Η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση και η Γερμανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση και η Γερμανία

Οι γεωπολιτικές προεκτάσεις μέσα από το πρίσμα της θεωρίας του Halford Mackinder

Στον ευρωπαϊκό χώρο, η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος ακολούθησε πορεία η οποία χαρακτηρίζεται από σειρά ιδιαιτεροτήτων. Ο Robert Mundell (1961) διατύπωσε την θεωρία της βέλτιστης νομισματικής περιοχής (Optimum Currency Area) περιγράφοντας τις κυριότερες προϋποθέσεις επιτυχούς σύστασης μιας περιοχής στην οποία γίνεται χρήση ενός κοινού νομίσματος. Εν συντομία, οι προϋποθέσεις αυτές ήταν

α) ο συγχρονισμός των οικονομικών κύκλων των επιμέρους οικονομιών, έτσι ώστε να έχουν παρόμοιες ανάγκες δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών,

β) η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και ανθρώπων σε συνδυασμό με ευελιξία μισθών και αμοιβών και

γ) αυτόματος μηχανισμός αναδιανομής πλεονασμάτων μεταξύ των επιμέρους περιοχών που συμμετέχουν στην κοινή νομισματική ζώνη.

Από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις η πρώτη παρά τα δυσθεώρητα κονδύλια που διατέθηκαν δεν επετεύχθη και οι οικονομικοί κύκλοι των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ουδέποτε συγχρονίστηκαν, η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και ανθρώπων ειδικά μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα (capital controls σε Ελλάδα και Κύπρο, αβεβαιότητα σε επιμέρους οικονομίες), ενώ το τρίτο (δηλαδή, ο αυτόματος μηχανισμός αναδιανομής πλεονασμάτων) ουδέποτε εφαρμόσθηκε πραγματικά, καθώς η γερμανική κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη από σειρά άλλων χωρών-δορυφόρων της, αρνήθηκε σθεναρά κάτι τέτοιο, επικαλούμενη μια σειρά επιχειρημάτων τα οποία από μόνα τους αποτελούν την καλύτερη επιχειρηματολογία όχι μόνο περί της θνησιμότητας του κοινού νομίσματος, αλλά και εν γένει του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι για τη μη επίτευξη των παραπάνω προϋποθέσεων (πλην της τρίτης), το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης βαρύνει τα επιμέρους κράτη μέλη και δη τα οικονομικά ασθενέστερα, τα οποία υπό την επήρεια χρόνιων λαϊκιστικών ψηφοθηρικών πολιτικών αλλά και μηχανισμών διαφθοράς και διασπάθισης κοινοτικών πόρων, ουδέποτε αντελήφθησαν την κρισιμότητα του διακυβεύματος (και μάλιστα του γεωπολιτικού) και ουδέποτε προσπάθησαν πραγματικά να μεταλλάξουν το χαρακτήρα και την δομή της οικονομίας τους, κάτι που θα τους επέτρεπε να συγχρονίσουν, σε κάποιο ικανοποιητικό βαθμό τουλάχιστον τους οικονομικούς τους κύκλους με αυτούς των πλέον ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης.

Η εκκίνηση του εγχειρήματος του κοινού νομίσματος χωρίς την εκπλήρωση των τριών προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω οδηγεί νομοτελειακά σε καταστάσεις που βρίσκονται μακριά από καθεστώς ισορροπίας και ομογενούς ανάπτυξης. Συγκεκριμένα αυτός ο μηχανισμός του κοινού νομίσματος και οι ασφαλιστικές δικλείδες του ωφελούν τους ελάχιστους πραγματικά προετοιμασμένους και ευλαβικά τηρούντες τους κανόνες (αυτούς που συμμερίζονται πλήρως το γερμανικό Kultur, κατά Mackinder) συσσωρεύοντας και εξασφαλίζοντας πλεονάσματα για αυτούς σε μακροχρόνια βάση, ενώ οι μη επιμελείς βρίσκουν εαυτούς καταδικασμένους σε μακροχρόνια ελλείμματα και σε συνεχή επιτήρηση. Οι τελευταίοι, με την ουσιαστικά άπρακτη παρέλευση του κρίσιμου χρόνου προετοιμασίας, εισήλθαν σε μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου, πολλές φορές μάλιστα επιστρατεύοντας και αμφιβόλου νομιμότητας εργαλεία και μεθοδεύσεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκειμένου να επιταχύνουν τον εφιάλτη τους, ευελπιστώντας προφανώς ότι ο χρόνος θα φέρει μόνος του και απρόσκοπτα όσα υποτίθεται θα έπρεπε να υλοποιηθούν με μεγάλες προσπάθειες από τους ίδιους.

-Η Γερμανία ως θεματοφύλακας του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου και ο διαχρονικός γερμανικός μερκαντιλισμός-

Παρά το γεγονός ότι σήμερα η Γερμανία εμφανίζεται ως υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου (και δείχνει να εναντιώνεται σφοδρά στις ΗΠΑ όπου δια στόματος Ν. Τραμπ αρθρώνεται λόγος για την ανάγκη επιστροφής σε περισσότερο προστατευμένες καταστάσεις), η πραγματικότητα δείχνει να είναι διαφορετική. Αυτό ακριβώς τόνιζε και πρόσφατο άρθρο του Economist (8.7.2017). Τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας ($ 300 δισ. για το 2016 όταν της Κίνας διαμορφώθηκαν σε $200 δισ.) δεν την βοηθούν ιδιαίτερα να μετέρχεται τον ρόλο του προστάτη και του θεματοφύλακα του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου. Η χώρα, όπως αναφέρει και το σχετικό δημοσίευμα, «saves too much and spends too little». Αυτό όμως το προτεσταντικό αρχέτυπο (κατά Max Weber) αποτελεί και ένα είδος άτυπου «δασμού», ίσως του πλέον ισχυρού και ακαταμάχητου, καθώς κανείς δεν μπορεί να μεμφθεί την χώρα ότι ορθώνει επίσημα εμπορικά εμπόδια.

Η χώρα δεν ξοδεύει, συγκρατώντας εσωτερικά μισθούς και ζήτηση, ελαχιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τις εισαγωγές, ενώ παράλληλα αυξάνει συνεχώς της εξαγωγές της, κάτι που της επιτρέπει να συσσωρεύει τεράστια πλεονάσματα. Η δε χρηματοοικονομική κρίση που έχει χτυπήσει πολλά από τα μέλη της ευρωζώνης, τα οποία όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως εισήλθαν σε αυτήν απροετοίμαστα, λειτουργεί έτι περαιτέρω επ’ ωφελεία της γερμανικής οικονομίας, καθώς το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα μετέρχεται καταστάσεις υποτίμησης κάνοντας ακόμα πιο ελκυστικά τα εξαγώγιμα προϊόντα της Γερμανίας.