Τράπεζες ερμητικά κλειστές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τράπεζες ερμητικά κλειστές

Πόσο μπορεί να αντέξει η οικονομία χωρίς λύση στα «κόκκινα» δάνεια;*

Στην ανάλυση μας, θεωρούμε ότι το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογίας (συνολικού ύψους 7,4 δισ. ευρώ), θα πρέπει να παραμείνει ως ενίσχυση στα ταμεία των τραπεζών (τουλάχιστον για την επόμενη 3ετία), ώστε να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες από την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι το ύψος της κεφαλαιακής ενίσχυσης, δεν είναι άμεσα καταβλητέο και στην περίπτωση όπου αυτό είναι κάτω από 7 δισ. ευρώ, δεν επηρεάζει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Επιπλέον, στα επόμενα περίπου 3 χρόνια (έως τέλος του 2021), η αύξηση της λειτουργικής κερδοφορίας των τραπεζών και η επαναφορά (έστω και μικρού μέρους) των καταθέσεων στις συστημικές τράπεζες, συνδράμουν στην άμβλυνση των αναγκών της όποιας κεφαλαιακής ενίσχυσης.

Η επιτυχία, της λύσης (ή του συνδυασμού των λύσεων) που θα επιλεγεί δεν κρίνεται μόνο στην τεχνική αρτιότητα και την ταχύτητα υλοποίησής της. Το πρόβλημα των Μη-Εξυπηρετούμενων Δανείων έχει σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιμηθούν. Μία λύση που θα λαμβάνει υπόψη και την άμβλυνση των αρνητικών κοινωνικών συνεπειών, έστω και αν συνεπάγεται υψηλότερο κόστος (σε όρους αναγκών κεφαλαιακής ενίσχυσης), θα πρέπει προκριθεί, με την λογική ότι πολιτικές με έντονο κοινωνικό αποτύπωμα είναι βιώσιμες μόνο αν συγκεντρώνουν ευρεία συναίνεση.

Σε μια τέτοια λογική το πλαίσιο της σχεδιαζόμενης λύσης θα πρέπει να εκπορεύεται από τις εξής γενικές αρχές :

-Η εφαρμογή της όποιας λύσης θα πρέπει να είναι άμεση και δοκιμασμένη, ώστε οι συνέπειες στους ισολογισμούς των τραπεζών να είναι προβλέψιμες και να μπορούν να κοστολογηθούν εκ των προτέρων, με σχετικά μεγάλη ασφάλεια.

-Η συνθήκη βιωσιμότητας της πρότασης πληρείται μόνο εάν οι δανειολήπτες δύνανται να τηρήσουν τους όρους της όποιας ρύθμισης στο εγγύς μέλλον (3 έως 5 χρόνια).

-Η επανένταξη των «ασυνεπών» οφειλετών σε νέες μορφές χρηματοδότησης είναι σημαντική (κυρίως για τα επιχειρηματικά δάνεια), αφού η δυνατότητα εξυπηρέτησης των ρυθμισμένων οφειλών εξαρτάται εν πολλοίς από την επαναφορά και των υφιστάμενων επιχειρηματικών μοντέλων σε συνθήκες κερδοφορίας.

-Η προστασία της 1ης κατοικίας για τους δανειολήπτες με αποδεδειγμένη αδυναμία εξυπηρέτησης σε συνθήκες ευνοϊκών ρυθμίσεων είναι απαραίτητη και δίκαιη και θα διαμορφώσει ένα περιβάλλον κοινωνικής συναίνεσης, κάτι το οποίο κρίνεται ως εκ των ων ουκ άνευ.

-Από την στιγμή που το μεγαλύτερο ποσοστό των οφειλετών έχουν αντίστοιχα σημαντική έκθεση προς τα ασφαλιστικά Ταμεία και την εφορία, το αξιόχρεο θα ορίζεται συνδυαστικά ώστε να μην πληγεί η φοροδοτική και εισφοροδοτική ικανότητα των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων.

Τα πρόσφατα στοιχεία βελτίωσης της οικονομίας (ή για τους απαισιόδοξους ανάσχεσης της κατρακύλας) είναι ενθαρρυντικά, αλλά δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ολιγωρήσουμε. Οι μηχανισμοί είναι σοφότεροι και τα διδάγματα για τα αίτια της κρίσης έχουν χαραχτεί στη μνήμη των εθνικών πολιτικών, με αποτέλεσμα οι κίνδυνοι δημοσιονομικού εκτροχιασμού να απομακρύνονται.

Οι τράπεζες μετά την «8ετή Οδύσσεια» έχουν επανέλθει σε λειτουργική κερδοφορία και έχουν αγκαλιάσει με ιδιαίτερη θέρμη τις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής (FINTECH), βελτιώνοντας ακόμη περισσότερο τα περιθώριά τους. Ίσως τα εργαλεία της σύγχρονης-ψηφιακής τραπεζικής, να αποτελούν και μια επιπλέον διασφάλιση της ορθολογικότερης αξιολόγησης αλλά και παρακολούθησης των χρηματοδοτήσεων. Ανεξάρτητα των κινδύνων μιας ενδεχόμενης οικονομικής επιβράδυνσης, το σύστημα σήμερα παρουσιάζεται καλύτερα θωρακισμένο σε σχέση με την εφιαλτική περίοδο 2012-2016.

Η συζήτηση, όμως, αναφορικά με την εύρεση της ιδανικής λύσης όπου η μείωση των Μη-Εξυπηρετούμενων Δανείων θα γίνει χωρίς μια επιπλέον κεφαλαιακή ενίσχυση, είναι μόνο φιλολογικού χαρακτήρα και δεν παράγει ουσιαστικά αποτελέσματα. Η εμμονή κάποιων στην ρητορική αυτή, ελλοχεύει σοβαρότατους κινδύνους για τις τράπεζες οι οποίες θα πρέπει να καλύψουν την διαφορά από τις υπάρχουσες προβλέψεις και την πραγματική μείωση του ενεργητικού τους, αναστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο την πορεία συρρίκνωσης των εργασιών τους.

Το ερώτημα είναι, ποιος θα επωμιστεί (για ακόμα μια φορά) το κόστος αυτό; Η απάντηση μπορεί να δοθεί με αντιστροφή της ερώτησης: «Για πόσο καιρό θα στρουθοκαμηλίζουμε, γκρινιάζοντας για τις αστοχίες του παρελθόντος;». Απευθυνόμαστε στους Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς Εγγυήσεων και τους μετόχους των τραπεζών και ρωτάμε αν «...η ουρά του γαϊδάρου (ποσό περίπου στα 7 δισ.) πρέπει να αφεθεί από την στιγμή που έχουμε φάει το υπόλοιπο σώμα (ποσό πάνω από 100 δισ., αν συμπεριλάβουμε και τις λογιστικές ζημιές μετόχων και ΤΧΣ από τις 2 ανακεφαλαιοποιήσεις)….».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: