπρηστική. Η Κίνα, μη μπορώντας να προβλέψει τι θα κάνει πραγματικά το Πεντάγωνο υπό τον Trump, αισθάνθηκε την ανάγκη να προειδοποιήσει και να απειλήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες εν αναμονή χειρότερων πιθανοτήτων. Στα τέλη Δεκεμβρίου, ένας Κινέζος διπλωμάτης που επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον δήλωσε ότι «η ημέρα που θα φτάσει ένα πλοίο του Ναυτικού των ΗΠΑ στο Kaohsiung θα είναι η μέρα που ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός θα ενοποιήσει την Ταϊβάν με στρατιωτική βία», μια ασυνήθιστα ρητή προειδοποίηση του είδους που δεν είχε ακουστεί για μια δεκαετία.