Καπιταλισμός και Ανισότητα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Καπιταλισμός και Ανισότητα

Τι δεν καταλαβαίνουν η Αριστερά και η Δεξιά

Στο πέρασμα του χρόνου, η οικογένεια υπήρξε παράγοντας διαμόρφωσης του καπιταλισμού, με τη δημιουργία νέων απαιτήσεων για καινούργια προϊόντα. Ο καπιταλισμός πάλι, επανειλημμένα μετασχημάτισε την οικογένεια, καθώς νέα προϊόντα και νέα μέσα παραγωγής ώθησαν τα μέλη των οικογενειών να δαπανούν τον χρόνο τους με νέους τρόπους. Όταν, μέσα στον 18ο αιώνα, νέα καταναλωτικά αγαθά έγιναν διαθέσιμα σε όλο και φθηνότερες τιμές, οι οικογένειες αφιέρωναν μεγαλύτερο χρόνο σε δραστηριότητες βασισμένες στην αγορά, γεγονός που είχε θετικές επιπτώσεις στην καταναλωτική τους ικανότητα. Αρχικά, μπορεί πράγματι να μειώθηκαν οι αμοιβές των ανδρών, αλλά το συνολικό εισόδημα από την εργασία των δύο συζύγων και των παιδιών τους δημιούργησε τις προϋποθέσεις για υψηλότερη κατανάλωση. Η οικονομική ανάπτυξη και η επέκταση του πολιτιστικού ορίζοντα δεν βελτίωσε, εντούτοις, όλες τις πτυχές της ζωής για όλους τους ανθρώπους. Το γεγονός ότι τα παιδιά της εργατικής τάξης μπορούσαν να κερδίζουν χρήματα από μικρή ηλικία λειτούργησε σαν αντικίνητρο για την εκπαίδευσή τους, ενώ μια σειρά νέων προϊόντων (λευκό ψωμί, ζάχαρη, καπνός, οινοπνευματώδη ποτά) ήταν ανθυγιεινά, με αποτέλεσμα η αύξηση των επιπέδων κατανάλωσης να μη συνεπάγεται πάντα καλύτερη υγεία και μακροβιότητα. Καθώς, μάλιστα, η γυναικεία εργασία μετατοπίστηκε από το νοικοκυριό στην αγορά, έπεσαν τα επίπεδα καθαριότητας και αυξήθηκαν οι πιθανότητες εμφάνισης ασθενειών.

Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, υλοποιήθηκε η σταδιακή διάδοση νέων μέσων παραγωγής στο σύνολο της οικονομίας. Ήταν η εποχή της μηχανής, με κύριο χαρακτηριστικό την εντεινόμενη αντικατάσταση των οργανικών πηγών ενέργειας (άνθρωπος, ζώα) από ανόργανες (κυρίως την ατμομηχανή). Επρόκειτο για διαδικασία που οδήγησε σε τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας. Σε αντίθεση με τις κοινωνίες που βασίζονταν κυρίως στον αγροτικό τομέα, τώρα η παραγωγή πραγματοποιείτο κατεξοχήν στο εργοστάσιο, το οποίο χτιζόταν για να στεγάσει τις νέες μηχανές, που ήταν πολύ μεγάλες, πολύ βαριές και πολύ βρώμικες για να λειτουργούν στα σπίτια. Κατά συνέπεια, η εργασία όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από την οικογενειακή εστία, με αποτέλεσμα να αλλάξει τελικά και η ίδια η δομή της οικογένειας.

Στην αρχή, οι ιδιοκτήτες των νέων, βιομηχανοποιημένων εγκαταστάσεων αναζήτησαν ως εργαζόμενους γυναίκες και παιδιά, επειδή ήταν πιο πειθήνιοι και πιο πειθαρχημένοι σε σύγκριση με τους άνδρες. Όμως, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο μέσος Βρετανός εργάτης απολάμβανε σημαντική και σταθερή αύξηση της πραγματικής αμοιβής του, ενώ μέσα στην ίδια την οικογένεια συντελέστηκε ένας νέος καταμερισμός της εργασίας, ακολουθώντας τον διαχωρισμό των φύλων. Οι άνδρες, που με τη σωματική δύναμή τους είχαν πλεονέκτημα για την εργασία στη μεταποίηση, πύκνωναν τις τάξεις των εργαζομένων στα εργοστάσια, με μισθούς αγοράς, που ήταν αρκετά υψηλοί ώστε να στηρίξουν μια οικογένεια. Η αγορά του 19ου αιώνα, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να προμηθεύει προϊόντα που να προάγουν αγαθά, όπως η καθαριότητα, η υγιεινή, τα θρεπτικά τρόφιμα και η μέριμνα για την επίβλεψη των παιδιών. Στην άρχουσα τάξη, αυτές οι υπηρεσίες προσφέρονταν από το υπηρετικό προσωπικό. Στις περισσότερες οικογένειες, όμως, τις υπηρεσίες αυτές προσέφεραν οι γυναίκες. Το καθεστώς αυτό δημιούργησε ένα νέο μοντέλο οικογένειας, αυτό των εργαζόμενων-νοικοκυραίων, με καταμερισμό εργασίας κατά φύλο. Πολλές από τις βελτιώσεις στην υγεία, στη μακροβιότητα και στην εκπαίδευση, που σημειώθηκαν από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα, τονίζει ο ντε Βρις, εξηγούνται με τη μετατόπιση της γυναικείας εργασίας από την αγορά στο νοικοκυριό και, εντέλει, με τη μετατόπιση της παιδικής ηλικίας από την αγορά στην εκπαίδευση, όταν τα παιδιά αποχώρησαν από το εργατικό δυναμικό και άρχισαν να φοιτούν στα σχολεία.

ΔΥΝΑΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ

Στο μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας, κύρια πηγή ανασφάλειας για τον άνθρωπο υπήρξε η φύση. Σ’ αυτές τις κοινωνίες, έγραφε ο Μαρξ, το οικονομικό σύστημα είχε προσανατολισμό προς τη σταθερότητα και τη στασιμότητα. Οι καπιταλιστικές κοινωνίες, αντιθέτως, έχουν προσανατολισμό προς την καινοτομία και τον δυναμισμό, στη δημιουργία νέας γνώσης, νέων προϊόντων και νέων μεθόδων παραγωγής και διανομής. Όλα αυτά έχουν μετατοπίσει το επίκεντρο της ανασφάλειας από τη φύση στην οικονομία.

Στη δεκαετία του 1820 ο Χέγκελ παρατήρησε ότι σε μια εμπορευματική κοινωνία, βασισμένη στο μοντέλο του εργαζόμενου-νοικοκύρη, οι άνδρες θεωρούσαν ότι το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και η αναγνώριση από τους άλλους, ήταν πράγματα απολύτως εξαρτημένα από την κατοχή μιας θέσης εργασίας. Το γεγονός αυτό έθετε ένα πρόβλημα, αφού σε μια δυναμική καπιταλιστική αγορά, η ανεργία είναι υπαρκτή πιθανότητα. Ο καταμερισμός της εργασίας, που υλοποιήθηκε μέσω της αγοράς, σήμαινε ότι πολλοί εργαζόμενοι διέθεταν ικανότητες πολύ υψηλής εξειδίκευσης και ήταν κατάλληλοι μόνο για μια μικρή γκάμα θέσεων εργασίας. Η αγορά δημιούργησε μεταβαλλόμενες ανάγκες, καθώς η αυξημένη ζήτηση για νέα προϊόντα σήμαινε μείωση της ζήτησης για τα παλαιότερα. Οι άνδρες, των οποίων η ζωή ήταν αφιερωμένη σε έναν ρόλο σχετικό με την παραγωγή παλαιών προϊόντων, έμειναν χωρίς δουλειά και χωρίς εκείνη την κατάρτιση που θα τους επέτρεπε να βρουν μια άλλη. Η εκμηχάνιση της παραγωγής συνέτεινε επίσης στην απώλεια θέσεων εργασίας. Με άλλα λόγια, η δημιουργικότητα και η καινοτομία του βιομηχανικού καπιταλισμού συνοδεύτηκε, σχεδόν από την αρχή, με ανασφάλεια για τους εργαζομένους.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς σκιαγράφησαν στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» τον δυναμισμό του καπιταλισμού, την ανασφάλεια, την εξέλιξη των αναγκών και τη διεύρυνση των πολιτιστικών δυνατοτήτων των ανθρώπων: