Το γεωπολιτικό «τετράγωνο» ΗΠΑ-Ρωσίας-Ιράν-Σ. Αραβίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το γεωπολιτικό «τετράγωνο» ΗΠΑ-Ρωσίας-Ιράν-Σ. Αραβίας

Ο ρόλος των τιμών του πετρελαίου στην ισορροπία της Μέσης Ανατολής

Η αμερικανική στάση κατά το έτος των αραβικών επαναστάσεων δεν αποτέλεσε ωστόσο τη μοναδική αιτία για την οποία και η Σαουδική Αραβία άρχισε να απομακρύνεται «από μια ιστορική συμμαχία με την Αμερική, προτιμώντας μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών». Στην πραγματικότητα όπως έχουμε ήδη εξετάσει σε άλλο κεφάλαιο η απομάκρυνση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας είχε ξεκινήσει ήδη από την επαύριον του πολέμου του Κόλπου και επιταχύνθηκε μετά την αμερικανική εισβολή και κατοχή του Ιράκ, η οποία διευκόλυνε μέσα από χάος που επικράτησε στο Ιράκ την εκστρατεία της Al-Qaeda για την ανατροπή των al-Saud το 2003-2005. Έκτοτε η αποστασιοποίηση συνεχιζόταν με ρυθμούς αριθμητικής προόδου αλλά η αμερικανική παρεκλυστικότητα κατά το έτος των αραβικών εξεγέρσεων επέτεινε αυτή την δυναμική.

Μεσολάβησαν ωστόσο και άλλα γεγονότα τα οποία μεγάλωσαν το χάσμα ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Ριάντ, καθιστώντας αναπόφευκτη την περαιτέρω γεωπολιτική αυτονόμηση της Σαουδικής Αραβίας και την συνεπαγόμενη διάβρωση των θεμέλιων επί των οποίων εδράζεται η περιφερειακή αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Εκτός από την συγκαταβατική στάση που κράτησε έναντι της κυβέρνησης Morsi η προεδρία Obama, η φανερή απροθυμία της αμερικανικής κυβέρνησης να νομιμοποιήσει επί σειρά ετών την αιγυπτιακή αντεπανάσταση του Ιουλίου 2013, δημιούργησε έντονα ερωτηματικά στην Σαουδική Αραβία για το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να ερωτοτροπούσαν και οι ίδιες με την αποσταθεροποιητική δυναμική των αραβικών εξεγέρσεων [33].

Η επιλογή της μερικής εμπλοκής της Ουάσινγκτον στην εκστρατεία ανατροπής του καθεστώτος Qaddafi διαδέχθηκε την παντελή απουσία των ΗΠΑ από τις διαλυτικές δυναμικές που διαίρεσαν την χώρα σε μια πλειάδα αντιμαχόμενων θρησκευτικο-φυλετικών συνασπισμών που καθιστούσαν, όπως είχε συμβεί παλαιότερα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, σχεδόν αναπόφευκτη την ανάδυση ακραίων τζιχαντιστικών πολιτοφυλακών οι οποίες μετά το 2014 θα συνασπίζονταν υπό την «σημαία» του Ισλαμικού Κράτους.

Η αμερικανική πολιτική που είχε σε τελική ανάλυση ανάψει το πράσινο φως στις ΝΑΤΟϊκές επιθέσεις, παρέμεινε σε μια κατάσταση «αυτισμού» παρά την δολοφονία, το 2012, του Αμερικανού πρέσβη στην Βεγγάζη, ανήμερα της ενδέκατης επετείου των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Αγνοώντας τα μαθήματα που θα έπρεπε να είχαν μάθει από την αποτυχία της πολιτικής Bush Jr. στο Ιράκ, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, αλλά εν προκειμένω και της Γαλλίας και της Βρετανίας, αποσύρθηκαν από το προσκήνιο διευκολύνοντας την κάλυψη του κενού ισχύος από δυνάμεις του ISIS και της υποστηριζόμενης από την Τουρκία και το Κατάρ Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Λιβύης. Αντί η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοι της να αντιδράσουν δυναμικά, απλώς απαγκιστρώθηκαν, μπερδεύοντας την ευφορία που επικράτησε μετά την πτώση της κανταφικής δικτατορίας ως σημάδι δημοκρατικής σταθεροποίησης.

Αυτό αποτελούσε συνταγή για την πρόκληση χάους, την γένεση μιας ακόμη γεωπολιτικής «μαύρης τρύπας», η βαρυτική έλξη της οποίας κατέστρεψε τα συστατικά στοιχεία του λιβυκού οικοδομήματος. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το αστρονομικό της ανάλογο, αυτή η γεωπολιτική μαύρη τρύπα εξάγει με τη μορφή πολιτικής αστάθειας τα δομικά υλικά του τέως λιβυκού κράτους το οποίο και καταστρέφει, αποσταθεροποιώντας τα γειτονικά κράτη, με σημαντικότερο την Αίγυπτο.

Το δομικό πρόβλημα αστάθειας της Μέσης Ανατολής προέκυψε από το γεγονός ότι το φαινόμενο της γεωπολιτικής «μαύρης τρύπας» δεν περιορίστηκε στην Λιβύη, αλλά ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα στην Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση. Στην περίπτωση της Λιβύης, αντί τα Δυτικά κράτη να επέμβουν για να ελέγξουν το χάος που η επέμβασή τους δημιούργησε, και να αποτρέψουν την ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους και των μαζικών προσφυγικών ροών που προωθούνταν άναρχα στην ΕΕ μέσω Ιταλίας, επέλεξαν να απόσχουν, αφήνοντας στον επίδοξο ρόλο του σταθεροποιητή μόνο την υποστηριζόμενη από τα ΗΑΕ, Αίγυπτο, και σε δευτερεύοντα ρόλο τα ίδια τα ΗΑΕ και την Σαουδική Αραβία.

Αν για την Σαουδική Αραβία η πολιτική της Ουάσινγκτον στην Λιβύη αποτελούσε μνημείο στρατηγικής αβελτηρίας, η άρνηση του προέδρου των ΗΠΑ να επέμβει στρατιωτικά κατά του καθεστώτος Assad στην Συρία τον Αύγουστο του 2013 έπληξε την αξιοπιστία της αμερικανικής διπλωματίας σε όλη την περιοχή, κατά την εκτίμηση μεταξύ άλλων και του Leon Panetta, του τελευταίου υπουργού Αμύνης της προεδρίας Obama, που διαδέχθηκε τον Robert Gates [34]. Η μη-στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ κατά του Assad παρά την γαλλική προθυμία συνδρομής σε αμερικανική εκστρατεία, πλήγωσε το γόητρο και την αξιοπιστία των ΗΠΑ στα μάτια των Αράβων συμμάχων τους με σημαντικότερη την Σαουδική Αραβία [35]. Η Σαουδική Αραβία είχε χρηματοδοτήσει όσο καμία άλλη μουσουλμανική χώρα την προσπάθεια ανατροπής του ασαντικού καθεστώτος, αντιλαμβανόμενη, όπως άλλωστε η Τουρκία και το Ισραήλ, την πτώση του Assad ως διάσπαση του σιιτικού άξονα που αποτελούσε την βασική αρτηρία τροφοδοσίας της Hezbollah από το Ιράν.

Η πτώση του Assad δεν θα απέκοπτε μόνο το Ιράν από τη Μεσόγειο, αλλά θα περιόριζε την επιρροή του στο Ιράκ ενώ θα απομόνωνε και σταδιακά θα περιθωριοποιούσε την Hezbollah τόσο ως ηγετικό παράγοντα της λιβανέζικης πολιτικής πραγματικότητας όσο και ως απειλή για το Ισραήλ. Το γεγονός ότι το 2013 ο Obama αρνήθηκε, την ώρα μάλιστα που δεν υπήρχαν στην Συρία ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, να ανατρέψει τον Assad, ερμηνεύθηκε από το Ριάντ ως μια στρατηγικής σημασίας υπαναχώρηση έναντι της επιτακτικής ανάγκης να ανασχεθεί η διόγκωση της ιρανικής περιφερειακής επιρροής μετά το 2003, και εμφατικά μετά το 2011.