Τα deepfakes και ο νέος πόλεμος παραπληροφόρησης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα deepfakes και ο νέος πόλεμος παραπληροφόρησης

Η επερχόμενη εποχή της μετα-αληθινής γεωπολιτικής

Θεωρητικά, οι λύσεις ψηφιακής προέλευσης (digital provenance) είναι μια ιδανική λύση. Στην πράξη, αντιμετωπίζουν δύο μεγάλα εμπόδια. Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν παντού στην τεράστια ποικιλία συσκευών που καταγράφουν περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένων των φορητών υπολογιστών και των smartphones. Δεύτερον, η χρήση τους θα πρέπει να γίνει προϋπόθεση για τη μεταφόρτωση περιεχομένου στις πιο δημοφιλείς ψηφιακές πλατφόρμες, όπως το Facebook, το Twitter και το YouTube. Καμιά από αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι πιθανόν να ικανοποιηθεί. Οι κατασκευαστές συσκευών, εν τη ελλείψει κάποιας νομικής ή κανονιστικής υποχρέωσης [8], δεν θα υιοθετήσουν μια ψηφιακή ταυτότητα μέχρι να μάθουν ότι είναι [οικονομικά] προσιτή, έχει ζήτηση, και ότι είναι απίθανο να επηρεάσει την απόδοση των προϊόντων τους. Και λίγες πλατφόρμες κοινωνικών μέσων θα θέλουν να εμποδίσουν τους χρήστες τους από το να ανεβάσουν περιεχόμενο χωρίς έλεγχο αυθεντικότητας, ειδικά όταν ο πρώτος που θα το κάνει θα διακινδυνεύσει να χάσει μερίδιο αγοράς από λιγότερο αυστηρούς ανταγωνιστές.
Μια τρίτη, περισσότερο κερδοσκοπική τεχνολογική προσέγγιση περιλαμβάνει αυτό που ονομάστηκε «υπηρεσίες επικυρωμένου άλλοθι» (authenticated alibi services), που σύντομα θα μπορούσε να αρχίσει να αναδύεται από τον ιδιωτικό τομέα. Θεωρήστε ότι τα deepfakes είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για άτομα υψηλού προφίλ, όπως πολιτικοί και διασημότητες, με πολύτιμη αλλά εύθραυστη φήμη. Για να προστατευθούν από τα deepfakes, ορισμένα από αυτά τα άτομα μπορούν να επιλέξουν να εμπλακούν σε ενισχυμένες μορφές «lifelogging» -την πρακτική της καταγραφής σχεδόν κάθε πτυχής της ζωής κάποιου- προκειμένου να αποδεικνύουν το πού ήταν και τι έλεγαν ή έκαναν σε οποιαδήποτε στιγμή. Οι εταιρείες ενδέχεται να αρχίσουν να προσφέρουν πακέτα υπηρεσιών άλλοθι, συμπεριλαμβανομένων φορητών συσκευών [στμ: wearables, που φοριούνται], ώστε να κάνουν το lifelogging βολικό, την αποθήκευση να αντιμετωπίσει τον τεράστιο όγκο των δεδομένων που θα προκύπτουν, και την πιστοποίηση αυτών των δεδομένων αξιόπιστη. Αυτά τα πακέτα θα μπορούσαν ακόμη να περιλαμβάνουν συνεργασίες με σημαντικές πλατφόρμες ειδήσεων και social media, οι οποίες θα επέτρεπαν την ταχεία επιβεβαίωση ή ξεσκέπασμα του περιεχομένου.

Μια τέτοια συνδεσιμότητα (logging) θα ήταν βαθιά επεμβατική και πολλοί άνθρωποι δεν θα ήθελαν να έχουν σχέση με κάτι τέτοιο. Όμως, εκτός από τα υψηλού προφίλ άτομα που θα επιλέξουν να υιοθετήσουν το lifelogging για να προστατεύσουν τον εαυτό τους, ορισμένοι εργοδότες θα μπορούσαν να αρχίσουν να επιμένουν σε αυτό για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων τους, όπως τα αστυνομικά τμήματα απαιτούν από όλο και περισσότερους αστυνομικούς να χρησιμοποιούν κάμερες σώματος. Ακόμα κι αν μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός ανθρώπων αναλάβει εντατικό lifelogging, θα παράγουν τεράστια αποθέματα δεδομένων, στα οποία εμείς οι υπόλοιποι θα βρεθούμε μπλεγμένοι ακούσια, δημιουργώντας ένα μαζικό δίκτυο επιτήρησης ομοτίμων (peer-to-peer) για την συνεχή καταγραφή των δραστηριοτήτων μας.

ΘΕΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Εάν αυτές οι τεχνολογικές επιδιορθώσεις έχουν περιορισμένα θετικά, τότε τι γίνεται με τα ένδικα μέσα; Ανάλογα με τις περιστάσεις, η δημιουργία ή η διάδοση ενός deepfake θα μπορούσε να συνιστά δυσφήμιση, απάτη ή υπεξαίρεση της ομοιότητας ενός ατόμου, μεταξύ άλλων αστικών και ποινικών παραβιάσεων. Θεωρητικά, κάποιος θα μπορούσε να κλείσει τυχόν κενά με την ποινικοποίηση (ή την επισύναψη αστικής ευθύνης) για συγκεκριμένες πράξεις -για παράδειγμα, η δημιουργία ενός deepfake για ένα πραγματικό πρόσωπο με σκοπό να εξαπατηθεί ένας θεατής ή ακροατής με την προσδοκία ότι αυτή η εξαπάτηση θα προκαλούσε συγκεκριμένο είδος βλάβης. Ωστόσο, θα ήταν δύσκολο αυτοί οι ισχυρισμοί ή οι κατηγορίες να επιμείνουν στην πράξη. Κατ’ αρχήν, θα είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί η δημιουργία ενός deepfake σε ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα. Και ακόμη και αν εντοπιστούν οι δράστες, μπορεί να είναι πέρα από το πεδίο δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου, όπως στην περίπτωση ξένων ατόμων ή κυβερνήσεων.

Μια άλλη νομική λύση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων να κάνουν περισσότερα για να εντοπίσουν και να απομακρύνουν τα deepfakes ή το πλασματικό περιεχόμενο γενικότερα. Σύμφωνα με το ισχύον αμερικανικό δίκαιο, οι εταιρείες που κατέχουν αυτές τις πλατφόρμες είναι σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητες από την ευθύνη για το περιεχόμενο που φιλοξενούν, χάρη στο άρθρο 230 του νόμου περί ευελιξίας των επικοινωνιών (Communications Decency Act) του 1996. Το Κογκρέσο θα μπορούσε να τροποποιήσει αυτήν την ασυλία, ίσως τροποποιώντας το άρθρο 230 για να κάνει τις εταιρείες υπεύθυνες για τις επιβλαβείς και δόλιες πληροφορίες που διανέμονται μέσω των πλατφορμών τους, εκτός εάν έχουν καταβάλει εύλογες προσπάθειες για να τις εντοπίσουν και να τις καταργήσουν. Άλλες χώρες έχουν χρησιμοποιήσει μια παρόμοια προσέγγιση [9] για ένα διαφορετικό πρόβλημα: Το 2017, για παράδειγμα, η Γερμανία ψήφισε νόμο που επιβάλλει αυστηρά πρόστιμα σε εταιρείες social media που απέτυχαν να καταργήσουν ρατσιστικό ή απειλητικό περιεχόμενο εντός 24 ωρών από την αναφορά του.

Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση θα είχε δικές της προκλήσεις. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερβολική λογοκρισία. Οι εταιρείες που επιθυμούν να αποφύγουν τη νομική ευθύνη πιθανώς θα έκαναν το λάθος να αστυνομεύουν το περιεχόμενο πολύ επιθετικά, και οι ίδιοι οι χρήστες θα μπορούσαν να αρχίσουν να αυτο-λογοκρίνονται, προκειμένου να αποφύγουν το ρίσκο να κατασταλεί το περιεχόμενό τους. Δεν είναι καθόλου προφανές ότι τα θεωρητικά οφέλη από την βελτίωση της προστασίας από την απάτη θα δικαιολογούσαν αυτές τις επιβαρύνσεις στην ελεύθερη έκφραση. Ένα τέτοιο σύστημα θα διακινδύνευε επίσης τη μόνωση των υφιστάμενων πλατφορμών, οι οποίες διαθέτουν τους πόρους για την αστυνόμευση του περιεχομένου και για να πληρώνουν για νομικές μάχες, έναντι του ανταγωνισμού από μικρότερες επιχειρήσεις.

ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΨΕΜΜΑΤΑ