Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κυπριακό Ζήτημα τότε και σήμερα

Η σκληρή λογική του Νεοκλασικού Ρεαλισμού στο τρίγωνο Ελλάδος-Τουρκίας-Κύπρου*

Οι ανωτέρω στιχομυθίες αντανακλούν ασφαλώς τα διλήμματα και την υπό διαμόρφωσιν στρατηγική σκέψη, καθώς οι ελληνικές ελίτ προσπαθούν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον αστάθειας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Πόσα, όμως, ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει ο Παπανδρέου για την ένωση;
Οι εξελίξεις στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα έδειξαν ότι ο ιστορικός ηγέτης της Ένωσης Κέντρου δεν θα μπορέσει τελικά να βρει τα μέσα για να εξυπηρετήσει την στρατηγική της ένωσης.

-Θα υπάρξει πολύ φειδωλός σε ανταλλάγματα προς την Τουρκία. Ίσως να αναλογίστηκε το προηγούμενο της Ζυρίχης, ενώ σίγουρα δίστασε να αναλάβει το πολιτικό κόστος της αιτιολόγησης αυτών των ανταλλαγμάτων στο εσωτερικό. Η ελληνική πλευρά προσήλθε αρχικά στην διαπραγμάτευση για το Σχέδιο Acheson με την άποψη ότι η Τουρκία πρέπει να αποδεχθεί την ένωση, για το καλό της Ατλαντικής Συμμαχίας, χωρίς κανένα αντάλλαγμα! Αργότερα προσέφερε το Καστελόριζο, και τέλος δέχθηκε την παραχώρηση βάσης όχι σαν κυρίαρχο έδαφος, αλλά υπό καθεστώς εκμίσθωσης.

-Δεν θα ασκήσει καμία πίεση στους Ελληνοκύπριους για αποδοχή του Σχεδίου, αντίθετα θα δεχτεί, σχεδόν παθητικά, την (αντίστροφη) πίεση του Μακαρίου μέσω της ίδιας της εσωκομματικής αντιπολίτευσής του και του συμπολιτευόμενου Τύπου.

Η ειρηνική απόβαση της ΕΛΔΥΚ/Μ (ελληνικής μεραρχίας) στην Κύπρο τον Απρίλιο του 1964 και η αναποφασιστικότητα των Τούρκων να απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα (κυρίως λόγω ανετοιμότητάς τους και δευτερευόντως εξαιτίας της αμερικανικής αντίδρασης (επιστολή Johnson), καθορίζουν το σημείο της μέγιστης ελληνικής ισχύος και το σημείο όπου η Ελλάδα πλησιάζει στην ένωση περισσότερο από ποτέ,

Συνοψίζοντας, το καλοκαίρι του 1964:

-Η Ελλάδα είχε χερσαία στρατιωτική κατοχή εδάφους με φίλιο πληθυσμό και έλεγχο των κυρίων λιμένων και αεροδρομίων.
-Η Τουρκία πέραν της δυνατότητας (ημερήσιων) αεροπορικών βομβαρδισμών, στις οποίες πράγματι προχώρησε τον Αύγουστο του 1964, δεν είχε κατάλληλα πλωτά μέσα και εκπαιδευμένες δυνάμεις για να πραγματοποιήσει βίαιη απόβαση.
-Οι ΗΠΑ όχι μόνο ανέχονταν αλλά παρότρυναν την Ελλάδα να προχωρήσει σε ένωση.

Τελικά, ο Μακάριος θα αρνηθεί να συναινέσει στην ένωση. Πέρα από την απροθυμία του για αυτοδιάλυση του κράτους του (ας αναλογιστούμε και την ρήση του Τάσσου Παπαδόπουλου το 2004: «Παραλάβαμεν κράτος και δεν θα παραδώσωμεν κοινότητα»), μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η επικράτησή του στο 95% του εδάφους, καθώς οι Τουρκοκύπριοι είχαν απομονωθεί πλέον στους θύλακες τους και κυρίως η (φραστική) υποστήριξη που έλαβε από την ΕΣΣΔ στις 16/8/1964, του προσέδιδαν αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να αποκρούσει τις μεθοδεύσεις της Αθήνας (και γιατί όχι και των ΗΠΑ και Βρετανίας;), ενώ η Αθήνα θα αποφύγει τελικά να επιδιώξει μονομερή ενέργεια εναντίον του Μακαρίου καθώς θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος αποσταθεροποίησης και εθνικού διχασμού [6]. Και λίγο αργότερα θα απορρίψει και το (βελτιωμένο για την Αθήνα) 2ο Σχέδιο Acheson.

ΚΡΙΣΗ 1967 – Η ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΟΚΥΠΤΕΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ

Η παρέλευση περίπου 3 ετών από τον Αύγουστο του 1964 μέχρι τη νέα κρίση τον Νοέμβριο του ’67 επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην περιοχή, καθώς στην Αθήνα μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών διαμορφώνει τη νέα ηγετική τάξη, σαφώς πιο αμφίθυμη έναντι των Ελληνοκυπρίων, λιγότερο ελεγχόμενη από τον Μακάριο και με ισχυρότερη ροπή προς την ένωση.

Η ελληνική στρατιωτική κυβέρνηση δεν είχε ριζοσπαστικές απόψεις για το Κυπριακό Ζήτημα: Η πολιτική της ήταν συνέχεια της προσπάθειας, στην αρχή του ίδιου του Γεωργίου Παπανδρέου και ακολούθως των ασταθών κυβερνήσεων της Αποστασίας, για αναβίωση μιας συνεννόησης με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας ένωσης με ανταλλάγματα. Η συνέχεια αυτή ήταν λογική, καθώς ο βασιλιάς και ο νέος ΥΠΕΞ, Πιπινέλης, που συμμετείχαν ενεργά στην διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής και κατά τα προηγούμενα έτη, ήταν παραδοσιακά υπέρ της προσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας. Το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την Τουρκία ήταν απευκταίο, κυρίως λόγω της εμμονής τους ως προς τον από βορρά κίνδυνο: Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε σύγκρουση ταυτόχρονα στα ανατολικά και στα βόρεια σύνορά της.

Φυσιολογικά, λοιπόν, η νέα κυβέρνηση επιθυμούσε και αυτή μια διευθέτηση τύπου «ένωσης» για το Κυπριακό: Η εξέλιξη αυτή θα προσέδιδε αίγλη στο νέο καθεστώς, ειδικά στο κύριο ακροατήριο του, την παραδοσιακή Δεξιά, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε και την γενικότερη έλξη της ενωτικής ιδεολογίας στο σύνολο του πολιτικού φάσματος, μέχρι και την Αριστερά. Επίσης, θα αποκαθιστούσε φιλικές ελληνοτουρκικές σχέσεις, κάτι που αποτελούσε, όπως είδαμε, επίσης έναν σημαντικό στόχο των ελίτ. Όμως, όπως και οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, δεν ήταν διατεθειμένη να πληρώσει υψηλό τίμημα στην Τουρκία. Προφανώς, ανταλλάγματα όπως εκτεταμένη εδαφική κυριαρχία, θα έπλητταν το γόητρο της νέας κυβέρνησης στο εσωτερικό. Η μόνη αλλαγή που κόμιζε η νέα κυβέρνηση ήταν η σαφής βούληση να παραμερίσει δυναμικά τον Μακάριο για την επίτευξη του στόχου της ένωσης [7]. Αυτή τη φορά όμως εμπόδιο στην ένωση δεν ήταν, όπως το 1964, ο Μακάριος αλλά η ίδια η Τουρκία, η οποία αρνήθηκε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία που θα μπορούσε να ονομαστεί από την Αθήνα ως Ένωση.