Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της

Τα τουρκικά παιχνίδια και οι δυνατότητες της Ελλάδας*

Η αποτυχία της Άγκυρας να επιβάλει την άποψη ότι το καθεστώς των 12 ν. μιλίων δεν μπορούσε να την δεσμεύει την ώθησε σε δύο σπασμωδικές ενέργειες: Η πρώτη από αυτές ήταν η απόφαση να μην υπογράψει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας μαζί με την συντριπτική πλειονότητα των κρατών της διεθνούς κοινότητας, παρότι εφάρμοσε ορισμένες από τις διατάξεις της στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Η δεύτερη ήταν ότι εξέδωσε νόμο με βάση τον οποίο η οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων της θα γίνεται με βάση την αρχή της ευθυδικίας (equity) και όχι με βάση τη μέση γραμμή (median line) [18]. Με την έκδοση αυτού του νόμου δημιούργησε συνειδητά ένα πρόσθετο πρόβλημα στις -ήδη επιβαρυμένες- ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς η υιοθέτηση της αρχής της ευθυδικίας δεν επηρεάζει μόνο τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας (που ήταν το κύριο αίτιο τριβής την εποχή εκείνη), αλλά δημιουργεί σημαντικά προβλήματα και στον καθορισμό του συνόρου μεταξύ των αιγιαλίτιδων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο βορειοανατολικό Αιγαίο, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αμφισβητήσει και το θαλάσσιο σύνορο που συμφωνήθηκε μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας το 1932 ως προς τα Δωδεκάνησα και την απέναντι μικρασιατική ακτή.

Παρά τις αντιδράσεις της Τουρκίας, η Ελλάδα κύρωσε την Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας με το νόμο 2321/1995, το άρθρο 2 του οποίου ορίζει ότι «η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της κυρούμενης Συμβάσεως να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής της θάλασσας μέχρι αποστάσεως 12 ν. μιλίων» [19]. Ως αντίδραση στην κίνηση αυτή, τον Ιούνιο του 1995 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ένα ψήφισμα που ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει την «ισορροπία» που είχε δημιουργηθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) όταν επέκτεινε την ελληνική αιγιαλίτιδα στα 6 ν. μίλια το 1936. Θέλοντας να αποτρέψει την πλήρη ανατροπή της «ισορροπίας» αυτής, η Εθνοσυνέλευση δήλωσε ότι η Τουρκία «δεν μπορεί να δεχτεί ότι θα διεξάγει την θαλάσσια επικοινωνία της με τις ανοιχτές θάλασσες και τους ωκεανούς διαμέσου των ελληνικών χωρικών υδάτων, καθώς έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο». Στο πλαίσιο αυτό, «η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να εκχωρήσει στην τουρκική κυβέρνηση όλες τις αρμοδιότητες να λάβει μέτρα, ακόμη και στρατιωτικά, για την διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας μας». Η απειλή λήψης στρατιωτικών μέτρων αποτελεί ευθεία παραβίαση του άρθρου 2.4. του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τον οποίο η απειλή χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις απαγορεύεται όσο και η ίδια η χρήση της. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι η τουρκική απειλή πολέμου δεν αφορά παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, αλλά την περίπτωση όπου ένα κράτος ασκεί δικαιώματα που προβλέπει το συμβατικό και εθιμικό διεθνές δίκαιο [20]. Παρά ταύτα, η Άγκυρα εξακολουθεί να υποστηρίζει έως σήμερα ότι τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αποτελεί για την ίδια αιτία πολέμου (casus belli).

Η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας είναι κατ’ αυτήν res inter alios pacta (αντικείμενο συμφωνίας τρίτων), κατά συνέπεια δεν μπορεί να την δεσμεύει επειδή δεν την έχει υπογράψει. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, επειδή η Σύμβαση κωδικοποίησε εθιμικό δίκαιο που βρισκόταν ήδη σε ισχύ, ενώ η υπογραφή και επικύρωσή της από την συντριπτική πλειονότητα των κρατών του πλανήτη τής προσέδωσε και συμβατική ισχύ, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις και επιθυμίες της Άγκυρας. Το διεθνές δίκαιο δέχεται ότι ένας κανόνας δικαίου μπορεί να μη δεσμεύει ένα κράτος όταν αυτό έχει εκδηλώσει με συνέπεια και συνέχεια την αντίθεσή του στο στάδιο του σχηματισμού του, μέσω της πρακτικής του, της συμπεριφοράς του και των δηλώσεων των εκπροσώπων του, περίπτωση κατά την οποία θεωρείται «επίμονος αντιρρησίας». Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Τουρκίας, καθώς η όψιμη αντίθεσή της στον κανόνα των 12 ν. μιλίων έρχεται σε αντίθεση με την αποδοχή του ίδιου κανόνα κατά την Διάσκεψη της Γενεύης το 1956, όταν ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ δήλωσε ότι «το όριο των 12 ν. μιλίων έχει ήδη γίνει αρκούντως αποδεκτό στην πρακτική, για να μπορεί να θεωρηθεί κανόνας του διεθνούς δικαίου» [21].

28102020-4.jpg

Χωρικά ύδατα στα 10 ναυτικά μίλια.
----------------------------------------------------------------

Ο τρόπος που η Τουρκία ερμηνεύει το διεθνές δίκαιο δεν είναι μόνο ασυνεχής, αλλά και επιλεκτικός, αφού σύμφωνα με το Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε μεταξύ της Τουρκίας και της Σοβιετικής Ένωσης στις 17 Απριλίου 1973 οι δύο χώρες όρισαν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στον Εύξεινο Πόντο στα 12 ν. μίλια. Λίγο αργότερα η Άγκυρα επέκτεινε την αιγιαλίτιδα των μεσογειακών ακτών της στα 12 ν. μίλια, ενώ το 1981 έστειλε διάβημα στην Συρία ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει διεύρυνση της αιγιαλίτιδάς της πέρα από τα 12 ν. μίλια. Οι πράξεις αυτές αποδεικνύουν ότι η Τουρκία έχει όχι μόνο αποδεχθεί ρηματικά τον κανόνα των 12 ν. μιλίων, αλλά έχει προχωρήσει και στην εφαρμογή του (και μάλιστα ως προς το μεγαλύτερο μέρος των ακτών της). Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αρνείται σε μια άλλη χώρα -γείτονα ή μη- να ασκήσει νόμιμα δικαιώματα που έχει ασκήσει και η ίδια. Θέλοντας να διατηρήσει μια στοιχειώδη αξιοπιστία, η Άγκυρα δεν προχώρησε στην επέκταση της αιγιαλίτιδας των ακτών της που βρίσκονται απέναντι από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να διατηρεί αιγιαλίτιδα πλάτους 6 ν. μιλίων στο Αιγαίο. Το αποτέλεσμα είναι ένα μοναδικό στο είδος του (sui generis) θαλάσσιο καθεστώς, το οποίο είναι σε αρκετά σημεία αντίθετο με την διεθνή πρακτική και το διεθνές δίκαιο. Η ύπαρξη και μόνο αυτού του καθεστώτος επιβεβαιώνει ότι η απόπειρα της Τουρκίας να αμφισβητήσει το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την δική της αιγιαλίτιδα δεν έχει νομική ή ηθική βάση, αλλά εξυπηρετεί αποκλειστικά την σκοπιμότητα της μη επέκτασης της ελληνικής κυριαρχίας σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου.