Ένας και μόνο νόμος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένας και μόνο νόμος

Πώς τα χρόνια της τρομοκρατίας μετέβαλαν τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών
Περίληψη: 

Αναμορφώνοντας τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών για να υποστηρίξουν πιο αποτελεσματικά τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρήκαν έναν καλύτερο τρόπο για να καταπολεμήσουν και τα δύο προβλήματα.

Ο MALCOLM BEITH είναι συγγραφέας δύο βιβλίων για τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών στο Μεξικό. Προηγουμένως ήταν γενικός αρχισυντάκτης στο Newsweek International.

Από το ξεκίνημά του το 1971, ο πόλεμος των ΗΠΑ κατά των ναρκωτικών δεν ήταν ποτέ τόσο αντιδημοφιλής όσο είναι σήμερα. Ομάδες υπέρ των πολιτικών ελευθεριών επικρίνουν την αδικία της σύλληψης περίπου 1,5 εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο για αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Οι υποστηρικτές των πολιτικών δικαιωμάτων υπογραμμίζουν ότι οι Αφρο-αμερικανοί σηκώνουν το κύριο βάρος των ισχυόντων κανόνων, καθώς τους έχει επιβληθεί το 55% του συνόλου των καταδικαστικών αποφάσεων για κατοχή ναρκωτικών και το 74% του συνόλου των ποινών φυλάκισης για κατοχή ναρκωτικών. Εξέχοντες πολιτικοί αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων πολλοί πρόεδροι χωρών τής Λατινικής Αμερικής, τάσσονται υπέρ των νέων προσπαθειών για νομιμοποίηση της χρήσης μαριχουάνας. Και ψηφοφόροι στο Κολοράντο και την Ουάσιγκτον έχουν υποστηρίξει επίσης τέτοια μέτρα.

Ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίζεται, κυρίως επειδή είχε μεγαλύτερη επιτυχία από όσο συνειδητοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Ο λόγος έχει αρκετά απρόσμενα να κάνει με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους για τον οποίο στρατολόγησε επίσης την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (DEA, Drug Enforcement Administration). Η αλλαγή αυτή ωφέλησε πάρα πολύ τους πολέμιους των ναρκωτικών στην Ουάσιγκτον. Η DEA, η οποία είχε λιγότερα από 3.000 στελέχη το 1972, απασχολεί σήμερα προσωπικό πάνω από 10.000 άτομα που εργάζονται σε 312 γραφεία σε 67 χώρες. Και ο ετήσιος προϋπολογισμός της έχει αυξηθεί από τα 65 εκατομμύρια δολάρια, σε περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι διευθύνοντες την DEA πίεσαν για πρόσθετη χρηματοδότηση από το Ταμείο Αντιτρομοκρατίας του υπουργού Δικαιοσύνης ώστε να ενισχύσουν τις δυνατότητες της Υπηρεσίας να συλλέγει πληροφορίες, ιδίως την ικανότητά της να παρακολουθεί τηλεπικοινωνίες με στόχο την υποστήριξη των υπηρεσιών αντιτρομοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό.

Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα θετικά. Με την αναμόρφωση του πολέμου κατά των ναρκωτικών προκειμένου να υποστηριχθεί ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρήκαν έναν καλύτερο τρόπο για να αγωνίζονται ενάντια και στους δύο. Ένα παράδειγμα είναι η αύξηση των διώξεων των εμπόρων ναρκωτικών κατά την τελευταία δεκαετία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να τους εκδοθούν μόνο μια χούφτα φερόμενων εμπόρων ναρκωτικών από το Μεξικό. Από το 2001, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει φέρει για να δικαστούν στη βόρεια πλευρά των συνόρων εκατοντάδες υπεύθυνους διακίνησης ναρκωτικών. Σε πολλές από αυτές τις δίκες, οι κατηγορούμενοι ήταν και μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων. Το 2001, για παράδειγμα, οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς των ΗΠΑ κατηγόρησαν τον Tomás Molina Caracas, έναν φερόμενο ως διοικητή των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC), για συνωμοσία με σκοπό την παραγωγή και διακίνηση κοκαΐνης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Με το να αντιμετωπίσουν τον FARC ως τρομοκρατική οργάνωση που δραστηριοποιείται επίσης στην εμπορία ναρκωτικών, η υπόθεση αποτέλεσε πρότυπο για μελλοντικές διώξεις. Εκείνη την εποχή, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Τζον Άσκροφτ δήλωσε ότι το κατηγορητήριο αντιπροσώπευε «τη σύγκλιση δύο από τις κορυφαίες προτεραιότητες του υπουργείου Δικαιοσύνης - την πρόληψη της τρομοκρατίας και τη μείωση της χρήσης παράνομων ναρκωτικών - σε μια ενιαία πράξη δικαιοσύνης». Το 2006, ένα ενιαίο κατηγορητήριο που κατατέθηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Περιφέρεια της Κολούμπια κατονόμασε 50 υψηλόβαθμα στελέχη του FARC, και ισχυρίστηκε ότι διακινούσαν πάνω από το 60% της παγκόσμιας παραγωγής κοκαΐνης. Οι εισαγγελείς υπογράμμισαν εκ νέου τη σχέση μεταξύ ναρκωτικών και τρομοκρατίας.

Τα στελέχη της DEA πέτυχαν επίσης να διεισδύσουν στα διεθνή δίκτυα όπου η διακίνηση ναρκωτικών συναντά τις τρομοκρατικές δραστηριότητες. Μεταξύ Νοεμβρίου του 2007 και Μαρτίου του 2008, εμπιστευτικές πηγές που συνεργάζονταν με την DEA και παρίσταναν τα μέλη του FARC, κανόνισαν να αγοράσουν οπλισμό αξίας εκατομμυρίων δολαρίων από τον διεθνή έμπορο όπλων, Βίκτορ Μπουτ [1], δήθεν για να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον αμερικανικών ελικοπτέρων στην Κολομβία. Τα όπλα περιελάμβαναν 800 βλήματα επιφανείας-αέρος, πάνω από 20.000 AK-47, και πέντε τόνους πλαστικά εκρηκτικά C-4. Το 2009, ένα άλλο σύνολο εμπιστευτικών πηγών – επίσης παρουσιαζόμενο ως μέλη της FARC - κανόνισε μια συμφωνία με μια τριμελή ομάδα διακινητών και παραστρατιωτικών από το Μαλί για να μεταφέρουν κοκαΐνη μέσω της Δυτικής και της Βόρειας Αφρικής, και να χρησιμοποιήσουν τα κέρδη για να υποστηρίξουν τις δραστηριότητες της Αλ Κάιντα στο ισλαμικό Μαγκρέμπ. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι συνέλαβαν γρήγορα τους εμπόρους, και τους εξέδωσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δικαστούν. Επιπλέον, ήταν μια εμπιστευτική πηγή της DEA που αποκάλυψε πρώτη μια πιθανή ιρανική συνωμοσία για τη δολοφονία του πρέσβη της Σαουδικής Αραβίας στην Ουάσιγκτον, στις 11 Οκτωβρίου του 2011. Παριστάνοντας το μέλος του μεξικανικού καρτέλ ναρκωτικών Los Zetas, η πηγή ισχυρίστηκε ότι είχε συζητήσει την εκτέλεση του σχεδίου για λογαριασμό του Ιρανού πράκτορα Manssor Arbabsiar.

Η DEA επωφελήθηκε από ευρύτερες αλλαγές στις αμερικανικές διαδικασίες συλλογής πληροφοριών μέσω του Ειδικού Τμήματος Επιχειρήσεων της DEA, το οποίο αποτελείται από καμιά εικοσιπενταριά συγγενικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του FBI, της CIA, της NSA και του IRS. Σε διεθνές επίπεδο, η DEA έχει αποκομίσει οφέλη από την αυξημένη ευελιξία που παρέχουν τα συνεργαζόμενα κράτη όσον αφορά την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, οι δραστηριότητές της στο έργο της παρακολούθησης έχουν προκαλέσει διπλωματικές διαμάχες που αφορούν ξένους πολιτικούς που συνδέονται με το εμπόριο ναρκωτικών.

ΕΤΟΙΜΟΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΕΣ