Ο πολιτικός πόλεμος έρχεται στις ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πολιτικός πόλεμος έρχεται στις ΗΠΑ

Μετά τις κατηγορίες κατά του Τραμπ, μπορεί η Αμερική να προστατεύσει την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας;

«Το παιχνίδι της πολιτικής δεν αποτελεί κλάδο του κατηχητικού». Αυτός ήταν ο χαρακτηρισμός του «Blind Boss» Buckley, του επικεφαλής του πολιτικού μηχανισμού των Δημοκρατικών στο Σαν Φρανσίσκο στην αυγή του εικοστού αιώνα. Η αμερικανική πολιτική είχε εδώ και καιρό την φήμη ότι είναι αδίστακτη, αλλά μέχρι τώρα, ποτέ δεν είχε εμπλακεί σε συνωμοσία που κατευθυνόταν από τον Λευκό Οίκο για την ανατροπή των αποτελεσμάτων προεδρικών εκλογών. Όπως δείχνουν τα δύο τελευταία κατηγορητήρια κατά του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, κάτι ποιοτικά διαφορετικό συνέβη στον απόηχο της εκλογικής του ήττας το 2020.

22082023-1.jpg

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στη Νότια Καρολίνα, τον Αύγουστο του 2023. Sam Wolfe / Reuters
--------------------------------------------------------------

Ο Τραμπ αντιμετωπίζει τώρα τέσσερα ποινικά κατηγορητήρια που περιλαμβάνουν 91 ποινικές κατηγορίες σε τέσσερις δικαιοδοσίες. Αλλά είναι τα δυο πιο πρόσφατα κατηγορητήρια που αφορούν τις προσπάθειές του να κλέψει τις εκλογές του 2020 και επομένως να επιτεθεί στην καρδιά της αμερικανικής δημοκρατίας. Την 1η Αυγούστου, μια ομοσπονδιακή προανακριτική επιτροπή (grand jury) κατήγγειλε τον Τραμπ για τέσσερις κατηγορίες, μεταξύ των οποίων συνωμοσία για εξαπάτηση των Ηνωμένων Πολιτειών και συνωμοσία για παρεμπόδιση επίσημης διαδικασίας. Αυτό το κατηγορητήριο των 45 σελίδων αποτελεί ανατριχιαστικό ανάγνωσμα καθώς περιγράφει λεπτομερώς το πώς ο Τραμπ και οι φερόμενοι συν-συνωμότες του προσπάθησαν να ανατρέψουν τα εκλογικά αποτελέσματα τους μήνες πριν από την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021. Μέρος της συνωμοσίας που τεκμηριώνεται στο κατηγορητήριο περιελάμβανε εκστρατεία πίεσης στους πολιτειακούς εκλογικούς αξιωματούχους για να αλλάξουν τα αποτελέσματα στις πολιτείες τους. Οι προσπάθειες του Τραμπ στην Τζόρτζια αποτελούν τώρα την βάση ενός νέου κατηγορητηρίου από μια προανακριτική επιτροπή στην Ατλάντα, όπου ο Τραμπ αντιμετωπίζει 13 κατηγορίες για κακούργημα. Αυτό το σαρωτικό κατηγορητήριο κατηγορεί επίσης 18 συγκατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένου του Ρούντολφ Τζουλιάνι, του πρώην δήμαρχου της Νέας Υόρκης που εντάχθηκε στη νομική ομάδα του Τραμπ, και του Μαρκ Μέντοους, πρώην Ρεπουμπλικανού βουλευτή που υπηρέτησε ως επικεφαλής του προσωπικού του Λευκού Οίκου.

Η παγκόσμια ιστορία ξεχειλίζει από παραδείγματα ηγεμόνων που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την εξουσία όταν έχασαν την εντολή του λαού. Πολλοί Αμερικανοί και ξένοι θαυμαστές των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, υπέθεταν ότι η χώρα ήταν κατά κάποιο τρόπο απρόσβλητη από ένα πρόβλημα που πολλοί αντί με αυτήν το συνέδεαν με τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ετούτη η πεποίθηση προήλθε από μια μακροχρόνια πίστη στην «αμερικανική εξαιρετικότητα», την ιδέα ότι το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ και οι αμερικανικές αξίες είναι μοναδικές και αποτελούν πρότυπο για όλους τους άλλους. Αλλά μετά την ήττα του στις εκλογές του 2020, ο Τραμπ επέλεξε να δοκιμάσει τον δημοκρατικό κανόνα μιας ειρηνικής μετάβασης. Τώρα, αυτά τα κατηγορητήρια και οι δίκες που πιθανότατα θα ακολουθήσουν θα δοκιμάσουν την προεδρική λογοδοσία όπως τίποτα άλλο στο παρελθόν.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΧΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΩ ΣΟΥ

Οι εκλογές του 2020 δεν ήταν η πρώτη βεβαρυμμένη προεδρική μετάβαση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Μάρτιο του 1861, με επτά πολιτείες να έχουν ήδη αποσχιστεί, η απερχόμενη κυβέρνηση του προέδρου Τζέιμς Μπιούκαναν διέταξε τον στρατό των ΗΠΑ να περιπολεί την πρωτεύουσα του έθνους για να αποτρέψει τους αποσχιστές από το να σκοτώσουν τον Αβραάμ Λίνκολν, τον τότε εκλεγμένο πρόεδρο. Αλλά ίσως η πιο αμφιλεγόμενη μετάβαση συνέβη 15 χρόνια αργότερα, αυτή την φορά [ήταν] το προϊόν της ανήσυχης ειρήνης που είχε ακολουθήσει τον Εμφύλιο Πόλεμο. Οι εκλογές του 1876 έβαλαν αντιμέτωπους τον Σάμιουελ Τίλντεν, έναν Δημοκρατικό, με τον Ρεπουμπλικανό Ράδερφορντ Μπ. Χέις. Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι παρενέβησαν στην καταμέτρηση των ψήφων. Οι δημοκρατικές ελίτ στην Φλόριντα, την Λουιζιάνα, και τη Νότια Καρολίνα χρησιμοποίησαν εκφοβισμό για να αποτρέψουν τους νεοεισερχόμενους μαύρους ψηφοφόρους από το να ψηφίσουν. Σε απάντηση στις προσπάθειες των λευκών ρατσιστών σε αυτές τις πολιτείες, οι οποίες βρίσκονταν ακόμη υπό κατοχή από τον αμερικανικό στρατό, οι Ρεπουμπλικάνοι κρατικοί αξιωματούχοι απέρριψαν τις νόμιμες ψήφους των Δημοκρατικών. Εν μέσω εκείνης της αναταραχής, τέσσερις πολιτείες έστειλαν αντίπαλες λίστες εκλεκτόρων στο Κογκρέσο των ΗΠΑ. Παραλυμένο, το Κογκρέσο ψήφισε τον Νόμο της Εκλογικής Επιτροπής του 1877, ο οποίος ίδρυσε μια επιτροπή για να διευθετήσει τα πράγματα. Ο πραγματικός νικητής των εκλογών παρέμεινε αμφισβητούμενος μέχρι λίγες μέρες πριν από την ορκωμοσία, όταν οι σύμμαχοι του Hayes υποσχέθηκαν ότι σε αντάλλαγμα για την αποδοχή ενός Ρεπουμπλικανού στον Λευκό Οίκο, οι Δημοκρατικοί θα αποζημιωθούν με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τον Νότο, ουσιαστικά αφήνοντας τους προηγουμένως υπόδουλους ανθρώπους στο έλεος των πρώην υποδουλωτών τους για άλλα 90 χρόνια.

Μετά από σχεδόν 125 χρόνια σχετικά ομαλών μεταβιβάσεων εξουσίας ήρθαν οι εκλογές του 2000, οι οποίες ήταν αμφισβητούμενες για εβδομάδες λόγω της μικρής [διαφοράς της] καταμέτρησης στην Φλόριντα. Η αγωνία κράτησε μέχρι και έναν μήνα πριν από την ορκωμοσία του προέδρου Τζορτζ Μπους [του νεότερου]. Αν και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να παρέμβει για να αποτρέψει την συνέχιση των επανακαταμετρήσεων στην Φλόριντα υποστηρίχθηκε λίγο και επικρίθηκε ευρέως, ο ηττημένος, ο αντιπρόεδρος Αλ Γκορ, που είχε κερδίσει την εθνική λαϊκή ψήφο, αποδέχτηκε το αποτέλεσμα και οι υποστηρικτές του διαλύθηκαν χωρίς επεισόδια.

Αρκετοί Αμερικανοί πρόεδροι αρνήθηκαν να παραστούν στην ορκωμοσία των διαδόχων τους. Ο John Adams, ο John Quincy Adams, και ο Andrew Johnson όλοι αρνήθηκαν να εμφανιστούν, κυρίως επειδή αυτοί οι πρόεδροι της μιας θητείας αντιπαθούσαν προσωπικά τους άνδρες που τους είχαν νικήσει. Αλλά μέχρι τον Τραμπ, κανένας πρόεδρος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τη μεταβίβαση της εξουσίας μετά την καταμέτρηση των ψήφων.

Για πολλούς, αυτή η μακρά ιστορία φαινόταν να ξεχωρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες από άλλες χώρες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η πρώτη χώρα στην σύγχρονη εποχή που είχε εκλεγμένο αρχηγό κράτους, αν και αυτός ο ηγέτης επρόκειτο να επιλεγεί από ένα κολέγιο εκλεκτόρων από κάθε πολιτεία και όχι από τον λαό απευθείας. Για τα πρώτα 40 χρόνια της αμερικανικής προεδρίας, τα περισσότερα νομοθετικά σώματα των πολιτειών επέλεγαν τους προεδρικούς εκλέκτορές τους, αλλά μετά το 1877 θα γινόταν κοινή πρακτική η επιλογή τους αποκλειστικά με βάση την λαϊκή ψήφο για τον πρόεδρο σε κάθε πολιτεία. Σήμερα, και οι 50 πολιτείες και η περιφέρεια της Κολούμπια βασίζονται στην λαϊκή ψήφο για την πιστοποίηση των προεδρικών εκλεκτόρων, καθώς ο νικητής παίρνει τα πάντα σε κάθε πολιτεία εκτός από το Μέιν και τη Νεμπράσκα (όπου οι εκλέκτορες καθορίζονται από την ψηφοφορία σε κάθε περιφέρεια του Κογκρέσου), μεταβάλλοντας το κολέγιο εκλεκτόρων του 18ου όγδοου αιώνα σε τελετουργικό λείψανο. Μετά τις εκλογές του 2020, ωστόσο, ορισμένοι απελπισμένοι Αμερικανοί είδαν αυτόν τον παρωχημένο θεσμό ως μια ευκαιρία όχι μόνο για να κάνουν ζημιά αλλά και για να υπονομεύσουν την δημοκρατία.

«ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ»

Το κατηγορητήριο σχετικά με τις εκλογές που κατατέθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στις αρχές Αυγούστου σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απαγγέλλει κατηγορίες σε έναν πρώην πρόεδρο για πράξεις που διέπραξε ενώ ήταν πρόεδρος. Αλλά η πραγματική σημασία της υπόθεσης και του νέου κατηγορητηρίου στην Τζόρτζια έγκειται στην φύση των εικαζόμενων εγκλημάτων. Οι κατηγορίες εναντίον του Τραμπ εγείρουν ερωτήματα όχι μόνο για την γραμμή μεταξύ του πολιτικά αδίστακτου και του εγκληματία σε μια δημοκρατία, αλλά και για την ίδια την ικανότητα του δικαστικού σώματος, μαζί με κρατικούς και τοπικούς αξιωματούχους, να επιβάλλουν την βούληση του εκλογικού σώματος ενάντια στην τεράστια δύναμη της αμερικανικής προεδρίας.

Το ομοσπονδιακό κατηγορητήριο λέει τη μεγάλη ιστορία της πολύπλευρης προσέγγισης της ομάδας Τραμπ για την ανατροπή των εκλογικών αποτελεσμάτων. Λίγες μέρες μετά τις εκλογές, η προεκλογική ομάδα του Τραμπ εξήγησε στον πρόεδρο ότι αν έχανε την Αριζόνα, την Τζόρτζια ή το Ουισκόνσιν, των οποίων οι ψήφοι δεν είχαν ακόμη πιστοποιηθεί, θα έχανε τις εκλογές. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου, οι δικηγόροι του Τραμπ παραδέχθηκαν στο δικαστήριο ότι είχε χάσει την λαϊκή ψήφο στην Αριζόνα. Τα μέλη της εκστρατείας του Τραμπ κατάλαβαν ότι ο πρόεδρος δεν είχε επανεκλεγεί. Αλλά αντί να αποδεχτεί την σκληρή αλήθεια της ήττας του, ο Τραμπ επέλεξε να αρχίσει να συνεννοείται με τον Τζουλιάνι και άλλους για να αντεπιτεθούν.

Το πρώτο σημείο επίθεσης ήταν η Αριζόνα, όπου ο Τραμπ και ο Τζουλιάνι λέγεται ότι κάλεσαν τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων της Αριζόνα, Ράσελ «Rusty» Μπάουερς, για να επιμείνουν η κυβέρνηση της Αριζόνα να ανατρέψει την αποφασή της ότι ο Μπάιντεν είχε κερδίσει, με βάση ισχυρισμούς περί εκλογικής νοθείας. Όταν ο Μπάουερς ζήτησε στην συνέχεια από τον Τζουλιάνι να μοιραστεί αυτά τα προφανή στοιχεία, ο Τζουλιάνι απάντησε: «Δεν έχουμε τα στοιχεία, αλλά έχουμε πολλές θεωρίες». Όταν η Αριζόνα προσπάθησε να τους κλείσει την πόρτα, οι συνωμότες επικεντρώθηκαν στο Μίτσιγκαν, την Πενσυλβάνια, και την Τζόρτζια, λένε οι εισαγγελείς, με τον Τραμπ να πιέζει ιδιωτικά ορισμένους βασικούς Ρεπουμπλικάνους νομοθέτες σε αυτές τις πολιτείες, ενώ διαβεβαίωνε δημόσια την ύπαρξη εκλογικής νοθείας που ο ίδιος, όπως κι ο Τζουλιάνι, γνώριζε ότι δεν υπήρξε.

Στην Τζόρτζια, ο Τραμπ δεν πίεσε απλώς κρατικούς αξιωματούχους˙ απείλησε τουλάχιστον έναν από αυτούς, και σε μια νιξονική ανατροπή, ηχογραφήθηκε να το κάνει. Στις 8 Δεκεμβρίου 2020, ο Τραμπ κάλεσε τον Κρις Καρ, τον γενικό εισαγγελέα της Τζόρτζια, για να τον κάνει να υπογράψει μια αγωγή για νοθεία σε πολλές πολιτείες με στόχο την ανατροπή των εκλογών μέσω του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Εξηγώντας ότι δεν υπήρχαν νόμιμες αποδείξεις νοθείας στην καταμέτρηση της Τζόρτζια, ο Καρ απέρριψε τον πρόεδρο. Στις 2 Ιανουαρίου, ο Τραμπ έκανε το περιβόητο τηλεφώνημά του [1] στον Μπραντ Ράφενσπεργκερ, τον υπουργό Εξωτερικών της Τζόρτζια, ζητώντας του να αλλάξει τα ποσοστά της λαϊκής ψήφου της Τζόρτζια. Όταν ο Raffensperger αρνήθηκε, ο Τραμπ τον απείλησε λέγοντας ότι με το να μην καταγγέλλει την υποτιθέμενη νοθεία, παραβιάζει το νόμο. «Δεν μπορείτε να το αφήσετε να συμβεί», είπε ο Τραμπ. «Αυτό είναι μεγάλος κίνδυνος για εσάς και για τον Ryan [Germany], τον δικηγόρο σας». Αυτή η τηλεφωνική κλήση, η οποία καταγράφηκε, θα γινόταν η βάση για να κατηγορήσει η Τζόρτζια τόσο τον Τραμπ όσο και τον Μέντοους ότι ζήτησαν παράνομα από τον Ράφενσπεργκερ «να εμπλακεί σε συμπεριφορά που συνιστά το κακούργημα της παραβίασης του όρκου από δημόσιο υπάλληλο».

Με την προσπάθεια παρενόχλησης και εκφοβισμού κρατικών αξιωματούχων να αποτυγχάνει, η συνωμοσία άνοιξε ένα νέο μέτωπο. Στις αρχές Δεκεμβρίου, ο Τραμπ και οι στενότεροι σύμμαχοί του αποκάλυψαν μια προσέγγιση που αντικατόπτριζε μια θολή κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο Χέις είχε κερδίσει τελικά τις αμφισβητούμενες εκλογές του 1876. Ο Τραμπ και ο Τζουλιάνι βρήκαν συμμάχους στο Κογκρέσο, συμπεριλαμβανομένων των Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών Τεντ Κρουζ και Τόμι Τάμπερβιλ, για να βοηθήσουν στο εφεύρημα και να προωθούν μια ψεύτικη διαμάχη σχετικά με τη νομιμότητα των εκλεκτόρων του Μπάιντεν σε επτά πολιτείες: Αριζόνα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Νέο Μεξικό, Πενσυλβάνια, και Ουισκόνσιν. Επιστρατεύτηκαν άτομα για να παρουσιάζονται ως εκλέκτορες σε αυτές τις πολιτείες, παρόλο που αυτές οι πολιτείες είχαν ήδη επιλέξει νόμιμους εκλέκτορες στο εκλεκτορικό σώμα, με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα που πιστοποιήθηκαν από κάθε κυβερνήτη ξεχωριστά. Οι ψεύτικοι εκλέκτορες του Τραμπ έλαβαν οδηγίες να ψηφίσουν τον Τραμπ στις 14 Δεκεμβρίου, την ημέρα που όλοι οι νόμιμοι εκλέκτορες έπρεπε να ψηφίσουν για τον πρόεδρο. Ως αποτέλεσμα, θα υπήρχαν δύο σειρές εκλεκτορικών ψήφων σε αυτές τις επτά πολιτείες. Ο απώτερος στόχος για τον Τραμπ, την ομάδα του και τους Ρεπουμπλικάνους συμμάχους τους στο Κογκρέσο ήταν να δημιουργήσουν μια κατάσταση στην οποία το Κογκρέσο δεν θα ήταν σε θέση να αποφασίσει ποιες λίστες εκλεκτόρων ήταν έγκυρες. Αυτή η κρίση θα οδηγούσε στο να αναγκαστεί το Κογκρέσο να σταματήσει την πιστοποίηση των εκλογών στις 6 Ιανουαρίου, παρόμοια με αυτό που συνέβη μετά τις εκλογές του 1876. Το Κογκρέσο θα μπορούσε στην συνέχεια να δημιουργήσει μια εκλογική επιτροπή για να βρει μια διέξοδο από το χάος που θα οδηγούσε κατά κάποιο τρόπο στην παραμονή του Τραμπ στον θώκο. Η διαφορά ήταν ότι το 1876, υπήρχε ένα πραγματικό αδιέξοδο. Φυσικά, οποιοδήποτε εκλογικό αδιέξοδο το 2021 θα ήταν fake news, προϊόν συντονισμένης ίντριγκας. Ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου [2] από τον Kenneth Chesebro, έναν δικηγόρο που φέρεται να βοήθησε στην ανάπτυξη του σχεδίου των ψεύτικων εκλεκτόρων, σε έναν διοργανωτή των ψεύτικων εκλεκτόρων στη Νεβάδα, αναφέρει το εξής: «Ο σκοπός της αποστολής των εκλεκτορικών ψήφων στο Κογκρέσο είναι να παρέχει την ευκαιρία να συζητήσουμε τις εκλογικές παρατυπίες στο Κογκρέσο και να διατηρήσουμε ζωντανή την πιθανότητα οι ψήφοι να μεταφερθούν στον Τραμπ».

Μερικοί από τους ψεύτικους εκλέκτορες ένιωσαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι υποστηρικτές του Τραμπ που επιλέχθηκαν στην Πενσυλβάνια για να υπογράψουν ψεύτικες πιστοποιήσεις ως εκλέκτορες ζήτησαν διαβεβαιώσεις σε τηλεδιάσκεψη με τον Τζουλιάνι και άλλους συν-συνωμότες στις 12 Δεκεμβρίου ότι οι ψήφοι τους θα υποβληθούν στο Κογκρέσο μόνο εάν το δικαστήριο διαπίστωνε ότι πράγματι είχε γίνει νοθεία στην πολιτεία τους. Παρά το γεγονός ότι έδωσαν αυτές τις διαβεβαιώσεις σε αυτούς τους εκλέκτορες, οι συνωμότες δεν είχαν καμία πρόθεση να περιμένουν ένα δικαστήριο να ενεργήσει υπέρ τους. Η εκστρατεία του Τραμπ θα έχανε κάθε μια από τις αγωγές της. Ο Τραμπ πίεσε ούτως ή άλλως, συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας να προωθήσει τις ψεύτικες εκλεκτορικές ψήφους από την Πενσυλβάνια. Εν τω μεταξύ, οι ανώτεροι σύμβουλοι της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου αρνήθηκαν να υποστηρίξουν το σχέδιο. Το ομοσπονδιακό κατηγορητήριο αναφέρει ότι ένας μη κατονομαζόμενος αναπληρωτής διευθυντής της εκστρατείας Τραμπ το χαρακτήρισε «τρελό σχέδιο» και ένας άλλος μη κατονομαζόμενος ανώτερος σύμβουλος το χαρακτήρισε ως «πιστοποίηση παράνομων ψήφων». Χωρίς υποστήριξη από επαγγελματίες της εκστρατείας, ο Τραμπ βασίστηκε σε εξωτερικούς συνωμότες για να πραγματοποιήσει το σχέδιό του.

Για να λειτουργήσει το εκλεκτορικό σχήμα, η συνωμοσία χρειαζόταν ακόμα κάποια πατίνα νομιμότητας για τις κατηγορίες του Τραμπ για νοθεία. Δεδομένου ότι κανένα δικαστήριο των ΗΠΑ δεν θα πιστοποιούσε ότι είχε συμβεί νοθεία, οι συνωμότες αναζήτησαν άλλη πηγή νομιμοποίησης. Αφού οι ψεύτικοι εκλέκτορες έριξαν τις ψεύτικες ψήφους τους στις 14 Δεκεμβρίου, ο Τραμπ προσπάθησε να κάνει το δικό του Υπουργείο Δικαιοσύνης να διαπιστώσει ότι είχε σημειωθεί νοθεία στις προεδρικές αναμετρήσεις σε αυτές τις επτά πολιτείες. Ωστόσο, ανώτερα στελέχη του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν υπέγραψαν απόφαση ότι είχε σημειωθεί εκλογική νοθεία. «Απλώς πείτε ότι οι εκλογές ήταν διεφθαρμένες και αφήστε τα υπόλοιπα σε εμένα και στους Ρεπουμπλικάνους βουλευτές», φέρεται να ικετεύει επανειλημμένα τον Τζέφρι Ρόζεν, τον [τότε] εν ενεργεία γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ. Όταν ο Ρόζεν και ο αναπληρωτής του δεν υποχώρησαν, ο Τραμπ απείλησε και τους δύο άνδρες με απόλυση. Ο Τραμπ είπε στην ομάδα του στον Λευκό Οίκο ότι ο Ρόζεν θα αντικατασταθεί. Και ο Ρόζεν πιθανότατα θα είχε απολυθεί και η απόφαση θα είχε υπογραφεί, αλλά [αυτό δεν συνέβη καθώς] ο Τραμπ είχε προειδοποιηθεί ότι θα υπήρχαν μαζικές παραιτήσεις στο Υπουργείο Δικαιοσύνης εάν ο Τραμπ ανάγκαζε τον Ρόζεν να φύγει.

Αντιμετωπίζοντας μια ανταρσία στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Τραμπ επικεντρώθηκε στον Πενς. Η ιδέα ήταν ο Πενς να διώξει τους εκλέκτορες του Μπάιντεν από τις επτά πολιτείες και να αποδεχτεί τους ψεύτικους εκλέκτορες ή τουλάχιστον να επαναφέρει το ζήτημα στις πολιτείες. Στα τέλη Δεκεμβρίου, ο Τραμπ είπε ψευδώς στον Πενς, ο οποίος δεν είχε εμπλακεί στις συναντήσεις με τον Ρόζεν, ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης «διαπίστωνε μεγάλες παραβάσεις», αναφέρει το κατηγορητήριο. Την 1η Ιανουαρίου, απογοητευμένος που ο Πενς ήταν απρόθυμος να συμμετάσχει στην συνωμοσία των ψεύτικων εκλεκτόρων, ο Τραμπ του είπε: «Παραείσαι έντιμος». Με τον Πενς να αρνείται να συμμορφωθεί, ο Τραμπ ζήτησε από την εκστρατεία του να εκδώσει μια δημόσια δήλωση το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου με σκοπό να τον εκφοβίσει: «Ο Αντιπρόεδρος και εγώ συμφωνούμε απόλυτα ότι ο Αντιπρόεδρος έχει την εξουσία να ενεργεί».

Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου, ο Τραμπ εξακολουθούσε να ελπίζει ότι η αντίθεση του Πενς στην διάπραξη απάτης θα κατέρρεε υπό πίεση. Αλλά όταν οι εκπρόσωποι του προέδρου προσπάθησαν να παραδώσουν τα πλαστά εκλεκτορικά ψηφοδέλτια στον Πενς, η ομάδα του αντιπροέδρου αρνήθηκε να τα δεχτεί. Λίγο πριν βγει για να εκφωνήσει τη μοιραία ομιλία του στο Ellipse κοντά στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ τηλεφώνησε ξανά στον Πενς, προσπαθώντας να τον κάνει να αλλάξει γνώμη. Μάρτυρες της κλήσης θυμούνται ότι ο Τραμπ αποκαλούσε τον Πενς «δειλό» και του είπε ότι δεν ήταν «αρκετά σκληρός». Αργότερα το ίδιο πρωί, ο Τραμπ είπε στο πλήθος που συγκεντρώθηκε στο Ellipse [στμ: το πάρκο νότια του Λευκού Οίκου, που χρησιμοποιείται συχνά για διάφορες εκδηλώσεις]: «Αν ο Μάικ Πενς κάνει το σωστό, θα κερδίσουμε τις εκλογές». Το απόγευμα, με τους ταραχοποιούς να εισβάλλουν στο Καπιτώλιο, ο Τραμπ έγραψε στο Twitter: «Ο Μάικ Πενς δεν είχε το θάρρος να κάνει αυτό που έπρεπε να γίνει για να προστατεύσει την χώρα μας και το σύνταγμά μας».

Παρά την εξέγερση που ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια όλων -μια επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα τουλάχιστον επτά θανάτους, πολλούς τραυματισμούς, και ζημιές στο Καπιτώλιο- ο Τραμπ και ο Τζουλιάνι συνέχισαν τις προσπάθειές τους να αποτρέψουν την καταμέτρηση μέχρι το τέλος εκείνης της ημέρας. Καθώς ο Πενς δεν αποτελούσε πλέον επιλογή, προσπάθησαν να καλέσουν Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές φιλικούς προς τον Τραμπ. Οι κλήσεις δεν βρήκαν ανταπόκριση, και η συνωμοσία κατέρρευσε.

ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ

Αυτό που διεξήγαγαν ο Τραμπ και οι συν-συνωμότες του δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια μορφή πολιτικού πολέμου, που παραδοσιακά συνδέεται με μυστικές επιχειρήσεις. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Αμερικανοί πρόεδροι βασίστηκαν σε αυτές τις τακτικές για να χειραγωγήσουν ορισμένες δημοκρατικές αναμετρήσεις στο εξωτερικό, όπως έκανε, για παράδειγμα, ο Χάρι Τρούμαν στην Ιταλία το 1948, και οι Τζον Φ. Κένεντι και Λίντον Τζόνσον πριν από τις εκλογές του 1964 στην Βρετανική Γουιάνα και την Χιλή.

Για πρώτη φορά, ωστόσο, ένας πρόεδρος των ΗΠΑ προσπάθησε να ανατρέψει εκλογές στο εσωτερικό. Με το να προσπαθήσει να χειραγωγήσει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020, ο Τραμπ προχώρησε πολύ περισσότερο από τον Ρίτσαρντ Νίξον, αναμφισβήτητα τον πιο παρανοϊκό πρόεδρο των ΗΠΑ, του οποίου οι σύμμαχοι εργάστηκαν για να αντιστρέψουν αυτό που θεωρούσαν κλεμμένες εκλογές το 1960. Για να αποδείξει ότι η εκστρατεία του Κένεντι είχε εμπλακεί σε επαρκή νοθεία για να κερδίσει τις με μικρή διαφορά εκλογές, οι σύμμαχοι του Νίξον, όπως τεκμηριώνεται [3] από τον ιστορικό Ντέιβιντ Γκρίνμπεργκ, αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα σε 11 πολιτείες. Το επίκεντρο της «επιτροπής επανάληψης καταμέτρησης» του Νίξον ήταν η κομητεία Κουκ του Σικάγο, το προπύργιο του δημάρχου Ρίτσαρντ Ντέιλι, ενός Δημοκρατικού, ο οποίος πιστεύεται ότι είχε δώσει τις 27 εκλεκτορικές ψήφους της πολιτείας στον Κένεντι. Η επανακαταμέτρηση στο Σικάγο δεν διαπίστωσε νοθεία, αν και συγκέντρωσε 943 επιπλέον ψήφους υπέρ του Νίξον. Αυτές οι ψήφοι δεν ήταν, ωστόσο, αρκετές για να ξεπεράσουν το προβάδισμα των 4.500 ψήφων του Κένεντι. Μη διατεθειμένοι να τα παρατήσουν, οι σύμμαχοι του Νίξον υπέβαλαν στην συνέχεια αίτημα στο Εκλογικό Συμβούλιο του Ιλινόις, στο οποίο κυριαρχούσαν οι Ρεπουμπλικάνοι, να αποδεχθεί μια αντίπαλη ομάδα εκλεκτόρων υπέρ του Νίξον. Όταν το διοικητικό συμβούλιο αρνήθηκε να πιστοποιήσει αυτούς τους εκλέκτορες, η προσπάθεια σταμάτησε. Αν κάποιος σκέφτηκε να δημιουργήσει μια παράλληλη λίστα ψεύτικων εκλεκτόρων από το Ιλινόις, ο Νίξον και οι στενοί του σύμβουλοι απέρριψαν την ιδέα.

Τα διαδοχικά σχέδια του Τραμπ για να παραμείνει στην εξουσία δεν απέτυχαν επειδή ο πρόεδρος έχασε το θάρρος του ή άλλαξε γνώμη. Απέτυχαν επειδή ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι και κρατικοί ηγέτες εκτός της συνωμοσίας, τους σταμάτησαν. Τραγικά, το μόνο πράγμα που δεν μπόρεσαν να σταματήσουν ήταν η βία στις 6 Ιανουαρίου. Όταν οι ιστορικοί ξαναμελετήσουν τα έκτακτα γεγονότα του 2020 και του 2021, θα σημειώσουν την ανιδιοτέλεια των Ρεπουμπλικάνων νομοθετών σε πολλές από τις πολιτείες που στοχοποιήθηκαν από τον πρόεδρο και τους φερόμενους ως συν-συνωμότες του. Αξιωματούχοι στην Αριζόνα, την Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, την Πενσυλβάνια, και το Ουισκόνσιν όχι μόνο περιέπλεξαν τα σχέδια του προέδρου, αλλά αποδείχθηκαν μοιραίοι γι' αυτά.

Οι δύο κατηγορίες αυτόν τον μήνα, μια ομοσπονδιακή και μια πολιτειακή, βασίστηκαν στο θάρρος ατόμων όπως ο Bowers, ο Carr, ο Raffensperger και ο κυβερνήτης της Τζόρτζια, Brian Kemp, για να στηρίξουν τους εκπληκτικά εύθραυστους πυλώνες της αμερικανικής δημοκρατίας. Οι Αμερικανοί καθώς και ο κόσμος θα παρακολουθήσουν το τι θα ακολουθήσει - τις απολογίες, τα στοιχεία, την υπεράσπιση, τις ετυμηγορίες- για να δουν εάν αυτές οι δικαστικές ενέργειες θα εμπνεύσουν περισσότερη ανιδιοτέλεια και λιγότερη συνωμοσία εφόσον το 2024 γίνει, με οποιονδήποτε τρόπο, μια εκλογή με μικρή διαφορά.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.washingtonpost.com/politics/trump-raffensperger-call-transcr...
[2] https://www.msnbc.com/opinion/msnbc-opinion/trump-indictment-georgia-fan...
[3] https://www.politico.com/news/magazine/2020/10/10/the-time-nixons-cronie...

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/united-states/trump-indictments-political...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition