Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα

Η σκληρή λογική του Νεοκλασικού Ρεαλισμού στο τρίγωνο Ελλάδος-Τουρκίας-Κύπρου*

-Η Γραμμή Μεταξά δεν εμποδίζει τελικά την βουλγαρική κατοχή στην ελληνική ανατολική Μακεδονία (1941-1944) που συνοδεύτηκε από εντονότατες προσπάθειες εκβουλγαρισμού και εθνικής εκκαθάρισης.

Την πρόσληψη της απειλής μεγεθύνει περαιτέρω το στρατηγικό μειονέκτημα του μικρού βάθους της ελληνικής ενδοχώρας στην περιοχή [3].

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΛΙΤ ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΥΟΝΤΑΙ

Το ξέσπασμα της διεθνοτικής βίας στην Κύπρο, βρίσκει την Ελλάδα απροετοίμαστη: Οι Καραμανλής και Αβέρωφ είχαν επανειλημμένα πιέσει τους Ελληνοκύπριους μέσα στο 1963 να μην διαταράξουν το status quo στην Κύπρο. Η έλευση της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία μπορεί να ήταν ένα επιπλέον έναυσμα για τον Μακάριο να καταγγείλει την Ζυρίχη: Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε μεν αποδεχθεί την συμφωνία με επιφυλάξεις το 1959, αλλά χρησιμοποίησε πολλές φορές το χαρτί του εθνικισμού και την καταγγελία της (αντιδημοφιλούς) Ζυρίχης για να χτυπήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους της ΕΡΕ κατά την διάρκεια του «Ανένδοτου» την περίοδο 1961-1964. Μολαταύτα, ο έμπειρος ΥΠΕΞ Σοφοκλής Βενιζέλος, παραδοσιακός κεντρώος πολιτικός και συνιδρυτής της Ένωσης Κεντρώων μαζί με τον Γεώργιο Παπανδρέου, καταλαμβάνεται απέναντι στις πρωτοβουλίες των Ελληνοκυπρίων από αισθήματα έκπληξης και έντονης δυσφορίας [4]. Όπως και ο προκάτοχος του Αβέρωφ, θεωρούσε την Τουρκία απαραίτητο σύμμαχο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση της απειλής από τον Βορρά. Επομένως, οι ομαλές ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν για την Αθήνα μεγαλύτερη προτεραιότητα από την αναθεώρηση του status quo στην Κύπρο. Την διαφωνία του υπουργού του συμμερίζεται και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος στην 1η επιστολή του προς Μακάριο, τον Φεβρουάριο, διατυπώνει το Δόγμα του «Εθνικού Κέντρου»: «Εν τη εννοία της ενότητος του Ελληνισμού και της επαυξημένης ευθύνης των Αθηνών,...επιθυμώ...όπως συντελεσθή μεταξύ ημών πλήρης και συνεχή επαφή, συνεννόησις και εναρμόνισις απόψεων».

06022019-2.jpg

Η πύλη της βρετανικής βάσης της RAF, στο Ακρωτήρι της Κύπρου, στις 13 Απριλίου 2018. YIANNIS KOURTOGLOU / REUTERS
-------------------------------------------------------------------------

Πράγματι, οι ραγδαίες εξελίξεις και η στρατιωτικοποίηση της διαμάχης στην Κύπρο, οδήγησαν την Αθήνα σε δίλημμα: Από τη μια, η (σχεδόν αυτόματη) πίεση στην Αθήνα για στρατιωτική αντίδραση και θωράκιση των Ελληνοκυπρίων απέναντι στους Τουρκοκύπριους και την ίδια την Τουρκία, και από την άλλη το ρίσκο της κλιμάκωσης και το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου.

Η πίεση για στρατιωτική αντίδραση πήγαζε βέβαια κυρίως από ιδεολογικούς λόγους: Στην Κύπρο υπήρχαν Έλληνες που τώρα απειλούνταν από τον προαιώνιο εχθρό, τους Τούρκους. Ήταν σαφές ότι οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να δράσει για να προστατεύσει αυτούς τους Έλληνες. Οι υπολογισμοί για την ισορροπία δυνάμεων ήταν επίσης άδηλοι για την ελληνική πλευρά, καθώς η στρατιωτική ενίσχυση της Κύπρου αντιπροσώπευε πρωτόγνωρες προκλήσεις για την Ελλάδα της εποχής.

Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα από μια σύσκεψη της πολιτικής (συμμετέχουν οι αρχηγοί Ένωσης Κέντρου και ΕΡΕ) και στρατιωτικής ηγεσίας υπό τον Διάδοχο στις 25/1/1964 [5].

Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρει:
- «Ήκουσα είμεθα εις σαφή αδυναμίαν συγκρουσθώμεν με Τούρκους εν Κύπρω. (σσ: δεν έχει οργανωθεί ακόμη η Εθνική Φρουρά ούτε έχει σταλεί η ελληνική μεραρχία) ... Άποψιν μειονεκτικής μας θέσεως δεν συμμερίζονται διάφοροι αξιωματικοί ΓΕΣ ... Εάν πράγματι μειονεκτώμεν ... έχομεν συμφέρον αποφύγωμεν δυναμικήν λύσιν και επιδιώξωμεν πολιτικήν ... νομίζω επίσης ότι προληπτικώς είναι απαραίτητον δώσωμεν εντύπωσιν ότι είμεθα αποφασισμένοι δια σύγκρουσιν ίνα ούτω προλάβωμεν δυναμικήν λύσιν. Επιβάλλεται, όμως, απόλυτος προσοχή εις εκλογήν τρόπου προληπτικής μεθόδου ίνα αποφευχθή εμπλοκή ... πρέπει πεισθούν Κύπριοι ότι δυναμική αναμέτρησης εις Κύπρον είναι καταστρεπτική δι’ αυτούς. Δια τούτο διαπράττουν σφάλμα ανεύθυνοι στρατιωτικοί ενθαρρύνοντες Κυπρίους ότι δυνάμεθα βοηθήσωμεν αυτούς αποτελεσματικώς». (σ.σ: στην ίδια όμως σύσκεψη ο Α/ΓΕΣ σημειώνει ότι «Δύναμις αντιστάσεως εν νήσω όχι μικρά. Υπεροχή πληθυσμού και οργάνωσις Ελληνοκυπρίων ...Τούρκοι ικανοί μεταφέρουν μόνον 1 μεραρχίαν και δια τούτο θα χρειασθούν αρκετάς ημέρας»! Και πιο πριν, ο ίδιος τονίζει ότι «...έχομεν εις τάξιν ετοιμότητος με προειδοποίησιν 8 ωρών ελαττουμένην εις 4 ώρας συγκρότημα δύναμης Συντάγματος που περιλαμβάνει μοίρα καταδρομών, δυο ίλες τεθωρακισμένων, αλεξιπτωτιστών κλπ»).
- «Είναι αδιανόητον να σκεπτόμεθα και να μελετώμεν ελληνοτουρκικό πόλεμο» (σ.σ: Σε παρατήρηση του Α/ΓΕΣ ότι «..πρεπει να γίνει σχέδιο δράσης, 1. Προς Κύπρον, 2. Εις Αιγαίον, 3. Εις Θράκην»).

Ο δε Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός τότε της ΕΡΕ, σημειώνει:
-«Επανέρχομαι σε σκέψιν ην είχα διατυπώσει 1-2 Ιανουαρίου όπως έχομεν ετοίμην δύναμιν όχι δια σύγκρουσιν αλλα δι’ ειρηνικήν απόβασιν εις περίπτωσιν τουρκικής αποβάσεως ... ο άξιος διπλωμάτης κ. Παλαμάς ... συνεφώνησεν ότι τοιαύτη ειρηνική απόβασις και παρουσία ειρηνικού ελληνικού στρατού εις Κύπρον παραλλήλως προς τουρκικόν θα απετέλει σπουδαιότατον atout εις χείρας ελληνικής διπλωματίας..ώστε να υπάρχη δυνατότης πιέσεως (θα φύγωμεν εάν φύγουν οι Τούρκοι)».
-«Τι θα πράξη η ΕΛΔΥΚ εις περίπτωσιν αιματηράς τουρκικής αποβάσεως λαμβάνοντες υπ’όψιν πατριωτισμό και τιμήν Έλληνος στρατιώτου;», όπου ο Γ. Παπανδρέου του απαντά: «...δεν δυνάμεθα εμποδίσωμεν εμπλοκήν ΕΛΔΥΚ αφήνοντες Ελληνοκύπριους να σφάζονται».

Η σύσκεψη κλείνει με τον Έλληνα πρωθυπουργό να συνοψίζει ότι η Ελλάδα ετοιμάζεται σε περίπτωση τουρκικής αποβάσεως να αποβιβάσει και αυτή ελληνικό στρατό. Και ο Διάδοχος προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: «Εάν μεν η τουρκική απόβασις είναι αναίμακτος έχει καλώς, εάν όχι, αποφασίζομεν από τώρα αποστολήν δυνάμεων προς απόβασιν υπό μορφή πολεμικής επιχειρήσεως;».