Το Κυπριακό Ζήτημα μετά την εκλογή Ακιντζί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κυπριακό Ζήτημα μετά την εκλογή Ακιντζί

Μια κοινωνιολογική προσέγγιση

Με αφετηρία πολλά σημεία από το σχέδιο Ανάν και με τελείως διαφορετική πολιτική από τους προκατόχους του, καθώς προκρίνει την ομοσπονδοποίηση, ο Ακιντζί δεσμεύτηκε τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά για άμεση λύση του Κυπριακού. Προβάλλοντας ως μέσο καλής θέλησης την επιστροφή των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα, ζητά ως αντάλλαγμα την λειτουργία του αερολιμένα και του λιμανιού της Τύμβου.

Όπως έχει καταγραφεί ανωτέρω, η επάνοδος των κατοίκων ελληνικής καταγωγής στις κατεχόμενες περιοχές είναι μια διπλωματική τακτική, που στην πραγματικότητα παρουσιάζει πολλά νομικά κενά και εξαρτάται από ένα σύμπλεγμα κοινωνικο- πολιτικών παραγόντων. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την λειτουργία της νεκρής ζώνης για τα τουρκικά συμφέροντα, αφενός παγιώνεται η δυναμική παρουσία της Τουρκίας στο νησί, αφετέρου αναγνωρίζεται de facto το ψευδοκράτος από την επίσημη Κυπριακή Κυβέρνηση και, άρα, οδηγεί στον διαχωρισμό του νησιού.

Ο κύριος διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, κ. Άιντεν, έρχεται να διαμεσολαβήσει για το επίμαχο θέμα σε ένα διπλωματικό τραπέζι, στο οποίο η μια πλευρά εκφράζει με τον πιο προκλητικό τρόπο την παγιωμένη θέση της στην κοινή γνώμη ότι έχει δίκαια κεκτημένα στην Κυπριακή Δημοκρατία, ταυτόχρονα δε, ισχυρίζεται ότι είναι ανεξάρτητο κράτος στο βόρειο τμήμα του νησιού. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του κ. Ακιντζί, ότι διεκδικεί λόγο στις διαπραγματεύσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τρίτα κράτη όσον αφορά τόσο την ΑΟΖ, όσο και το θέμα της διέλευσης των αγωγών που θα προωθήσουν το κυπριακό αέριο στις διεθνείς αγορές.

Ο Μουσταφά Ακιντζί, ακολουθώντας –τουλάχιστον μέχρι στιγμής– τους προκατόχους του, διεκδικεί αφενός τα δικαιικά και οικονομικά προνόμια που απορρέουν από την θεσμικά κατοχυρωμένη υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφετέρου να έχει λόγο και ρόλο στην εξόρυξη και διαχείριση του φυσικού πλούτου όλης της νήσου, όταν στην ουσία των πραγμάτων, η τουρκική μειονότητα μετά την εισβολή του 1974 αποσχίστηκε από τον κρατικό μηχανισμό του επίσημου κράτους του νησιού, ιδρύοντας ένα νέο στο βόρειο τμήμα.

Η σημερινή διαπραγμάτευση, όπως κι αυτή του Αλβάρο ντε Σότο μια δεκαετία νωρίτερα, έχει ένα τρωτό σημείο, εκτός όλων των άλλων νομικών κενών που έχουν αναλύσει αρμοδιότεροι επιστήμονες. Εάν χρησιμοποιηθεί ο όρος «συνιστώντα κράτη», αναγνωρίζεται απερίφραστα η ΤΔΒΚ και ως εκ τούτου η διζωνικότητα της περιοχής, άρα και η διάσπαση της Κύπρου.

Δυσκολίες στη νέα διαπραγμάτευση θα προέλθουν και από την προσωπικότητα και την γενικότερη πολιτική του Ερντογάν, εντός και εκτός Τουρκίας. Ο Ερντογάν από τη μια πλευρά θέλει να εντάξει την χώρα του στην ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται ισλαμιστής και το διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του με ακραιφνή σημάδια ισλαμικού δογματισμού που έκανε μέσα σε συγκινησιακό κλίμα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αλβανία, με σκοπό να στηρίξει τους ομοδόξους του στα επεκτατικά βαλκανικά σχέδιά τους.

Η Ελλάδα, από την άλλη, διέρχεται την δεδομένη χρονική στιγμή μέσα από την βαθύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση μεταπολιτευτικά. Μπορεί να είναι μέλος της Ε.Ε., δεν έχει, ωστόσο, την δύναμη παρέμβασης που είχε στην προηγούμενη διαπραγμάτευση, εις τρόπον ώστε η Κύπρος, αν και δεν διαμορφώνει την πολιτική της σε συνάρτηση με την πολιτική γραμμή της Ελλάδας σε διπλωματικά θέματα, να είναι αυτή την φορά περισσότερο μόνη στις νέες διαπραγματεύσεις απέναντι στην τουρκοκυπριακή και την τουρκική πλευρά απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά. Η τουρκοκυπριακή πλευρά πηγαίνει στις διαπραγματεύσεις με πυξίδα τις θέσεις Ερντογάν για θέματα ενεργειακά και οικονομικά, τουλάχιστον, όπως έχει φανεί βάσει των μετεκλογικών δηλώσεων Ακιντζί.

Το κλειδί της επιτυχίας στις νέες διαπραγματεύσεις, ωστόσο, το κρατά στα χέρια του ο Ακιντζί. Αυτός θ’ αποφασίσει αν θα διαπραγματευτεί ως Τουρκοκύπριος για να προωθήσει τα κοινά συμφέροντα δυο λαών που ζούσαν μαζί και που θα πρέπει να ξαναμάθουν να ζουν μαζί στο μέλλον ή αν θα επιλέξει (ή θ’ αναγκαστεί) να προωθήσει τα συμφέροντα της Τουρκίας. Γνωρίζει πολύ καλά ο Ακιντζί ότι το μέλλον της κοινότητάς του δεν είναι στην αντίπερα όχθη, αλλά στο νησί.

Η Κύπρος βγαίνει από την οικονομική κρίση, ενώ η Τουρκία μπαίνει σ’ αυτήν. Η Κύπρος είναι μέλος μιας γιγαντιαίας αγοράς, με ανεξάντλητες δυνατότητες για την ανάπτυξη του υπανάπτυκτου βορείου τμήματός της. Τέλος, η Κύπρος έχει φυσικό πλούτο, που είναι από μόνος του αναπτυξιακή πηγή και για το βόρειο τμήμα της, αν αυτό σταματήσει να εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα και κοιτάξει τα δικά του.

Όλοι αυτοί είναι επαρκείς λόγοι για να ωθήσουν τον Ακιντζί να διαπραγματευτεί αυτή την φορά με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι προκάτοχοί του. Θα διακινδυνεύσουμε μια πρόβλεψη, λοιπόν, ότι «this time is different». Η οικονομία πιστεύουμε πως θα βαρύνει όσο κανείς άλλος παράγοντας στην πορεία που θα λάβουν οι διαπραγματεύσεις αυτές. Κανένας δεν μπορεί να στερήσει πλέον τους λαούς από την θέλησή τους να ζήσουν και να προκόψουν στον τόπο τους. Πιστεύουμε σ’ αυτή την δύναμη και ελπίζουμε ότι ο Ακιντζί θα είναι φορέας αυτής της θέλησης σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις, εάν πραγματικά επιλέξει να διαπραγματευτεί για την κοινότητά του κι όχι για τρίτους.

*Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου 2015 (αριθμός 34)

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.