Τι ισχύει για την (απο)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι ισχύει για την (απο)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών

Η επιθετικότητα, οι σκοπιμότητες και οι παρερμηνείες της Τουρκίας στο ανατολικό Αιγαίο

Παραβλέποντας και παρερμηνεύοντας την σοβιετική σκοπιμότητα, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η παράγραφος 2 του Άρθρου 14 της Συνθήκης των Παρισίων «συμπληρώνει» το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, εξυπηρετώντας μια λογική «εξισορρόπησης» των συμφερόντων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο. Πέρα από υστερόβουλοι, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ανιστόρητοι και ελάχιστα πειστικοί, καθώς η Σοβιετική Ένωση δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώκει την «διατήρηση ισορροπιών» μεταξύ δύο χωρών που θα εντάσσονταν στο αμυντικό σύστημα της Δύσης, ενώ αντιθέτως υιοθετήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις η αποστρατιωτικοποίηση των εδαφών που παραχώρησαν οι ηττημένες δυνάμεις [20]. Στον βαθμό που κάποιος θα ήθελε πραγματικά να εξετάσει τις προθέσεις της σοβιετικής ηγεσίας, η Μόσχα είχε κάθε λόγο να είναι αρνητική προς την Τουρκία, λόγω του ότι η τελευταία είχε απορρίψει τους -σκληρούς ομολογουμένως- όρους της για ανανέωση του μεταξύ τους Συμφώνου Φιλίας του 1945 [21]. Άρα, τα τουρκικά επιχειρήματα για «διατήρηση των ισορροπιών» στην περιοχή δεν έχουν πραγματική ιστορική ή πολιτική βάση, εκτός αν η Άγκυρα σκόπευε να υποχωρήσει στις σοβιετικές αξιώσεις και να δεχτεί κάποιο είδος σοβιετικής κηδεμονίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Σοβιετική Ένωση μπορεί όντως να εκδήλωνε ενδιαφέρον για την προστασία των τουρκικών συμφερόντων, αποβλέποντας στο να ωφεληθεί και η ίδια. Εναλλακτικά, για ποιον λόγο;

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Υπό το φως των παραπάνω, θα πρέπει να έχει γίνει σαφές ακόμα και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή ότι η Τουρκία δεν στηρίζει πραγματικά την πολιτική ή τα επιχειρήματά της στο διεθνές δίκαιο και την διεθνή πρακτική, αλλά τα παρερμηνεύει κατά περίπτωση για να αμφισβητήσει το υφιστάμενο καθεστώς και να πιέσει για την αναθεώρησή του, με σκοπό να αποκτήσει ανταλλάγματα, ερείσματα ή δικαιώματα σε περιοχές και πεδία όπου το διεθνές δίκαιο δεν το προβλέπει. Στην περίπτωση της (απο)στρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η Άγκυρα φαίνεται να επιδιώκει την δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» μεταξύ της επικράτειάς της και της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία θα επέτρεπε στην Τουρκία να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της στην περιοχή σε καιρό ειρήνης, ενώ παράλληλα θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα της Ελλάδας να αμυνθεί ή να αντεπιτεθεί σε περίπτωση πολέμου [22]. Το ότι η Άγκυρα απεργάζεται σχέδια αυτού του είδους δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς γνωρίζουμε ότι ήδη το 1956 η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της σχεδίαζε να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Χίο, προκειμένου να εκβιάσει λύση της αρεσκείας της στο Κυπριακό [23].

Η δημοσιοποίηση αυτών των σχεδίων στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ώθησε την Ελλάδα να επανεξετάσει την εφαρμογή κάποιων συμβατικών δεσμεύσεών της στο ανατολικό Αιγαίο, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να αμφισβητήσει την ισχύ των διεθνών συνθηκών ή να επιδεινώσει τις ήδη δοκιμαζόμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα άρχισε σταδιακά να ενισχύει τις στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, και σε ορισμένες περιπτώσεις και τις εγκαταστάσεις στις οποίες αυτές έδρευαν. Όταν η Άγκυρα αντιλήφθηκε και κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές, η Αθήνα επικαλέστηκε το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ορίζει ότι «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση» [24]. Η τουρκική πλευρά αντέτεινε ότι για να ασκηθεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας που προβλέπει ο Χάρτης, θα πρέπει το αμυνόμενο κράτος να έχει δεχτεί ένοπλη επίθεση. Η Ελλάδα διαφωνεί με αυτή την ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι οι γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου (δηλαδή η μεγάλη απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική χώρα και η άμεση γειτνίασή τους με τις τουρκικές ακτές) θα καθιστούσαν άνευ αντικειμένου την λήψη μέτρων αν είχε ήδη εκδηλωθεί τουρκική επίθεση, καθώς η Τουρκία θα μπορούσε να καταλάβει τα νησιά σε μικρό χρονικό διάστημα με ελάχιστη αντίσταση. Προκειμένου να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, η Ελλάδα οφείλει να λάβει μέτρα νόμιμης άμυνας αντίστοιχα της απειλής που αντιμετωπίζει πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση [25]. Η πλειονότητα των διεθνολόγων συμφωνεί με την ελληνική τοποθέτηση, αναγνωρίζοντας στο υπό απειλή κράτος το δικαίωμα να προετοιμάζεται αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη ένοπλη επίθεση ακόμη και αν αυτή δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί (anticipatory self-defence).

Υπό την έννοια αυτή, είναι τουλάχιστον οξύμωρο ότι το πιο ουσιαστικό επιχείρημα υπέρ της στρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου το προσφέρει η ίδια η Τουρκία, η οποία έχει προχωρήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων και υλικού σε σημεία της μικρασιατικής ακτής απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ενώ αμφισβητεί σχεδόν καθημερινά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την ελληνική κυριαρχία στον χώρο αυτό. Παρότι οι τουρκικές κινήσεις που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα είναι πολλές, μια από τις πιο ανησυχητικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η συγκρότηση της 4ης Στρατιάς τον Απρίλιο του 1975, στην οποία υπάγονται δύο ταξιαρχίες πεζικού και δύο πυροβολικού, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών ειδικών δυνάμεων και ο δεύτερος μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στο ΝΑΤΟ μετά τον αμερικανικό [26]. Παρά τις διαβεβαιώσεις της Άγκυρας ότι η συγκρότηση της «Στρατιάς του Αιγαίου» είναι κατά βάση αμυντικό μέτρο, καθώς έπεται και δεν προηγείται της μερικής στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, τόσο η σύνθεση της στρατιάς αυτής όσο και ο όγκος της (35 χιλιάδες μάχιμοι σε καιρό ειρήνης) και η θέση της (στα δυτικά της χώρας) μαρτυρούν τον σκοπό και την χρησιμότητά της [27].

ΤΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΒΑΣΗ ΕΧΕΙ Η ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ;