Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της

Τα τουρκικά παιχνίδια και οι δυνατότητες της Ελλάδας*

ΓΙΑΤΙ Η ΑΓΚΥΡΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑΣ;

Με δεδομένη την ιδιαίτερη σπουδή της Τουρκίας να αποτρέψει την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας, οφείλουμε να εξετάσουμε τι θα άλλαζε σε μια τέτοια περίπτωση. Σήμερα, τα ελληνικά χωρικά ύδατα αποτελούν το 43,68% του Αιγαίου, τα τουρκικά το 7,47% και τα διεθνή ύδατα το 48,85%. Σε περίπτωση που οι δύο χώρες επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στα 12 ν. μίλια, τα ποσοστά αυτά θα αλλάξουν σε 73%, 8,76% και 15% αντίστοιχα [22]. Από την αναφορά αυτών των ποσοστών και μόνο γίνεται σαφές ότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα σχεδόν θα διπλασιαστούν (θέτοντας ένα επιπλέον 29,32% του Αιγαίου υπό ελληνική κυριαρχία), ενώ τα τουρκικά θα γνωρίσουν μια οριακή αύξηση (κατά 1,29% του συνόλου) [23].

Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι σε αυτή την περίπτωση το Αιγαίο θα γίνει μια «ελληνική λίμνη», ενώ θα περιοριστεί σημαντικά η ελεύθερη ναυσιπλοΐα από και προς τις τουρκικές ακτές στο Αιγαίο, από όπου διεξάγεται περισσότερο από το 80% του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας [24]. Η ερμηνεία αυτή είναι -και πάλι- καταχρηστική, καθώς η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ορίζει με τρόπο απόλυτα σαφή ότι «τα πλοία όλων των κρατών απολαμβάνουν δικαίωμα αβλαβούς διελεύσεως, ήτοι της ναυσιπλοΐας δια της χωρικής θαλάσσης ενός παράκτιου κράτους με το σκοπό απλής, αδιακόπου και άνευ παρεκκλίσεων διελεύσεως» (άρθρο 17), υπό την προϋπόθεση ότι «η διέλευση αυτή δεν προκαλεί κινδύνους δια την ειρήνη, την ασφάλεια και την έννομη τάξη του παράκτιου κράτους» (άρθρο 19) [25]. Εφόσον ο όρος αυτός τηρείται, ο τουρκικός εμπορικός στόλος δεν μπορεί να εμποδιστεί από το να διαπλέει το Αιγαίο, ακόμη και αν η Ελλάδα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στο απώτατο προβλεπόμενο όριο.

Μια άλλη σημαντική επίπτωση της επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας είναι ότι θα περιοριστεί σε βαθμό ανάλογο με τα διεθνή ύδατα και η υφαλοκρηπίδα για την οποία ερίζουν οι δύο χώρες από το 1973. Η προοπτική αυτή ανησυχεί ιδιαίτερα την Τουρκία, καθώς -με βάση το διεθνές εθιμικό και συμβατικό δίκαιο που η Άγκυρα αμφισβητεί- η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να προχωρήσει ανά πάσα στιγμή σε επέκταση των χωρικών υδάτων της, υπάγοντας άμεσα μεγάλο μέρος του αμφισβητούμενου βυθού όχι απλά υπό ελληνικό έλεγχο (καθώς ο θεσμός της υφαλοκρηπίδας αφορά συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα), αλλά υπό ελληνική κυριαρχία, αντίστοιχη με αυτή που ένα κράτος έχει στην χερσαία επικράτειά του και στα εσωτερικά του ύδατα (λίμνες και ποταμούς) [26].

ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΗΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΚΗΣ ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ

Παρότι η Ελλάδα έχει λοιπόν «και το καρπούζι και το μαχαίρι» ως προς την διευθέτηση των ζητημάτων αυτών -ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό- η ελληνική πλευρά επέλεξε να συζητήσει την προοπτική επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας σε διμερές επίπεδο το 2002, στο πλαίσιο των λεγόμενων «διερευνητικών συνομιλιών» με την Τουρκία. Τον Νοέμβριο του 2003, οι δύο πλευρές έφτασαν πολύ κοντά στην επίτευξη μιας συμφωνίας, η οποία -σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία- θα είχε τα εξής χαρακτηριστικά: Η ελληνική πλευρά θα προέβαινε αρχικά στην επέκταση της αιγιαλίτιδας των ηπειρωτικών ακτών (συμπεριλαμβανομένης της Εύβοιας) στα 12 ν. μίλια, και στην συνέχεια σε μια «περιορισμένη» ή «τμηματική επέκταση» της αιγιαλίτιδας των νησιωτικών ακτών μέχρι τα 8, τα 9 ή τα 10 ν. μίλια, χωρίς να είναι σαφές αν το πλάτος αυτό θα αφορούσε όλα τα νησιά (ή αν θα ήταν λιγότερο για τα πιο κοντινά στην Τουρκία) [27]. Ακολούθως, η Ελλάδα θα επέκτεινε ή θα περιόριζε τον εναέριο χώρο ώστε να ταυτίζεται με το πλάτος των χωρικών υδάτων, ενώ οι περιοχές που θα έμεναν εκτός των ελληνικών και τουρκικών χωρικών υδάτων θα ήταν αυτές για τις οποίες τα δύο κράτη θα προχωρούσαν σε έναν δεύτερο κύκλο συνομιλιών (με σκοπό την οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας), και σε περίπτωση μη συμφωνίας θα προσέφευγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή σε άλλο διαιτητικό όργανο.

Η Τουρκία φαίνεται ότι είχε συμφωνήσει κατ’ αρχήν σε αυτή την βάση, αλλά η συμφωνία δεν οριστικοποιήθηκε επειδή ο τότε πρωθυπουργός έκρινε ότι θα ήταν δύσκολο να ψηφιστεί από την Βουλή. Μια δεύτερη προσπάθεια στο ίδιο πνεύμα έγινε το 2010, αλλά υπήρξε επίσης άκαρπη.

Σε περίπτωση που η συμφωνία αυτή εφαρμοζόταν, θα προσέφερε «λύση» σε τουλάχιστον δύο από τις διαφορές που ταλανίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών εδώ και δεκαετίες (πλάτος αιγιαλίτιδας, πλάτος εναερίου χώρου), ενώ θα περιόριζε το διακύβευμα και θα διευκόλυνε την διευθέτηση μιας τρίτης διαφοράς (αυτής της υφαλοκρηπίδας). Από την άλλη, τόσο το γεγονός ότι έγινε τέτοια διαπραγμάτευση όσο και το αποτέλεσμά της είναι ιδιαίτερα προβληματικά για τουλάχιστον δύο λόγους.

Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι ότι η Ελλάδα φάνηκε διατεθειμένη να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκία για να ασκήσει ένα δικαίωμα που το διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι μπορεί να ασκήσει μονομερώς, όποτε επιλέξει. Η ενημέρωση και η παροχή διευκολύνσεων στα κράτη που ενδιαφέρονται και έχουν έννομο συμφέρον για την διενέργεια της διεθνούς ναυσιπλοΐας σε διεθνή στενά (όπως αυτά που σχηματίζονται στο Αιγαίο) είναι ένα ζήτημα, και η διμερής διαπραγμάτευση με στόχο την συναίνεση ή την συμφωνία της Τουρκίας για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι ένα άλλο.