Η εποχή της ανήσυχης ειρήνης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή της ανήσυχης ειρήνης

Κινεζική ισχύς σε έναν διχασμένο κόσμο*

Πράγματι, εν πολλοίς όπως οι Κινέζοι ηγέτες ελπίζουν να είναι στο ίδιο επίπεδο με τους ομολόγους τους στην Ουάσινγκτον, ανησυχούν για τις στρατηγικές επιπτώσεις μιας διπολικής αμερικανο-κινεζικής τάξης. Οι Αμερικανοί ηγέτες δειλιάζουν στην ιδέα της παραίτησής τους από την θέση τους στην κορυφή της παγκόσμιας τροφικής αλυσίδας και πιθανόν να το προχωρήσουν πολύ για να αποφύγουν να χρειαστεί να συμβιβαστούν με την Κίνα. Οι αξιωματούχοι στο Πεκίνο, που δεν βιάζονται να γίνουν το μοναδικό αντικείμενο της ανησυχίας και περιφρόνησης της Ουάσινγκτον [10], θα προτιμούσαν μάλλον να δουν έναν πολυπολικό κόσμο στον οποίο άλλες προκλήσεις -και αμφισβητίες- θα αναγκάζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να συνεργαστούν με την Κίνα.

Στην πραγματικότητα, η άνοδος των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών στον 19ο και τις αρχές του εικοστού αιώνα παρέχει ένα πρότυπο για το πώς μπορεί να λάβει χώρα η μετάβαση στην επερχόμενη δύναμη. Επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο, ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας του κόσμου εκείνη την εποχή, ήταν απασχολημένος με το να αμύνεται έναντι ενός αμφισβητία στην γειτονιά του -την Γερμανία- δεν ασχολήθηκε πολύ για να συγκρατήσει την άνοδο ενός πολύ μεγαλύτερου αντιπάλου πέρα από τον ωκεανό. Η Κίνα ελπίζει για μια παρόμοια δυναμική τώρα, και η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι θα μπορούσε πράγματι να εξελιχθεί έτσι. Για παράδειγμα, κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας του George W. Bush, οι σχέσεις μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον επιδεινώθηκαν λόγω περιφερειακών διαξιφισμών στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και έφτασαν σε σημείο βρασμού όταν ένας Κινέζος πιλότος αεροπορίας σκοτώθηκε σε εναέρια σύγκρουση με ένα αμερικανικό αεροσκάφος επιτήρησης τον Απρίλιο του 2001. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, λίγους μήνες αργότερα, η Ουάσιγκτον έφτασε να δει την Κίνα ως έναν χρήσιμο στρατηγικό εταίρο στον παγκόσμιο αγώνα της κατά της τρομοκρατίας και οι σχέσεις βελτιώθηκαν σημαντικά στο υπόλοιπο των δύο θητειών του Μπους.

Σήμερα, δυστυχώς, ο κατάλογος των κοινών απειλών που θα μπορούσαν να ωθήσουν τις δύο χώρες να συνεργαστούν είναι μικρός. Μετά από 17 χρόνια αντιτρομοκρατικών εκστρατειών, η αίσθηση του επείγοντος που κάποτε περιέβαλλε το ζήτημα έχει ξεθωριάσει. Η κλιματική αλλαγή είναι εξίσου απίθανο να μπει σύντομα στην λίστα των κορυφαίων απειλών. Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση τα επόμενα χρόνια θα ωθήσει τους Αμερικανούς και τους Κινέζους ηγέτες να παραμερίσουν τις διαφωνίες τους για μια στιγμή ώστε να αποφύγουν την οικονομική καταστροφή -αλλά αυτό επίσης παραμένει υποθετικό.

Για να χειροτερέψουν τα πράγματα, ορισμένα σημεία πιθανής σύγκρουσης είναι εδώ για να παραμείνουν –με πρώτο μεταξύ αυτών την Ταϊβάν [11]. Οι σχέσεις μεταξύ του Πεκίνου και της Ταϊπέι, ήδη τεταμένες, έχουν στραφεί προς το χειρότερο τα τελευταία χρόνια. Η σημερινή κυβέρνηση της Ταϊβάν, που εκλέχθηκε το 2016, αμφισβήτησε την ιδέα ότι η ηπειρωτική Κίνα και η Ταϊβάν αποτελούν μια ενιαία χώρα, γνωστή και ως η αρχή της «μιας Κίνας». Μια μελλοντική κυβέρνηση στην Ταϊπέι θα μπορούσε να πιέσει για de jure ανεξαρτησία. Ωστόσο, ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν αποτελεί πιθανώς μια νέα κόκκινη γραμμή για το Πεκίνο και μπορεί να το οδηγήσει να αναλάβει στρατιωτική δράση. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιδρούσαν ερχόμενες σε βοήθεια της Ταϊβάν, μια στρατιωτική παρέμβαση από το Πεκίνο θα μπορούσε εύκολα να εξελιχθεί σε έναν πλήρη πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας. Για να αποφύγει μια τέτοια κρίση, το Πεκίνο είναι αποφασισμένο να κόψει τυχόν ταϊβανέζικες φιλοδοξίες περί ανεξαρτησίας με πολιτικά και οικονομικά μέσα. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό να συνεχιστεί η άσκηση πιέσεων (lobbying) σε τρίτες χώρες ώστε να διακόψουν τους διπλωματικούς δεσμούς τους με την Ταϊπέι, μια προσέγγιση που έχει ήδη υιοθετήσει με αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Προσεκτική ή όχι, η Κίνα έδωσε κάπως διαφορετική έμφαση στην προσέγγισή της προς τους κανόνες που υπόκεινται στην διεθνή τάξη. Ειδικότερα, μια ισχυρότερη Κίνα θα πιέσει για μεγαλύτερη έμφαση στην εθνική κυριαρχία στο διεθνές δίκαιο. Τα τελευταία χρόνια, μερικοί έχουν ερμηνεύσει [12] δημόσιες δηλώσεις Κινέζων ηγετών προς υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης ως ένδειξη ότι το Πεκίνο επιδιώκει να διαμορφωθεί ως ο νέος θεματοφύλακας της παγκόσμιας φιλελεύθερης τάξης, παρόλα αυτά τέτοιες σαρωτικές ερμηνείες είναι μάλλον ευσεβείς πόθοι: Η Κίνα απλώς σηματοδοτεί την υποστήριξή της στην φιλελεύθερη οικονομική τάξη, όχι σε μια συνεχώς αυξανόμενη πολιτική εναρμόνιση. Το Πεκίνο εξακολουθεί να φοβάται τις εξωτερικές παρεμβολές, ιδίως όσον αφορά το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν, το Θιβέτ και την Xinjiang [13], καθώς και σε θέματα ελευθερίας του Τύπου και των κανονισμών για το διαδίκτυο. Ως εκ τούτου, θεωρεί την εθνική κυριαρχία, παρά τις διεθνείς ευθύνες και κανόνες, ως την θεμελιώδη αρχή στην οποία πρέπει να στηρίζεται η διεθνής τάξη. Ακόμη και ως μια νέα υπερδύναμη την επόμενη δεκαετία, η Κίνα θα ακολουθήσει μια λιγότερο παρεμβατική εξωτερική πολιτική από όσο έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο απόγειο της ισχύος τους. Δείτε την περίπτωση του Αφγανιστάν: Παρόλο που είναι κοινό μυστικό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμένουν από τον κινεζικό στρατό να σηκώσει κάποιο από το βάρος της διατήρησης της σταθερότητας μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από την χώρα, η κινεζική κυβέρνηση δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για αυτή την ιδέα.

Η αυξημένη επιρροή της Κίνας μπορεί επίσης να φέρει προσπάθειες για την προώθηση ενός οράματος παγκόσμιας τάξης που να βασίζεται στις αρχαίες κινεζικές φιλοσοφικές παραδόσεις και θεωρίες κρατικής τέχνης. Ένας όρος ειδικότερα κυκλοφορεί στο Πεκίνο: Wangdao ή «ανθρωπιστική εξουσία». Η λέξη αντιπροσωπεύει την θεώρηση της Κίνας ως έναν φωτισμένο, καλοπροαίρετο ηγεμόνα του οποίου η εξουσία και η νομιμοποίηση απορρέουν από την ικανότητά του να εκπληρώνει τις οικονομικές ανάγκες και τις ανάγκες ασφαλείας άλλων χωρών -με αντάλλαγμα την συναίνεσή τους ως προς την κινεζική ηγεσία.

ΔΙΠΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ