Πώς η Κίνα παρεμβαίνει στην Αυστραλία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η Κίνα παρεμβαίνει στην Αυστραλία

Και πώς μπορούν οι δημοκρατίες να αντιδράσουν

Οι αυταρχικές επεμβάσεις εξετάζουν και εκμεταλλεύονται διαφορετικές ευπάθειες των δημοκρατιών με διάφορους τρόπους. Τα τρωτά σημεία της Αυστραλίας περιλαμβάνουν χρεοκοπημένα μοντέλα χρηματοδότησης για τα πανεπιστήμια και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μοναδικά χαλαρούς νόμους για την χρηματοδότηση [προεκλογικών] εκστρατειών, και μια ειδική ισότιμη έλλειψη σεβασμού προς αποσυρθέντες πολιτικούς. Οι παρεμβάσεις διαβρώνουν την εμπιστοσύνη που κάνει τα ανοικτά, δημοκρατικά και πολυπολιτισμικά συστήματα να λειτουργούν. Μπορούν να διαφθείρουν τις πολιτικές διαδικασίες. Και στον βαθμό που επηρεάζουν άμεσα το κοινοβουλευτικό σύστημα, χτυπούν στον πυρήνα της ίδιας της [κρατικής] κυριαρχίας. Τον περασμένο Μάιο, ο Meng Jianzhu, τότε επικεφαλής ασφαλείας της Κίνας, προειδοποίησε την ηγεσία της αντιπολίτευσης των Εργατικών [της Αυστραλίας] για τις εκλογικές συνέπειες μιας αποτυχίας τους να υιοθετήσουν μια διμερή συνθήκη έκδοσης [εγκληματιών]. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Australian [16]: «Ο κ. Meng δήλωσε ότι θα ήταν κρίμα αν οι εκπρόσωποι της κινεζικής κυβέρνησης έπρεπε να πουν στην κινεζική κοινότητα στην Αυστραλία ότι οι Εργατικοί δεν υποστηρίζουν την σχέση μεταξύ Αυστραλίας και Κίνας».

Σε μερικές αυστραλιανές συνοικίες, η προτίμηση του [κινεζικού] κόμματος για την κατάργηση των επικριτικών φωνών έχει γίνει βαθιά εσωτερική. Η πρώτη επεξεργασία των κινεζικών προσπαθειών για επιρροή σε εύρος βιβλίου – το Silent Invasion του Clive Hamilton [17]- είχε μπει στο ράφι από τρεις διαδοχικούς εκδότες εξαιτίας προληπτικών φόβων για αντίποινα από το Πεκίνο. Ομοίως, οι ηγέτες των πανεπιστημίων της Αυστραλίας έχουν απορρίψει δημοσίως τις ανησυχίες [6] για ακατάλληλη κινεζική πίεση -συμπεριλαμβανομένων και μερικών εκ των ίδιων των μελετητών τους- ενώ παράλληλα ξεκινούν μια επιχείρηση επιδιόρθωσης των φραγμών ώστε να μαλακώσουν τα οικονομικά αντίποινα που φοβούνται ότι θα έρθουν [18].

Η CANBERRA ΠΡΟΧΩΡΑ

Τους τελευταίους μήνες, η συνωμοσία της σιωπής διερράγη από μια καταλυτική διαδικασία στην οποία δημοσιογράφοι, επιστήμονες, αξιωματούχοι της ασφάλειας και πολιτικοί, όλοι ξεκίνησαν να μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο. Η διαδικασία αυτή περιλάμβανε τις υπηρεσίες ασφαλείας που κοινοποιούσαν προειδοποιήσεις προς το κοινό πιο ξεκάθαρα από όσο πριν˙ δημοσιογράφους που έχτισαν πάνω σε αυτές τις προειδοποιήσεις και άντλησαν από την ειδίκευση των ακαδημαϊκών˙ και πολιτικούς που πήραν στα σοβαρά τις υπηρεσίες ασφαλείας και τις αξιόπιστες έρευνες των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Τον Ιούνιο του 2017, μια κοινή έρευνα από την Australian Broadcasting Corporation και την Fairfax Media αποκάλυψε [19] ότι ο Αυστραλιανός Οργανισμός Πληροφοριών Ασφαλείας (Australian Security Intelligence Organization, ASIO) είχε προειδοποιήσει τα μεγάλα πολιτικά κόμματα ότι δύο από τους πιο γενναιόδωρους δωρητές της Αυστραλίας είχαν «ισχυρές διασυνδέσεις με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα» και ότι οι «δωρεές τους θα μπορούσαν να συνεπάγονται υποχρεώσεις». Ένας από αυτούς, μόχλευσε δωρεά 400.000 δολαρίων σε μια προσπάθεια να μαλακώσει την γραμμή του Εργατικού Κόμματος για την Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ο δημοσιογράφος της Fairfax, Nick McKenzie, αποκάλυψε επίσης ότι ένας Φιλελεύθερος υπουργός Εμπορίου πέρασε κατ’ ευθείαν από τον υπουργικό θώκο σε μια συμβουλευτική δουλειά σε μια εταιρεία συνδεδεμένη με το [κινεζικό] κόμμα, κερδίζοντας 880.000 δολάρια τον χρόνο για απροσδιόριστες υπηρεσίες [20].

Στα τέλη του περασμένου έτους, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ που συνέχισαν να δημοσιοποιούνται, η φιλελεύθερη κυβέρνηση συνασπισμού του πρωθυπουργού Malcolm Turnbull, κήρυξε πολιτικό πόλεμο στην συνεργασία του γερουσιαστή Dastyari με έναν «πράκτορα μιας ξένης χώρας». Μέχρι τότε, ο Dastyari είχε δείξει ότι είχε απαγγείλει τις θέσεις του Πεκίνου για την Θάλασσα της Νότιας Κίνας σχεδόν λέξη προς λέξη, αμέσως αφότου ο ευεργέτης του είχε απειλήσει να αποσύρει μια δωρεά 400.000 δολαρίων. Είχε συμβουλεύσει τον κινεζικής υπηκοότητας δωρητή -τον οποίο ο ASIO είχε χαρακτηρίσει ως κίνδυνο ασφαλείας- να βάζει το τηλέφωνό του στην άκρη για να αποφύγει την παρακολούθηση της συνομιλίας τους. Οι επιθέσεις της κυβέρνησης Turnbull εξυπηρέτησαν έναν κομματικό πολιτικό σκοπό, αλλά επίσης έφεραν και το ζήτημα της ξένης παρεμβατικότητας στην κύρια συζήτηση και, για πρώτη φορά, έδειξαν ότι υπήρχαν όρια στην συμπεριφορά που μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Ο Turnbull αποκάλυψε επίσης ότι τον Αύγουστο του 2016 είχε αναθέσει μια διαβαθμισμένη έρευνα σχετικά με τις ξένες παρεμβολές. Τα ευρήματα «χαλύβδωσαν» την κυβέρνηση για να χαράξει μια στρατηγική που διαμορφώθηκε από τέσσερις αρχές. Πρώτον, μια στρατηγική κατά των ξένων παρεμβάσεων θα αφορούσε τις δραστηριότητες των ξένων κρατών και όχι την νομιμοφροσύνη των Αυστραλών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό. Όπως δήλωσε ο Turnbull, «Οι κοινότητές μας της διασποράς αποτελούν μέρος της λύσης και όχι το πρόβλημα». Δεύτερον, η στρατηγική θα ήταν αγνωστικιστική ως προς τις χώρες και δεν θα ξεχώριζε την κινεζική παρεμβατικότητα. Τρίτον, θα διέκρινε την συμπεριφορά που είναι «μυστική, οδηγεί στην διαφθορά ή είναι καταναγκαστική» από τη νόμιμη και διαφανή δημόσια διπλωματία. Και τέταρτον, θα έχτιζε στους πυλώνες του «άπλετου φωτός, της επιβολής [του νόμου], της αποτροπής και της ικανότητας». Ο Turnbull εισήγαγε νομοθεσία που απαγόρευε τις ξένες πολιτικές δωρεές˙ επέβαλε υποχρεώσεις γνωστοποίησης σε όσους εργάζονται στην αυστραλιανή πολιτική για λογαριασμό ενός αλλοδαπού εντολέα˙ και εισήγαγε σκληρούς αλλά σταδιακούς νόμους κατά των πολιτικών παρεμβάσεων και της κατασκοπείας. (Μέρες αφότου ο Turnbull εισήγαγε αυτούς τους νέους νόμους, αναφορές υποδεικνύουν ότι το Πεκίνο ίσως να ενεργοποίησε τα United Front δίκτυά του [21] για μια εκστρατεία εναντίον του «αντι-κινεζικού» κυβερνώντος φιλελεύθερου συνασπισμού σε μια κρίσιμη ενδιάμεση εκλογή).