Η επικίνδυνη εμμονή του Trump με το Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επικίνδυνη εμμονή του Trump με το Ιράν

Γιατί η εχθρότητα είναι αντιπαραγωγική

Η κυβέρνηση Trump δεν έχει συνεκτική πολιτική για το Ιράν. Τον Μάιο, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε μονομερώς τις Ηνωμένες Πολιτείες [1] από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA) -την πυρηνική συμφωνία του Ιράν- παρόλο που το Ιράν δεν την παραβίασε. Εκτός από τον άστοχο και κενό ισχυρισμό του Trump ότι ήταν "η χειρότερη συμφωνία [που συνήφθη] ποτέ", το πρόσχημά του για την απόσυρση ήταν η ιρανική επιθετικότητα στην περιοχή, η οποία δεν συνδέεται με την συμφωνία. Και στην ρητορική και στην πολιτική του, ο Trump φαίνεται να τοποθετεί τις Ηνωμένες Πολιτείες έτσι ώστε να εισέλθουν σε ένοπλη σύρραξη με το Ιράν, προειδοποιώντας το Ιράν τον Ιούλιο [2] ότι μπορεί να αντιμετωπίσει "συνέπειες όπως εκείνες που λίγοι σε όλη την ιστορία έχουν υποφέρει ποτέ πριν".

Ο Trump προφανώς δεν επιθυμεί απλώς να ανασχέσει την ισχύ του Ιράν αλλά να αναστρέψει την περιφερειακή του παρουσία, περιορίζοντας την επιρροή του στα σύνορά του, αφοπλίζοντάς το και, ως εκ τούτου, μεταβάλλοντας το καθεστώς του [3], δεδομένου ότι αυτοί είναι περιορισμοί που η κυβέρνηση του Ιράν δεν μπορεί να ανεχθεί για βαθείς στρατηγικούς και ιδεολογικούς λόγους. Κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν μια τεράστια προσπάθεια και πιθανόν θα συνεπαγόταν έναν άλλο αμερικανικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή -έναν που ο πρόεδρος δεν είναι αποφασισμένος να διεξάγει και δεν θα είχε την λαϊκή υποστήριξη για να επιδιώξει. Αντί για μια συνεκτική στρατηγική, η επιθετική συμπεριφορά του Trump αντικατοπτρίζει μια παράξενη και ανθυγιεινή εμμονή με το Ιράν που δεν δικαιολογείται από την πραγματική απειλή που θέτει στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων του.

23082018-1.jpg

Μια αντιαμερικανική τοιχογραφία στην Τεχεράνη, τον Οκτώβριο του 2017. REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Ο κίνδυνος τώρα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να παρασυρθούν σε πόλεμο με το Ιράν σε μια ομίχλη από πομπώδεις απειλές και ανατριχιαστικές ανατροπές πολιτικής, ακόμη και αν δεν υπήρχε υποκείμενο ενδιαφέρον για εχθροπραξίες. Αν και η ρητορική του Trump είναι επικίνδυνη, ο άμετρος ανταγωνισμός της διοίκησής του έχει τις ρίζες του σε μια βαθύτερη ανικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, που ξεκινά από το 1979, να βρουν μια πορεία προς τα εμπρός [4] με το Ιράν. Είναι καιρός η Ουάσιγκτον να το πράξει πριν να είναι πολύ αργά.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ

Η αμερικανική μεταχείριση του Ιράν ως σοβαρού στρατηγικού ανταγωνιστή είναι βαθιά παράλογη. Το Ιράν δεν θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αποφεύγει να επιτεθεί σε δυνάμεις των ΗΠΑ ή να χρησιμοποιήσει τρομοκρατία για να στοχεύσει στοιχεία ή έδαφος των ΗΠΑ, συνυπάρχει με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράκ με λίγες τριβές και συμφώνησε να περιορίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η Τεχεράνη, με απλά λόγια, αντιδρά στα ισραηλινά χτυπήματα για τα περιουσιακά της στοιχεία στην Συρία, όπου διατηρεί μόνο μια μικρή αναπτυξιακή δύναμη, η οποία συμπληρώνει ομάδες από αφγανικές, ιρακινές και συριακές σιιτικές πολιτοφυλακές. Το Ιράν είναι οικονομικά πολιορκημένο και στρατιωτικά αδύναμο και το ναυτικό του είναι μια παράκτια δύναμη άμυνας ικανή να διαταράξει τη ναυτιλία αλλά χωρίς να μπορεί να προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα στον Πέμπτο Στόλο των ΗΠΑ ή στις μάχιμες ομάδες του θεάτρου του Ειρηνικού των οποίων ίσως να κάνει χρήση σε περίπτωση κρίσης. Σύμφωνα με ανεξάρτητες, ενημερωμένες εκτιμήσεις, όπως η “Στρατιωτική Ισορροπία” (Military Balance) του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών (International Institute for Strategic Studies), οι ιρανικές δυνάμεις μαστίζονται από ξεπερασμένο εξοπλισμό, ανεπαρκή αμυντική βιομηχανική βάση και έναν μεγάλο [υποχρεωτικής στράτευσης] στρατό που είναι ουσιαστικά αναξιοποίητος σε μεγάλη κλίμακα. Η αεροπορία της πετάει αεροπλάνα που ενσωματώνουν τεχνολογία του 1960 και πρακτικά δεν έχει αμφίβια ικανότητα.

Οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες του Ιράν είναι ύψους περίπου 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή 3,7% του ΑΕΠ και, μετρώμενες και με τους δύο τρόπους, υπολείπονται αισθητά εκείνων του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας ή των ΗΑΕ μεμονωμένα, και είναι οπωσδήποτε υποδεέστερες σε σύγκριση τις συλλογικές δαπάνες τους. Επιπλέον, οι στρατιωτικές δυνατότητες των Ηνωμένων Πολιτειών υπερτερούν έναντι των δυνάμεων του Ιράν με κάθε εφικτό μέτρο [5]. Παρόλο που οι δυνατότητες αυτές προορίζονται να υποστηρίξουν τα παγκόσμια συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, δεδομένης της εκπληκτικής επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας των αμερικανικών δυνάμεων, που είναι ακονισμένες από τους συνεχείς πολέμους στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία από το 2011, οποιαδήποτε σοβαρή ιρανική πρόκληση για τα περιφερειακά συμφέροντα των ΗΠΑ που η διπλωματία δεν θα κατάφερνε να περιορίσει, θα μπορούσε εύκολα να κατασταλεί, έστω και αν μετασχηματιζόταν σε μια μακρόχρονη σύγκρουση χαμηλής έντασης που θα χαρακτηριζόταν από επίμονη ιρανική τρομοκρατία. Αλλά, φυσικά, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διπλωματία είναι μια τόσο ελκυστική εναλλακτική λύση έναντι της χρήσης βίας.

Το Ιράν διαθέτει ορισμένες στρατιωτικές ικανότητες υψηλού επιπέδου: Έχει αναπτύξει βαλλιστικούς πυραύλους βεληνεκούς 2.000 χιλιομέτρων, διαθέτει το προηγμένο ρωσικής κατασκευής σύστημα πυραύλων επιφανείας-αέρος S-300 και θεωρείται ότι διαθέτει σημαντικές ικανότητες στον κυβερνοχώρο. Αλλά το τελευταίο είναι ένα ασυμμετρικό πλεονέκτημα, ελάχιστα συγκρίσιμο με τα αμερικανικά και ισραηλινά ισοδύναμά του και οι S-300 της Συρίας δεν την βοήθησαν να προστατευθεί από την ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία, η οποία κατέστρεψε την υποδομή των πυρηνικών όπλων της το 2007. Το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν θα ήταν μια σοβαρή απειλή εάν συνδυαζόταν με τη μαζική παραγωγή συμβατών πυρηνικών κεφαλών, αλλά αυτό αποτελεί μια μακρινή ανησυχία για όσο διάστημα παραμένει σε ισχύ το JCPOA. Γενικά, η ικανότητα του Ιράν να προβάλλει στρατιωτική ισχύ στην περιοχή είναι σοβαρά περιορισμένη. Τα ιρανικά στρατεύματα στην Συρία πιθανότατα έφθασαν τους περίπου 4.500 άνδρες, περίπου ίσα με τους 4.000 στρατιωτικούς που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Στην Υεμένη, η στρατιωτική παρουσία του Ιράν είναι ακόμη μικρότερη. Στο Ιράκ, υπάρχει μια εναπομείνασα ιρανική στρατιωτική παρουσία επειδή το Ιράν συμμετείχε στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Ακόμα και εκεί, ωστόσο, έχει εισαγάγει μόνο περίπου 2.000 στρατιώτες για να συμπληρώσει τις σιιτικές πολιτοφυλακές που υποστηρίζει, και αυτά τα στοιχεία φαίνεται να ξεπερνώνται από την παρουσία περίπου 5.000 στρατιωτικών των ΗΠΑ.

Οι ιρανικές μηχανορραφίες που ανησυχούν τόσο πολύ την διοίκηση του Τραμπ καταλήγουν κυρίως στην επιρροή του [Ιράν] προς την κυβέρνηση του Ιράκ και την στήριξη των σιιτικών πολιτοφυλακών, την συνεχή ενίσχυση του καθεστώτος του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Ασαντ και την υποστήριξη των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη. Κάποιοι θα προσθέσουν επίσης την υποστήριξη προς τις σιιτικές ομάδες στο Μπαχρέιν, ένα κράτος υποτελές της Σαουδικής Αραβίας που κυβερνάται από μια σουνιτική μειονότητα. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική του Ιράν εξελίχθηκε ουσιαστικά με βάση τον ευκαιριακό ρεαλισμό [6] και όχι με ιδιαίτερα επιθετικό ρεβιζιονισμό και, όπως έχει σημειωθεί, έχει μια αραιή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή.

Το Ιράν, βεβαίως, θεωρητικά αποτελεί πρόβλημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράκ. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν το πρόβλημα αυτό, με το να ανατρέψουν την κυβέρνηση σουνιτικής μειονότητας του Σαντάμ Χουσεΐν, οδηγώντας σε ένα σιιτο-κρατούμενο Ιράκ, το οποίο αναπόφευκτα θα υπόκειτο στην ιρανική επιρροή. Ο Τραμπ πρέπει φυσικά να ασχοληθεί με την ιρανική επιρροή στο Ιράκ, αλλά τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ δεν απαιτούν να υπερισχύσει της βραχυπρόθεσμης ανάγκης της Ουάσιγκτον να σταθεροποιήσει την χώρα. Πρόσφατα, ειδικά στην εκστρατεία εναντίον του ISIS, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν βρίσκονταν στην ίδια πλευρά και φαίνεται ότι η ιρακινή κυβέρνηση έχει καταλάβει το πώς να εργάζεται ταυτόχρονα με την Ουάσινγκτον και την Τεχεράνη. Υπάρχουν ακόμα περιοχές σαφούς τριβής μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν -το Ιράκ, για παράδειγμα, επιτρέπει στα ιρανικά όπλα να διασχίζουν το Ιράκ προς την Συρία- αλλά αυτά είναι κρίσιμα από την άποψη της Ουάσινγκτον μόνο εάν η εμπλοκή του Ιράν στην Συρία αποτελεί σοβαρή απειλή για τα βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ, πράγμα που δεν συμβαίνει.

23082018-2.jpg

Ο Trump επιδεικνύει την διακήρυξη που δηλώνει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από το JCPOA, στην Ουάσιγκτον, τον Ιούλιο του 2018. JONATHAN ERNST / REUTERS
------------------------------------------------------------

Τα γεωπολιτικά συμφέροντα του Ιράν στην Συρία είναι προφανή: Η συμμαχία με το καθεστώς Assad δίνει στο Ιράν ένα πάτημα στο Λεβάντε και έναν αγωγό προμηθειών προς την Χεζμπολάχ, την πιο σημαντική περιφερειακή πληρεξούσιό της (proxy)- αν και "πληρεξούσιος" μπορεί να μην είναι η σωστή λέξη για ένα πολιτικό κόμμα του Λιβάνου του οποίου ο συνασπισμός αποτελεί το μεγαλύτερο μπλοκ στο λιβανικό κοινοβούλιο και θεωρείται από τους περισσότερους Λιβανέζους ως εσωτερικό πολιτικό κόμμα με εθνικιστική ατζέντα. Εντούτοις, μέχρι που η ομάδα Trump ήρθε και απέκτησε μεγαλύτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον για την Δαμασκό, φαινομενικά προσβλέποντας να σφυρηλατήσει μια μεγαλύτερη στρατηγική εταιρική σχέση με την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν ταιριαστό κυρίως το να αγνοούν την Συρία [7] εδώ και δεκαετίες. Η κυβέρνηση Obama είχε αρχικά ελπίδες ότι ο Assad θα πέσει, αλλά θεώρησε την παρέμβαση του Ιράν ως γεωπολιτικά αναπόφευκτη και ανεπαρκώς επιζήμια για τα συμφέροντα των ΗΠΑ ώστε να δικαιολογήσει έναν πόλεμο πληρεξουσίων, ο οποίος θα επέφερε μια ανθρωπιστική παρέμβαση των ΗΠΑ εναντίον του Assad. Το 2014, η άνοδος του ISIS στο Ιράκ και στην Συρία ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μετακινήσουν την εστίασή τους στην Συρία [8] από την αλλαγή καθεστώτος στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και η αεροπορική εκστρατεία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που ξεκίνησε η κυβέρνηση Ομπάμα το 2014 είχε ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση του ISIS έως τα τέλη του 2017 -ένα αποτέλεσμα σύμφωνο με τα συμφέροντα του Ιράν.

Η υποστήριξη του Ιράν στην Χεζμπολάχ, η οποία συγκέντρωσε χιλιάδες πυραύλους επιφανείας-επιφανείας και ρουκετών τα τελευταία 40 χρόνια, αποτελεί σοβαρότερη απειλή -αν και όχι για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά για τον πλησιέστερο σύμμαχό τους στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ [9]. Και οι δύο έχουν βάσιμους λόγους να αποτρέψουν την Χεζμπολάχ από την έναρξη πολέμου και να εμποδίσουν το Ιράν να δημιουργήσει μόνιμη στρατιωτική παρουσία στη νοτιοδυτική Συρία, κάτι που θα αποτελούσε ένα δεύτερο μέτωπο. Κάποιοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ πιστεύουν ότι ο πιο απλός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν η εγκατάσταση ενός σουνιτικού καθεστώτος στην Συρία που θα έκοβε την πρόσβαση του Ιράν στο Λεβάντε. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ότι οι στόχοι του Ιράν είναι ευρύτεροι από το απλώς να διασφαλίσουν το καθεστώς Assad, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν αναγκαία η λήψη δραστικών μέτρων. Όταν οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι παραδέχονται ιδιωτικά ότι ένα δεύτερο μέτωπο για το Ιράν είναι μια φιλοδοξία της Τεχεράνης παρά ένα άμεσο ζήτημα, έχουν δίκιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε έναν ιδανικό κόσμο για το Ιράν, το Ισραήλ θα περιβαλλόταν από τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Αλλά αυτός ο στόχος είναι απλά πέρα από όσα μπορεί να πετύχει η Τεχεράνη. Σε αντίθεση με τον Λίβανο, δεν υπάρχει μεγάλος σιιτικός πληθυσμός στην Συρία˙ το συριακό καθεστώς είναι ανυπόμονο να απαλλαγεί από τους Ιρανούς όταν δεν θα τους χρειάζεται πλέον˙ και δεν υπάρχει όριο στον αριθμό εξόδων που μπορεί να πραγματοποιήσει η ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία μέσω του συριακού εναέριου χώρου, αναζητώντας στόχους που φαίνονται συνδεδεμένοι με το Ιράν. Επί του παρόντος, τα ενδιαφερόμενα μέρη φαίνεται να συνεργάζονται για τον περιορισμό των φιλοδοξιών του Ιράν στην Συρία [10]. Καθώς ο Assad ξανακέρδισε τον έλεγχο στην χώρα με την βοήθεια της Ρωσίας και του Ιράν, το Ισραήλ είδε τα πλεονεκτήματα της συνεχούς κυριαρχίας του Assad και έκανε διευθετήσεις για διακριτικό στρατιωτικό συντονισμό με την Συρία και την Ρωσία, που του επέτρεψαν να στοχεύσει στοιχεία του Ιράν και της Χεζμπολάχ στην Συρία, πρακτικά με ατιμωρησία. Με άλλα λόγια, το Ισραήλ έχει καθιερώσει ένα modus vivendi με την Συρία και έναν αποτρεπτικό παράγοντα έναντι του Ιράν, και δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για επέμβαση των ΗΠΑ.

Και στην Υεμένη, η ιρανική απειλή είναι υπερεκτιμημένη. Η παρέμβαση της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης ξεκίνησε ουσιαστικά ως “πόλεμος από επιλογή” για να αντιμετωπιστεί το Ιράν -μια παρηγοριά για την ανικανότητά τους να ανατρέψουν τον Assad στην Συρία. Η προμήθεια όπλων του Ιράν στους αντάρτες Houthi από την θάλασσα ήταν ο βασικός ερεθισμός. Όπως κι οι Ιρανοί, οι Χούθι είναι Σιίτες, και παρά τις δογματικές διαφορές υπάρχει μια ισχυρή σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ των δύο ομάδων. Για την Τεχεράνη, οι αντάρτες Houthi της Υεμένης είναι χρήσιμοι πληρεξούσιοι, ενώ για τους Χούθι, το Ιράν είναι πηγή σχετικά προηγμένων όπλων. Αλλά, ως πρακτικό ζήτημα, δεν είναι σαφές πόσο αποφασιστική υπήρξε η συμβολή του Ιράν στα στρατιωτικά κέρδη των Χούθι. Οι επιθέσεις των Houthi πέραν των συνόρων της Υεμένης -και πιθανώς οι αποστολές ιρανικών όπλων- μόνο αυξήθηκαν καθώς συνεχίστηκε η παρέμβαση Σαουδικής Αραβίας-ΗΑΕ που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ. Η συμμετοχή των ΗΠΑ ήταν εξειδικευμένη, διστακτική και επιχειρησιακά προβληματική. Η σύγκρουση έχει πλέον μετατραπεί σε ανθρωπιστική καταστροφή και στρατιωτικό αδιέξοδο, αναμφίβολα ώριμη για επίλυση της σύγκρουσης. Δεν υπάρχει στρατηγική δικαιολόγηση για εντατικοποίηση της στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ.

Το να αναγορεύεται το Ιράν ως σημαντικός στρατηγικός αντίπαλος απλώς δεν έχει νόημα με όρους των παραδοσιακών διεθνών σχέσεων, όπως η εξισορρόπηση απειλών και ισχύος. Δεδομένης της σχετικά μέτριας απειλής που θέτει, τότε γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δρουν σαν να ήταν το Ιράν περίπου ομότιμος ανταγωνιστής που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιθετική συρρίκνωσή του; Δεν υπάρχει μια μόνο απάντηση. Είναι μια πολύπλοκη λειτουργία του ισραηλινού άγχους που μεταδίδεται στο Κογκρέσο μέσω της αποτελεσματικής άσκησης πίεσης από εξέχουσες φιλο-ισραηλινές οργανώσεις˙ το εσωτερικό πολιτικό πλεονέκτημα που δίνει στους πολιτικούς ηγέτες του Ισραήλ η εστίαση στο Ιράν˙ ο προφανής ενθουσιασμός του Ιράν να σωρεύει τους ισραηλινούς φόβους μέσω ρητορικής που ερμηνεύεται εύκολα ως γενοκτονία από πρόθεση, και με μικρές αλλά δυσοίωνες εκτοξεύσεις πυραύλων από την Συρία˙ μια πρόσφατα ανεκτική στον κίνδυνο Σαουδική Αραβία υπό την καθοδήγηση ενός φιλόδοξου νεαρού πρίγκιπα, του Mohammed bin Salman˙ ένα μονόπαντο διεθνές σύστημα στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ακυβέρνητη, διαιρεμένη και ανίκανη να επιβληθεί στη Μέση Ανατολή˙ και ένας μη ενημερωμένος και εκκεντρικός πρόεδρος των ΗΠΑ αποφασισμένος να εξαλείψει την κληρονομιά της εξωτερικής πολιτικής του Ομπάμα με το να ευθυγραμμίζει τον εαυτό του με την Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και ένα ολοένα και πιο αυταρχικό Ισραήλ -όλοι ενωμένοι σε έναν κοινό ανταγωνισμό προς το Ιράν. Ο κίνδυνος τώρα είναι ότι ο Τραμπ, όπως και ο Τζορτζ Μπους στην πορεία προς την εισβολή στο Ιράκ το 2003, θα παρασυρθεί από επιθετικούς συμβούλους και ξένες δυνάμεις με επιρροή στο να σκεφθεί ότι μπορεί να επανασχεδιάσει γρήγορα και εύκολα την περιφερειακή τάξη της Μέσης Ανατολής.

Πράγματι, είναι πιθανόν οι ανώτεροι αξιωματούχοι της διοίκησης Trump -ο σύμβουλος της Εθνικής Ασφάλειας John Bolton, ειδικότερα- να έχουν υποδείξει ότι ακριβώς η αδυναμία του Ιράν το καθιστά εύκολο στόχο για την αμερικανική ισχύ, έτσι ώστε μια συρρίκνωσή του να μπορεί να επιτευχθεί με σχετικά χαμηλό κόστος, και ότι "η Αμερική θα είναι και πάλι μεγάλη". Το ότι μια τέτοια εκτίμηση αντανακλά την λανθασμένη εφαρμογή της ίδιας λογικής της διοίκησης του Μπους στο Ιράκ πριν από δεκαπέντε χρόνια, σχεδόν σίγουρα δεν έχει υποπέσει στην προσοχή του Trump, καθώς δεν κατάλαβε ότι το JCPOA διατηρεί παρά καταστρέφει την συσχέτιση των δυνάμεων που τόσο ευνοϊκά ευνοούν τους αντιπάλους του Ιράν.

23082018-3.jpg

Ο Τραμπ συναντάται με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα-διάδοχο, Mohammed bin Salman, τον Μάρτιο του 2018. JONATHAN ERNST / REUTERS
--------------------------------------------------------------------

ΠΑΛΙΟΙ ΕΧΘΡΟΙ

Υπάρχει επίσης μια τάση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, που προηγείται της διοίκησης του Trump, στο να αναζητά και να αντιμετωπίζει όλους τους πιθανούς εχθρούς. Όπως έλεγε ο Lawrence Freedman στο βιβλίο του "A Choice of Enemies: America Confronts of Middle East", αυτή η τάση, που γεννήθηκε από την "δυσκολία προσαρμογής στα όρια της ισχύος", ήταν ιδιαίτερα έντονη στη Μέση Ανατολή, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν "να περιστοιχίζονται από εχθρούς από όλες τις πλευρές", οδηγώντας σε υπερβολικά επιθετικές αμερικανικές πολιτικές στην περιοχή.

Πέρα από αυτή την τάση, παρά την παθητική υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας στην Αλ Κάιντα πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, το Ιράν αποτελεί αναμφισβήτητα έναν ιδιαιτέρως βαθύ και οδυνηρό εκνευρισμό για τις Ηνωμένες Πολιτείες επί σαράντα χρόνια. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξεπλάγη άγρια από την Ιρανική Επανάσταση του 1979, η οποία αντιπροσώπευε μια σημαντική στρατηγική απώλεια και μια ντροπή. Η επακόλουθη φυλάκιση 52 Αμερικανών ομήρων για 444 ημέρες μεταξύ Νοεμβρίου 1979 και Ιανουαρίου 1981 έριξε αλάτι στην πληγή, κατέστρεψε την προεδρία του Τζίμι Κάρτερ και ενεργοδότησε τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Όταν ο Reagan παρενέβη στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την ισχύ των ΗΠΑ στην περιοχή το 1983, η Χεζμπολάχ, ένας πληρεξούσιος των Ιρανών, σκότωσε 241 Αμερικανούς πεζοναύτες σε μια επίθεση αυτοκτονίας με φορτηγά-βόμβες στους στρατώνες τους στην Βηρυτό. Η δολοφονία από την Χεζμπολάχ του προσωπικού των ΗΠΑ στην Σαουδική Αραβία, στους Πύργους Khobar το 1996 και μια δεκαετία αργότερα η παροχή από το Ιράν σε ιρακινές πολιτοφυλακές εξαιρετικά θανατηφόρων εκρηκτικών βλημάτων για στόχευση κατά των αμερικανικών δυνάμεων, δεν βοήθησαν.

Το ιρανικό καθεστώς, από την πλευρά του, έχει βρει ότι είναι αδύνατο να ξεπεράσει την δυσαρέσκεια και την δυσπιστία του σε μια σειρά υπερβάσεων των ΗΠΑ. Το Ιράν και η Χεζμπολάχ έχουν δεσμευθεί να καταστρέψουν το εβραϊκό κράτος και να παράσχουν πολιτική και υλική στήριξη στις μαχητικές παλαιστινιακές ομάδες. Το Ιράν, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της προεδρίας του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, απείλησε ρητορικά απ’ ευθείας τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι προσπάθειες για την αποκατάσταση των σχέσεων -από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν στο πλαίσιο του σκανδάλου του Ιράν-Κόντρα, του Μπιλ Κλίντον και του Muhammad Khatami το 1997 στον τεταμένο απόηχο της επίθεσης στους [Πύργους] Khobar, και των Μπαράκ Ομπάμα και Χασάν Ρουχανί το 2015- υπήρξαν ανώφελες. Αν λοιπόν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γενικώς προδιάθεση να βρίσκουν εχθρούς, μπορεί να έχει προκαθοριστεί ότι η χώρα που θα απομονωθεί στη Μέση Ανατολή θα είναι το Ιράν, ειδικά αφότου το Ιράκ βγήκε από τη μέση.

Αν εξαιρεθεί η προδιάθεση, φυσικά, δικαιολογείται ο απόλυτος ανορθολογισμός. Ειδικότερα, η σαουδαραβική και η ισραηλινή ρητορική για το Ιράν έχουν αναδείξει σαφώς ανυπόστατες ιστορικές αναλογίες σε μια προσπάθεια να ενθαρρυνθεί η Ουάσινγκτον να συρρικνώσει [την ισχύ και την επίδραση] του Ιράν. Σε μια διάσκεψη ασφαλείας τον Φεβρουάριο στο Μόναχο, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου διακήρυξε ότι η πυρηνική συμφωνία του Ιράν είχε εξαπολύσει "μια επικίνδυνη ιρανική τίγρη στην περιοχή μας και πέρα από αυτήν" και ισχυρίστηκε ότι, αν και το Ιράν δεν ήταν η “ναζιστική Γερμανία”, υπάρχουν μερικές “χτυπητές ομοιότητες”. Στην συνέχεια, σε ένα δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στις 23 Ιουλίου στο Arab News, ο πρίγκηπας Khaled bin Salman, ο πρεσβευτής της Σαουδικής Αραβίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγε την σύγκριση ακόμα παραπέρα. Επαίνεσε τον Trump για την απόρριψη "του είδους των πολιτικών κατευνασμού που απέτυχαν τόσο άθλια να σταματήσουν την άνοδο της ισχύος της Ναζιστικής Γερμανίας" και έγραψε για την "ανάγκη ένωσης σε μια ευρύτερη στρατηγική για την αντιμετώπιση της αποσταθεροποιητικής συμπεριφοράς του ιρανικού καθεστώτος". Προχώρησε στο να χαρακτηρίσει την πυρηνική συμφωνία ως "μέρος ενός ανησυχητικού μοτίβου κατευνασμού" και στην συνέχεια εναγκαλίστηκε την διοίκηση Trump με σκοπό να θέσει το βάρος της ανάσχεσης στην Ουάσιγκτον και να αποθαρρύνει οτιδήποτε άλλο παρά μια ολοκληρωμένη απάντηση σε όλες τις πτυχές της ιρανικής επιθετικότητας στην περιοχή.

Εξωφρενικά, ακολούθως απεικόνισε το Ιράν ως ότι παρουσιάζει έναν «ανάλογο κίνδυνο» με τις δυνάμεις του Άξονα. Η υπερβολή του δοκιμίου κορυφώθηκε με αυτή την προτροπή:

“Όπως και στο Μόναχο πριν από οκτώ δεκαετίες, όταν οι Δυτικές παραχωρήσεις απέτυχαν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες της Ναζιστικής Γερμανίας για ένα μεγαλύτερο, ισχυρότερο Ράιχ, ο κόσμος αντιμετωπίζει και πάλι την δίδυμη επιλογή της προσφοράς πλούτου και εδάφους για να καθησυχάσει ένα δολοφονικό καθεστώς, ή να αντιμετωπίσει το κακό κατά μέτωπον”.

Η ανόητη σύγκριση μεταξύ ενός στρατιωτικά αμφισβητούμενου Ιράν και της τεράστιας ναζιστικής ισχύος εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ορθολογικότητα των κινήτρων της Σαουδικής Αραβίας, την ακεραιότητά της ως συμμάχου των ΗΠΑ και, ειλικρινά, την ποιότητα των συμβουλών που το Ριάντ παίρνει από οποιονδήποτε σύμβουλο που συνδέεται με την Ουάσιγκτον, για να σχεδιάσει το κείμενο που δημοσίευσε ο πρίγκιπας Khaled bin Salman με την υπογραφή του. Εν πάση περιπτώσει, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προβαίνουν σε προπαγανδιστική εκστρατεία για να πείσουν έναν αφελή Αμερικανό πρόεδρο ότι το Ιράν είναι μια μοναδική ολέθρια απειλή, σε πορεία να ελέγξει έως και τέσσερις πρωτεύουσες της Μέσης Ανατολής: Την Βαγδάτη, την Βηρυτό, την Δαμασκό και την Σαναά. Η Βαγδάτη είναι σίγουρα πιο επιδεκτική στην ιρανική επιρροή απ’ ό, τι ήταν υπό μπααθιστική εξουσία, χάρη στην παρέμβαση των ΗΠΑ, αλλά το Ιράν δεν έχει την ικανότητα και την βούληση να ελέγξει πραγματικά το Ιράκ. Το συριακό καθεστώς είναι έντονα εθνικιστικό και βλέπει το Ιράν με όρους χρησιμότητας. Η επιρροή της Τεχεράνης στην Βηρυτό αντιπροσωπεύει ένα μάλλον μακροχρόνιο status quo παρά ένα ξαφνικό απροσδόκητο αποτέλεσμα που προέκυψε από κάποιον χειρισμό που άλλαξε το παιχνίδι. Και οι Χούθι είναι απίθανο να υπηρετήσουν το Ιράν ως κάτι άλλο από ένα χρήσιμο εργαλείο για να παρενοχλήσουν τους Σαουδάραβες [11].

Ο φανερός στόχος των Ισραηλινών, των Εμιρατινών και των Σαουδαράβων είναι να προσδώσουν στο ζήτημα του Ιράν μια υπερβολικά στρεβλωτική επίδραση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και αναμφισβήτητα να ωθήσουν την διοίκηση Trump προς μια κινητική δράση που πιστεύουν ότι θα παίξει καλά με τους Αμερικανούς ψηφοφόρους ή τουλάχιστον με την [εκλογική] βάση του Trump και τους σημαντικούς χρηματοδότες του. Δεν κάνουν λάθος με το να πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ιστορικά επιρρεπείς σε χονδροειδώς υπερεκτιμημένες απειλές. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι πρόεδροι των ΗΠΑ συχνά παρανόησαν κυρίως τοπικές ή, στην καλύτερη περίπτωση, εθνικές πολιτικές διαμάχες ως τμήμα ενός συντονισμένου σοβιετικού σχεδίου για την παγκόσμια επέκταση του κομμουνισμού. Το Βιετνάμ είναι απλώς το πιο διαβόητο παράδειγμα. Μέχρι τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να ελέγξουν την τάση τους να υπερβάλλουν τους εχθρούς, οικοδομώντας μια φήμη στη Μέση Ανατολή ως μια ουσιαστικά προσεκτική και ρεαλιστική δύναμη του status quo μέσω ενός μετρημένου συνόλου συμμαχιών και πολύ επιλεκτικής στρατιωτικής εμπλοκής.

Μια συγκριτικά καλή διαχείριση της συμμαχίας απαιτείται τώρα όσον αφορά το Ιράν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες σίγουρα πρέπει να αντιμετωπίσουν στα σοβαρά τις ανησυχίες του Ισραήλ και των αραβικών κρατών του Κόλπου σχετικά με το Ιράν και να τους πείσουν ότι το κάνουν αυτό. Τούτο δεν απαιτεί στρατιωτική δράση. Πράγματι, ο Trump χλωμιάζει [στην προοπτική] για αυξανόμενα επίπεδα στρατευμάτων των ΗΠΑ στην Συρία, ακόμη και όταν το Πεντάγωνο ευνοεί ελαφρές αυξήσεις. Ταυτόχρονα, αν και οι Ιρανοί δεν απειλούν άμεσα τις Ηνωμένες Πολιτείες, απειλούν συμμάχους των ΗΠΑ τουλάχιστον αντιληπτά, οπότε η Ουάσιγκτον δεν μπορεί απλά να κλείσει τα μάτια. Αλλά η συνετή πορεία για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι να εξασφαλίσουν ότι οι σύμμαχοί τους μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, παρεμβαίνοντας μόνο όταν τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου.

Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι εκτός ελέγχου, παρά τις έντονες προσπάθειες κάποιων συμμάχων των ΗΠΑ να πείσουν τον Trump διαφορετικά. Επιπλέον, είναι ακριβώς οι ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους που έχουν ανοίξει την πόρτα στις μηχανορραφίες του Ιράν στο Ιράκ, στον Λίβανο, στην Συρία και σε ένα βαθμό στην Υεμένη. Αυτή η διεστραμμένη δυναμική, παράλληλα με την εγγενή αδυναμία του Ιράν και τον μετρημένο χαρακτήρα των παρεμβάσεών του στη Μέση Ανατολή, θα πρέπει να υπενθυμίζει στους Αμερικανούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ότι το Ιράν δεν θα αποτελεί απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, εκτός εάν το κάνουν αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, όπως και παλαιότερα, η [προσπάθεια για] συρρίκνωση είναι ακριβώς ο λανθασμένος τρόπος να προσεγγιστεί το Ιράν.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc. 
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2018-08-13/trumps-dangerous-obsession-iran

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.nytimes.com/2018/05/08/world/middleeast/trump-iran-nuclear-d...
[2] https://www.nytimes.com/2018/07/22/world/middleeast/trump-threatens-iran...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/persian-gulf/2017-07-20/why-regi...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2017-09-06/reset-iran-and-u...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2017-10-25/why-its-tough-ge...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2018-02-13/iran-amon...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/syria/2017-07-18/washingtons-dea...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2017-04-10/defeat-is...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/israel/2018-02-21/israels-coming...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/syria/2018-06-04/pro-assad-allia...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2018-07-26/how-us-em...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition