Βουβά κόμματα σε μια Ευρώπη που βράζει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Βουβά κόμματα σε μια Ευρώπη που βράζει

Τα μεγάλα διακυβεύματα και η κοντόφθαλμη προεκλογική ρητορική

Η αλήθεια είναι ότι οι επερχόμενες ευρωεκλογές, για μια ακόμα φορά, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά εσωτερικής πολιτικής σύγκρουσης, καθώς τα ελληνικά κόμματα έκριναν ότι θα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να λύσουν τους δικούς τους… λογαριασμούς. Τα κομματικά επιτελεία, θεώρησαν ότι η πρακτική τού Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος λίγους μήνες μετά την επιλογή του να στραφεί στους διεθνείς δανειστές προσέδωσε στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές χαρακτήρα «άτυπου δημοψηφίσματος», θα ήταν η πλέον προσήκουσα πολιτική για τις σημερινές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες τής χώρας. Αποτέλεσμα; Οι Έλληνες ψηφοφόροι καλούνται με την ψήφο τους για την ανάδειξη των εκπροσώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εγκρίνουν ή να απορρίψουν τις επιλογές τής Κυβέρνησης που διαχειρίζεται τις τύχες τής χώρας επί σχεδόν δύο χρόνια. Μήπως, όμως, αυτό που διακυβεύεται σε αυτές τις ευρωεκλογές είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο; Μήπως το αποτέλεσμα αυτών των ευρωεκλογών, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα το χρησιμοποιήσουν ως «δημοκρατική» νομιμοποίηση των αποφάσεων που έχουν ήδη δρομολογήσει και αφορούν το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και γεωπολιτικό μέλλον τής Ευρώπης; Τελικά μήπως ψηφίζουμε για άλλα πράγματα από αυτά που νομίζουμε ότι ψηφίζουμε;

Για να δώσει κανείς απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί λίγο από την καθημερινότητα και τα προβλήματα που εκπορεύονται από αυτήν, και να προσπαθήσει να διαμορφώσει μια ευρύτερη οπτική. Κοντολογίς, να εξετάσει την ελληνική πραγματικότητα ως μέρος ενός γενικότερου προβλήματος, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τα στενά εθνικά πλαίσια και που ο χρονικός του ορίζοντας είναι πολύ πιο ευρύς. Μια τέτοια διάσταση ουσιαστικά αναδεικνύει όχι μόνο τα κριτήρια και τις προτεραιότητες που θα πρέπει να έχει ως πολίτης, αλλά και τις ανεπάρκειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά. Επίσης, μπορεί να διαμορφώνει το ισοζύγιο των απωλειών που μπορεί να έχει η συμμετοχή ή η αποχή από τις ευρωεκλογές. Και σε κάθε περίπτωση, ειδικά αυτές οι εκλογές είναι η μοναδική –και ίσως- η τελευταία ευκαιρία που έχουν οι Ευρωπαίοι για να τοποθετηθούν ειρηνικά απέναντι στη νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων που προσπαθούν να επιβάλλουν οι πολιτικές τους ηγεσίες.

Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια νέα εποχή. Ένας ιστορικός κύκλος που άνοιξε στην διάρκεια της δεκαετίας τού ’80 έχει κλείσει. Στη θέση του, ήλθε ένας νέος, που απειλεί να ανατρέψει όλες σχεδόν τις αξιωματικές παραδοχές οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να κτιστεί το σημερινό ενιαίο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Όσο και αν η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και –κυρίως- ο γερμανικός παράγοντας επιθυμεί να εμφανίζει προς τα έξω την εικόνα μιας Ευρώπης η οποία έχει καταλήξει στις σύγχρονες στρατηγικές της επιλογές, η αλήθεια είναι ότι η ΕΕ είναι μετέωρη τόσο σε διπλωματικό όσο και σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Σε αυτόν τον νέο κύκλο όλα είναι ρευστά, αφού έχουν τεθεί σε αμφισβήτηση οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η μεταπολεμική Ευρώπη, χωρίς να υπάρχει σαφής εντολή των Ευρωπαίων ψηφοφόρων για τις αλλαγές αυτές. Η έννοια της κοινωνικής Ευρώπης κατεδαφίζεται. Η πολιτική τής αλληλεγγύης αμφισβητείται, με το να επαναπροσδιορίζεται ο ορισμός της. Εθνικισμοί αναζωπυρώνονται. Το κυρίαρχο σύνθημα «Η Ευρώπη των Λαών» έχει ήδη μετατραπεί σε «Ευρώπη των Ισχυρών». Σε αυτές τις εκλογές, όπου οι νέες πολιτικές έχουν γίνει πλέον σαφείς, η αποδοκιμασία ή η επιδοκιμασία μέσω της εκλογικής διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή ευρωπαϊκού δημοψηφίσματος. Το παράδοξο είναι ότι σε όλη την γηραιά ήπειρο, η διάσταση αυτή είτε αποσιωπάται είτε αποπροσανατολίζεται.

ΟΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ

Από τη μια έως την άλλη άκρη τής γηραιάς ηπείρου, οι μικρές ή μεγάλες φωτιές που έχουν ανάψει δείχνουν ότι ο χάρτης τής Ευρώπης βρίσκεται στο κατώφλι μεγάλων αλλαγών. Τα αυτονομιστικά κινήματα στην Σκωτία, την Καταλονία ακόμη και στην Βενετία, δείχνουν ότι ακόμα και στην Δυτική Ευρώπη τα σύνορα δεν μπορεί πλέον να θεωρούνται δεδομένα. Η Ανατολική Ευρώπη θυμίζει ένα καζάνι που βράζει. Μπορεί η Ουκρανία να μονοπωλεί το ενδιαφέρον τής κοινής γνώμης, αλλά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το ενδιαφέρον των Ούγγρων για τη μειονότητα που κατοικεί στα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας. Στη Μολδαβία, το αγκάθι τής Υπερδνειστερίας υπάρχει και δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι εκεί αργά ή γρήγορα θα δημιουργηθεί η επόμενη μεγάλη ευρωπαϊκή κρίση. Αν σε όλα αυτά προστεθούν και τα Βαλκάνια, τότε το μείγμα είναι εκρηκτικό.

Η Ουκρανική κρίση μπορεί να εμφανίστηκε ως μια υπόθεση στην οποία ο ουκρανικός λαός ανέτρεψε μια μισητή κυβέρνηση, αλλά στην πραγματικότητα πίσω από αυτήν την απλουστευτική προσέγγιση κρίνεται τόσο η διεύρυνση της ΕΕ προς τα ανατολικά όσο και οι σχέσεις της με την Ρωσία. Πολλοί αναλυτές, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι η έκβαση της ουκρανικής κρίσης μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή των προτεραιοτήτων τής Γερμανίας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους τής πολιτικής της από την Δύση και τον γαλλογερμανικό άξονα που γιγαντώθηκε κατά την διάρκεια της περιόδου Σαρκοζί, προς τα ανατολικά. Αυτή η μετατόπιση είναι άμεσα συνδεδεμένη και με το επίπεδο των σχέσεων της ΕΕ με την Ρωσία. Η μέχρι στιγμής πολιτική που έχει ακολουθήσει η γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού απέναντι στη Ρωσία, δείχνει την πρόθεσή της να διαφοροποιηθεί από την αντίστοιχη των ΗΠΑ. Με πρόσχημα την ενεργειακή εξάρτηση, η καγκελάριος Μέρκελ ακολουθεί μια σαφώς πιο ήπια πολιτική, θεωρώντας προφανώς ότι μια σκλήρυνση της στάσης της απέναντι στον Πούτιν μπορεί μακροπρόθεσμα να έχει αρνητικές επιπτώσεις, όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα αλλά και στην πρόσβασή της στην ρωσική αγορά.

Υπενθυμίζεται ότι σήμερα, το φυσικό αέριο στην Ευρώπη προέρχεται από πέντε μεγάλους προμηθευτές. Η Ρωσία κατέχει την πρώτη θέση, στη συνέχεια έρχεται η Νορβηγία, ακολουθούν η Αλγερία, η Ολλανδία και το Κατάρ. Πέρυσι, μόλις δυο ενεργειακοί πάροχοι αύξησαν τις εξαγωγές τους στην ευρωπαϊκή αγορά: η Ρωσία και η Ολλανδία. Οι εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου έφτασαν σε όγκους ρεκόρ. Ειδικότερα, στα 161,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, ποσότητες αυξημένες κατά 16,35% σε σύγκριση με το 2012 (138,8 δισ. κυβικά μέτρα). Η Ολλανδία έχει ήδη ανακοινώσει, ότι στο μέλλον θα μειώσει τον όγκο του προσφερόμενου «γαλάζιου χρυσού» κατά 20%, καθώς θα χρησιμοποιήσει τα εξαντλούμενα παλαιά κοιτάσματα υδρογονανθράκων για να κρατήσει περισσότερο φυσικό αέριο εντός τής χώρας.

Η Νορβηγία επίσης δεν υπόσχεται σημαντικές αυξήσεις στις παρεχόμενες ποσότητες. Μάλιστα, από το 2020, θα αρχίσει να μειώνει τις δαπάνες για την εξερεύνηση νέων κοιτασμάτων, ώστε να αυξήσει την παραγωγή. Στην Αλγερία, αυξάνεται η εγχώρια κατανάλωση αερίου. Επιπλέον, η βορειοαφρικανική χώρα, όπως και το Κατάρ, αυξάνουν τους όγκους υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) με τους οποίους προμηθεύουν την Κίνα, την Κορέα και την Ιαπωνία. Στις ασιατικές αγορές το ΥΦΑ είναι πολύ πιο ακριβό. Έτσι, για την Ευρώπη, δεν παραμένουν παρά ελάχιστες ποσότητες φυσικού αερίου.

Ήδη, γερμανικά think tank κάνουν προβλέψεις για το μέγεθος των επιπτώσεων στην γερμανική οικονομία από την ουκρανική κρίση. Σύμφωνα με την ανάλυση που εκπόνησε το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία που εδρεύει στο Κίελο (Ifο), μια συγκριτικά ήπια μείωση των γερμανικών εξαγωγών, σε συνδυασμό με πιθανή αύξηση της τιμής τού πετρελαίου εξαιτίας τής κρίσης, θα ήταν αρκετά ώστε να περιορίσουν κατά το ήμισυ την ανάπτυξη του ΑΕΠ της Γερμανίας κατά το τρέχον έτος.

Η ΝΕΑ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

Και πώς επηρεάζουν την χρεωκοπημένη Ελλάδα οι στρατηγικές επιλογές τής Γερμανίας και της ΕΕ για την διεύρυνσή της προς την Ανατολή; θα διερωτηθούν το δίχως άλλο οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Έλληνες ψηφοφόροι. Αν περιμένουν να ακούσουν την απάντηση στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου από τους πολιτικούς και τους ηγέτες των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο τους, μάλλον θα απογοητευτούν. Κανείς μέχρι στιγμής δεν τους έχει πληροφορήσει ότι η διαφαινόμενη στροφή θα σημάνει αυτόματα και αλλαγή τού ρου των κοινοτικών κονδυλίων είτε προς τις «νέες» αγορές είτε προς τις χώρες οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν ως προγεφυρώματα για την διεύρυνση αυτή. Χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, οι δημοκρατίες τής Βαλτικής, ακόμα και η Ρουμανία, σταδιακά θα αρχίσουν να γίνονται αποδέκτες αυξημένων κοινοτικών κονδυλίων, τα οποία ουσιαστικά θα αφαιρεθούν από την Ελλάδα, αλλά και από τις άλλες χώρες του χρεωκοπημένου ευρωπαϊκού νότου. Στο σκοτάδι βρίσκονται οι ψηφοφόροι και για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν στην βαλκανική πολιτική, τόσο της ΕΕ όσο και της Ρωσίας, καθώς τα διπλωματικά δεδομένα διαφοροποιούνται. Φυσικά, για τους Έλληνες πολιτικούς όλα αυτά είναι πολύ ψιλά γράμματα, καθώς το κοινό, κατά την γνώμη τους βεβαίως, είναι εντελώς απρόθυμο να θέσει τέτοιους προβληματισμούς στην επιλογή του.

Σε αυτό το παιγνίδι των λεπτών διπλωματικών χειρισμών, μια διαφοροποίηση της στάσης τής Ευρώπης σε σχέση με τις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ, θα ενεργοποιήσει την διαδικασία των ανταλλαγμάτων. Το μείζον ερώτημα είναι το κατά πόσο οι επιλογές των Ευρωπαίων στην Ουκρανία θα επηρεάσουν τις συζητήσεις για την Συμφωνία Εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ πού ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Με απλά λόγια, θα υπάρξουν ανταλλάγματα με τη μορφή τής άρσης των περιορισμών για τα προϊόντα των ΗΠΑ στην Ευρώπη, όπως π.χ. ο έλεγχος των μεταλλαγμένων; Ένα άλλο τεράστιο θέμα που εγείρεται είναι και εκείνο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και κυρίως των ατομικών ελευθεριών, τα οποία, όπως έδειξαν οι αποκαλύψεις Σνόουντεν, τίθενται υπό αμφισβήτηση. Η γερμανική ηγεσία θα επιλέξει τελικά να έλθει σε μια συμφωνία με τις ΗΠΑ ως αντάλλαγμα για μια ελευθερία κινήσεων στις σχέσεις της με την Ρωσία ή θα ακολουθήσει μια αυτονομημένη πορεία;

Φυσικά, ο Ευρωπαίος πολίτης και πολύ περισσότερο ο Έλληνας που θα κληθεί να εκλέξει τους εκπροσώπους του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν γνωρίζει ότι ο κορυφαίος ευρωπαϊκός κοινοβουλευτικός θεσμός μπορεί να φρενάρει συμφωνίες που προσφέρουν βορά στους μακροπρόθεσμούς πολιτικούς σχεδιασμούς τα θεσμοθετημένα δικαιώματά του.

Αλλά, δεν είναι μόνο οι κινήσεις στην διπλωματική σκακιέρα. Στο εσωτερικό τής ΕΕ, οι κίνδυνοι και οι αλλαγές που κυοφορούνται, αντί να καθησυχάζουν τους φόβους για μια γενικευμένη έκρηξή τους, μεγεθύνονται. Στην Ιταλία, η κυβέρνηση Ρέντσι δεν φαίνεται να έχει κάποιο συγκεκριμένο πλάνο για να αντιμετωπίσει το δημόσιο χρέος το οποίο κινείται στα επίπεδα του 130% του ΑΕΠ. Στον «Γάλλο ασθενή» η κατάσταση βαίνει να εξελίσσεται σε ανεξέλεγκτη, καθώς την στιγμή που η ανεργία αυξάνεται, ο πρόεδρος Ολάντ προχωρά σε περικοπές δαπανών πού θέτουν ολοένα και περισσότερο σε αμφισβήτηση το κοινωνικό κράτος. Τα πρόσφατα μέτρα που ανακοίνωσε, όχι μόνο δεν τονώνουν την απήχηση του η οποία σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις βρίσκεται σε επίπεδα αρνητικού ρεκόρ, αλλά αντίθετα οξύνουν την λαϊκή δυσαρέσκεια, γεγονός που μέχρι στιγμής αποτυπώθηκε από τις επιδόσεις τού Λαϊκού Μετώπου τής Μαρίν Λεπέν. Στη γειτονική Ισπανία, η έξοδος από το πρόγραμμα στήριξης δεν φαίνεται ότι βελτίωσε στο παραμικρό τους οικονομικούς, κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς δείκτες, ενώ ανάλογη θα είναι και η πορεία τής Πορτογαλίας, η οποία βγήκε στις διεθνείς αγορές κατά τα πρότυπα του ελληνικού μοντέλου.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η ΕΕ ήδη κινείται σε τροχιά πολυεπίπεδων ανισοτήτων. Τόσο σε επίπεδο εθνικών κρατών όσο και εθνικών οικονομικών, η διευρυνόμενη ανισότητα αποτελεί εστία κινδύνων καθώς το ευρωπαϊκό διευθυντήριο φαίνεται ότι έχει αποδεχθεί το γεγονός ότι για την Ευρώπη τού 21ου αιώνα η ανισότητα θα πρέπει να γίνει ο πυλώνας τής ανάπτυξης, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Αυτό άλλωστε που γίνεται φανερό είναι ότι σε κεντρικό επίπεδο, η μοναδική πολιτική που έχει εφαρμοστεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανισότητα είναι αυτή της πολιτικής διαχείρισής της. Η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, αλλά και ο δανεισμός τής Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές, αποδείχθηκαν ότι το μόνο που πρόσφεραν ήταν η διαχείριση τόσο της κοινής γνώμης σε εθνικό επίπεδο όσο και ο εξωραϊσμός τού ορθόδοξου γερμανικού οικονομικού δόγματος, που αποτελεί τον συνδυασμό της δημοσιονομικής σταθερότητας με τον οικονομικό εθνικό καταμερισμό.

Όσο και αν προσπαθούν να αλλοιώσουν την ιστορία, η γηραιά ήπειρος ήταν η κοιτίδα όλων των μεγάλων κοινωνικών εξεγέρσεων από τον 18ο αιώνα έως και σήμερα, καθώς οι Ευρωπαίοι στην πορεία τριών αιώνων προσπάθησαν να διεκδικήσουν όχι μόνο τα ατομικά δικαιώματά τους, αλλά και την κοινωνική ταυτότητα της ηπείρου. Στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία όπου γίνεται συνειδητή προσπάθεια ανατροπής των δεδομένων αυτών, θα περίμενε κανείς ότι οι ευρωεκλογές θα ήταν μια καλή ευκαιρία για όλες τις πολιτικές ομάδες να αναδείξουν την δική τους πρόταση σε αυτό το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται και να πείσουν το εκλογικό τους κοινό ότι η πρόταση που διακονούν είναι κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ορθή. Αντ΄ αυτού, η σιωπή και ο αποπροσανατολισμός αποτελούν τις βασικές τους επιλογές, καθώς στρέφουν το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων σε θέματα αναλογικά ήσσονος σημασίας σε σχέση με το κεντρικό θέμα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. Το ελληνικό μοντέλο θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως τυπικό τής αντίληψης αυτής, καθώς έχει ανάγει τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σε κεντρικό θέμα τής ευρωπαϊκής εκλογικής αναμέτρησης, με αποτέλεσμα ο Έλληνας ψηφοφόρος να θεωρεί τον εαυτό του αλλά και την χώρα του ως μια ιδιάζουσα περίπτωση και όχι ως ένα –ακραίο μεν-αλλά σημαντικό κομμάτι τής πολιτικής τού ευρωπαϊκού διευθυντηρίου.

ΟΙ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΕΣ

Υπό το πρίσμα αυτό, η άνοδος της απήχησης των ευρωσκεπτικιστών είναι φυσικό επακόλουθο, καθώς εμφανίζονται -και πείθουν αρκετούς Ευρωπαίους– ότι είναι οι μοναδικοί οι οποίοι διατυπώνουν συγκεκριμένες απόψεις τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και για τον τρόπο αντιμετώπισής της. Δεν είναι τυχαίες οι εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα θα έχουν απήχηση στα επίπεδα του 30%. Οι υπόλοιπες κοινοβουλευτικές ομάδες, ακολουθώντας είτε τον δρόμο τής αλαζονείας τού ιδεολογικά κυρίαρχου (χριστιανοδημοκράτες) είτε τον δρόμο τής νόθας πολιτικής πρότασης (σοσιαλδημοκράτες και αριστερά), αποδεικνύονται ανεπαρκείς στο να εκφράσουν την δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων ψηφοφόρων, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να επιλέγουν την αδιαφορία και την άρνηση, ως την δική τους πολιτική απάντηση στην ανεπάρκεια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Το να στέκεσαι με σκεπτικισμό απέναντι σε μια Ευρώπη η οποία απέχει πολύ από τις διακηρύξεις τής ιδρυτικής διακήρυξης της συνθήκης τής Ρώμης, δεν είναι εξ ορισμού κατακριτέο. Άλλωστε, στην παγκόσμια ιστορία δεν θα είναι ούτε η πρώτη αλλά ούτε και η τελευταία φορά που διεθνείς συμμαχίες ή συνασπισμοί κρατών διαλύονται. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη πολιτική πρόταση αποτελεί πλέον σήμα κατατεθέν των ακροδεξιών πολιτικών οργανισμών στις χώρες τής ΕΕ και στις περισσότερες περιπτώσεις συνοδεύεται από συγκεκριμένες πολιτικές οι οποίες ενισχύουν τον ρατσισμό και υποβαθμίζουν τις ατομικές ελευθερίες στο όνομα της εθνικής καθαρότητας και της προστασίας των «πατροπαράδοτων αξιών» και της ευνομίας.

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ

Όλα αυτά δεν είναι ούτε αποκυήματα της φαντασίας αλλά ούτε και σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Αποτελούν την σημερινή πραγματικότητα της ΕΕ, η οποία με γοργά πλέον βήματα -και ερήμην των πολιτών της- μετασχηματίζεται σε μια ομοσπονδία, υποβαθμίζοντας μεθοδικά τα εθνικά κράτη τα οποία αποτελούν τα συστατικά της, καθώς στο όνομα ενός ιδιόμορφου φεντεραλισμού υποτάσσει τους αδύναμους στους ισχυρούς. Όλα δείχνουν ότι ακόμα βρισκόμαστε στα μέσα τής παράστασης, η οποία, όταν θα ολοκληρωθεί, πολύ φοβάμαι ότι θα έχει διαμορφώσει μη αναστρέψιμες καταστάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εμπρός σε αυτή την πραγματικότητα, η οποία ήδη βρίσκεται στην φάση τής ωριμότητας, ο κάθε Ευρωπαίος πολίτης δεν μπορεί να στέκεται αδιάφορος. Και δυστυχώς, το μοναδικό μέσο που έχει για να καταγραφεί η βούλησή του είναι η συμμετοχή του στις κάλπες. Το δυστύχημα είναι ότι όλα τα πολιτικά κόμματα έχουν εκτρέψει την προσοχή των Ευρωπαίων πολιτών –και πολύ περισσότερων των Ελλήνων- από το πραγματικό στοίχημα σε επιμέρους πολιτικές, οι οποίες είτε έχουν καιροσκοπικό είτε μικροπολιτικό χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αδιαφορία που πολιτικά εκδηλώνεται κυρίως με την αποχή, σίγουρα θα ερμηνευτεί από τους ισχυρούς ως αποδοχή. Και αυτό θα βοηθήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες να σφετεριστούν την άρνηση, χαρακτηρίζοντάς την ως λαϊκή νομιμοποίηση των επιλογών τους. Και αυτό σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συμβεί.

Κάποιοι θα παρατηρήσουν –εντελώς δικαιολογημένα- ότι όλες οι μεγάλες πολιτικές ομάδες του ευρωκοινοβουλίου –και- σε αυτές τις ευρωεκλογές ακολουθούν παρελκυστική στρατηγική, προβάλλοντας ως σημαντικά θέματα, θέματα τα οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να χαρακτηριστούν ως διαχειριστικά. Παρ’ όλα, αυτά η συμμετοχή και η προτίμηση σε ψηφοδέλτια τα οποία έχουν πιο έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με κάποια άλλα, προβάλλει ως αναγκαιότητα ακόμα και σε επίπεδο καταγραφής θέσεων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και η απλή καταγραφή είναι το πρώτο βήμα για την διαμόρφωση πολιτικών προτάσεων, οι οποίες θα μπορέσουν μελλοντικά να δράσουν, να υποστηρίξουν και να προωθήσουν μια άλλη, εναλλακτική πολιτική, όχι μόνο για τους στρατηγικούς προσανατολισμούς των ισχυρών της Ευρώπης, αλλά και για την καθημερινότητα των Ευρωπαίων. Όπως θα έλεγαν και οι νεοφιλελευθέροι, κανείς δεν μπορεί να μιλά για τις δυνάμεις της αγοράς, όταν δεν υπάρχει αγορά!

Ακόμα και για εκείνους που θεωρούν την ενιαία Ευρώπη ως πολιτικό θέσφατο, η καταγραφή τής βούλησης μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασία για το μέλλον όταν το ερώτημα «τι είδους Ευρώπη επιθυμούμε να έχουμε» θα τεθεί, όχι μόνο επιτακτικά, αλλά και βίαια. Γιατί, αν υπάρχει κάτι το οποίο θα έχει στο μέλλον τον μανδύα τού αναπόφευκτου, θα είναι η μορφή και ο χαρακτήρας τής ομοσπονδιακής Ευρώπης. Είναι μάλιστα σίγουρο, ότι εκείνη την ώρα τα ερωτήματα αλλά και οι απαντήσεις θα έχουν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από τον σημερινό τής ανεμελιάς και της αδιαφορίας. Δεν είναι απίθανο, μάλιστα, τότε, πολλά από τα σημερινά ερωτήματα τα οποία τίθενται με την ευκολία τού μακρινού, να είναι τόσο πιεστικά, όσο ήταν και εκείνα τα οποία προσέδωσαν στον 20ο αιώνα τον χαρακτηρισμό «Αιώνας τού αίματος».

Σε κάθε περίπτωση, μια επιλογή πολιτικών η οποία θα αντιμετωπίζει τις ανισότητες, θα αναγνωρίζει την εθνική κυριαρχία, θα διατηρεί τον κοινωνικό χαρακτήρα των δομών τής Ευρώπης και θα αποκηρύσσει λογικές και πρακτικές που βασίζονται σε ιδεολογικά κατασκευάσματα που διαπνέονται από την λογική τού «κυρίαρχου και επικυρίαρχου», μπορεί να εξασφαλίσει ένα ασφαλές και ειρηνικό αύριο για την Ευρώπη και τους λαούς της. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η επιστροφή τής Ευρώπης στην «εποχή των Αυτοκρατοριών», μόνο αίμα και δάκρυα μπορεί να κομίζει. Ας μηn ξεχνάμε ότι έναν αιώνα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν υπάρχουν χαρακώματα για να καλυφθεί κανείς από την καταστροφική ισχύ των σημερινών όπλων…

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr