Δημογραφικός βομβαρδισμός | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Δημογραφικός βομβαρδισμός

Οι άνθρωποι ως όπλα στην Συρία και πέρα από αυτήν

Σε αμφότερες την λιβυκή και την τουρκική περίπτωση, το βασικό μήνυμα ήταν σαφές: Υποχωρήστε στις απαιτήσεις μας ή αντιμετωπίστε (πιθανώς σοβαρές) συνέπειες σχετικές με την μετανάστευση. Παρά το γεγονός ότι η λιβυκή απειλή προφανώς παραμένει λανθάνουσα προς το παρόν, μια σειρά από τουρκικές απαιτήσεις έχουν ήδη ικανοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένων της αρχικής βοήθειας των τριών δισεκατομμυρίων ευρώ και της αναζωογόνησης της πορείας της Άγκυρας για ένταξη στην ΕΕ, σύμφωνα με την New York Times, το BBC και άλλες πηγές.

Η χρήση της μετανάστευσης ως μέσο καταναγκασμού σε κρατικό επίπεδο δεν είναι κάτι καινούργιο. Από τότε που η Σύμβαση του 1951 για τους Πρόσφυγες τέθηκε σε ισχύ, έχουν υπάρξει τουλάχιστον 75 απόπειρες κρατικών και μη κρατικών φορέων να χρησιμοποιήσουν τους εκτοπισμένους ως μέσο για πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά αποτελέσματα. Οι απαιτήσεις των εξαναγκαστών κυμαίνονται από την απλή παροχή οικονομικής βοήθειας μέχρι αιτήματα για μεγάλης κλίμακας εισβολή και βοήθεια στην πραγματοποίηση αλλαγής καθεστώτος. Τέτοια ήταν η περίπτωση όταν ο εξόριστος [10] πρόεδρος της Αϊτής, Jean-Bertrand Aristide, χρησιμοποίησε την απειλή της πλημμύρας Αϊτινών μεταναστών δια θαλάσσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για να πείσει την κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, να εκδιώξει την τότε χούντα και να τον επαναφέρει στην εξουσία τον Σεπτέμβριο του 1994.

Ομοίως, ο πρώην ηγέτης της Λιβύης, Μουαμάρ αλ Καντάφι, μάλλον δραματικά υποσχέθηκε να κάνει «την Ευρώπη μαύρη» [11] αν η ΕΕ αποτύγχανε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Αν και οι στόχοι του ποίκιλαν ευρέως με την πάροδο του χρόνου -και κυμαίνονταν από την άρση των κυρώσεων ως την παροχή δισεκατομμυρίων ευρώ και μέχρι την βοήθεια για τον τερματισμό της στήριξης των διαδηλωτών κατά τις πρώτες ημέρες αυτού που έγινε τελικά η λιβυκή εξέγερση- ο Καντάφι χρησιμοποίησε αυτό το εργαλείο με διάφορους βαθμούς επιτυχίας το 2004, το 2006, το 2008 και το 2010, πριν το παρακάνει με μοιραίο τρόπο το 2011.

Σε σχεδόν τα τρία τέταρτα των ιστορικών περιπτώσεων, οι εξαναγκαστές πετυχαίνουν τουλάχιστον κάποιους από τους στόχους τους. Σε πάνω από το ήμισυ των τεκμηριωμένων περιπτώσεων, απέκτησαν όλα ή σχεδόν όλα από όσα ζήτησαν, κάτι που κάνει αυτή την τακτική πιο αποτελεσματική, αν και πιο δύσκολο να τύχει επιτυχούς διαχείρισης και ελέγχου, από όσο οι οικονομικές κυρώσεις ή η παραδοσιακή, υποστηριζόμενη από τον στρατό, καταναγκαστική διπλωματία.

Ακόμη πιο εντυπωσιακό, κάποιες απειλές για την ανάπτυξη προσφύγων και μεταναστών ως όπλα έχουν όντως πραγματοποιηθεί. Την άνοιξη του 1999, ο τότε πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, αρχικά απείλησε και αργότερα εξόρισε εκατοντάδες χιλιάδες Κοσοβάρους, σε μια προσπάθεια πρώτον να αποτρέψει το ΝΑΤΟ από το να ξεκινήσει μια εκστρατεία βομβαρδισμών κατά την διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο και στην συνέχεια να αναγκάσει την συμμαχία να την τερματίσει. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ, παραδέχτηκε αργότερα την λύπη του επειδή δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τον Μιλόσεβιτς όταν του είπε: «θα μπορούσα να αδειάσω το Κοσσυφοπέδιο σε μια εβδομάδα».

Ο πρώην πρόεδρος της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο, χρησιμοποίησε επίσης την μετανάστευση ως όπλο εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών τουλάχιστον τρεις φορές: Το 1965, το 1994, και, πιο διαβόητα, κατά την διάρκεια της θαλάσσιας «γέφυρας» Mariel του 1980. Όπως και με τον Καντάφι, οι στόχοι και οι απαιτήσεις του Κάστρο ποίκιλαν με την πάροδο του χρόνου αλλά συμπεριλάμβαναν, μεταξύ άλλων, μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ έναντι των Κουβανών αεροπειρατών και την συστηματοποίηση της μετανάστευσης μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας.

ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΜΕΝΟΙ

Παρά την επικράτησή του, αυτό το είδος του εξαναγκασμού ιστορικά αναφέρεται ελάχιστα. Κατ’ αρχήν, οι καταναγκαστικές απειλές συχνά γίνονται μυστικά και σε διμερές επίπεδο˙ σε πολλές περιπτώσεις, ούτε οι εξαναγκαστές ούτε οι στόχοι τους έχουν κίνητρα για να αποκαλύψουν τον πολιτικό εκβιασμό. Από την άλλη πλευρά, αυτό το είδος εξαναγκασμού είναι μερικές φορές συνυφασμένο με άλλες πολιτικές σκοπιμότητες. Για παράδειγμα, ο ηγέτης της Ουγκάντα, Ίντι Αμίν, εκδίωξε τους περισσότερους Ασιάτες από την χώρα του το 1972, σε αυτό που συχνά έχει ερμηνευθεί ως μια ξεκάθαρη αρπαγή περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου ότι οι Ασιάτες κατείχαν τις περισσότερες από τις μεγάλες επιχειρήσεις στην Ουγκάντα [12] κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου. Πολύ λιγότερο τονισμένο είναι το γεγονός ότι περίπου 50.000 από εκείνους που εκδιώχθηκαν είχαν βρετανικά διαβατήρια και ότι αυτές οι απελάσεις συνέβησαν την ίδια στιγμή που ο Αμίν απαιτούσε από τους Βρετανούς να σταματήσουν μια προγραμματισμένη απομείωση της στρατιωτικής βοήθειας στην χώρα του. Ο Αμίν μέχρι που ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προωθήσει τους 50.000 πρόσφυγες στην Βρετανία, με μια βολική περίοδο χάριτος 90 ημερών προς αυτή την χώρα για να επανεξετάσει την απόφασή της σχετικά με την στρατιωτική βοήθεια.