Η εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων

Πώς η διοίκηση Τραμπ αναμόρφωσε την αμερικανική στρατηγική*

Από πολλές απόψεις, το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ είναι το πιο προωθημένο στην εφαρμογή αυτής της ατζέντας. Στην Εθνική Στρατηγική Άμυνας, στην Έκθεση Στρατηγικής Ινδο-Ειρηνικού του 2019, και μέσω των δημόσιων δηλώσεών του, ο στρατός των ΗΠΑ έχει καταστήσει σαφές ότι η πρωταρχική ανησυχία του σήμερα είναι το πώς να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την Ταϊβάν και τα κράτη της Βαλτικής έναντι μιας δυνητικής κινεζικής ή ρωσικής επίθεσης, ειδικά μιας [επίθεσης] που θα βασίζεται σε μια στρατηγική τετελεσμένων, η οποία περιλαμβάνει την κατάληψη ευάλωτων περιοχών, την οχύρωση, και το να κάνει μια αντεπίθεση υπερβολικά δαπανηρή για να την φανταστεί κανείς. Περιμένοντας τέτοιες επιθέσεις, το Πεντάγωνο μετατοπίζεται από το σενάριο που έχει χρησιμοποιήσει από την Επιχείρηση Desert Storm πριν από τρεις δεκαετίες -αργά και μεθοδικά φέρνοντας δυνάμεις σε μια απειλούμενη περιοχή και αντεπιτιθέμενο μόνο αφότου έχει εξασφαλιστεί η απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ- σε μια δύναμη που μπορεί να αποκρούσει τις κινεζικές και ρωσικές επιθέσεις από την αρχή των εχθροπραξιών, ακόμη και αν δεν επιτύχει ποτέ το είδος της κυριαρχίας που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν κάποτε να καταφέρουν σε μέρη όπως η Σερβία και το Ιράκ. Τα αιτήματα προϋπολογισμού του Πενταγώνου έχουν αρχίσει αργά να αλλάζουν ανάλογα. Μαχητικά αεροσκάφη μικρής εμβέλειας και ογκώδη αμφίβια σκάφη, αμφότερα ευάλωτα σε εχθρικές επιθέσεις, δίνουν την θέση τους σε πιο «αόρατα» (stealthier) βομβαρδιστικά και υποβρύχια μεγάλης εμβέλειας, μη επανδρωμένα πλοία και αεροσκάφη, πυραύλους και πυροβολικό εδάφους μεγάλης εμβέλειας, και μεγάλα αποθέματα από διεισδυτικά και ακριβείας πυρομαχικά. Ο στρατός πειραματίζεται επίσης με τον τρόπο χρήσης αυτού του νέου υλικού -πώς θα πρέπει να μοιάζει η νέα δύναμη, πώς πρέπει να επιχειρεί, και πού.

Η αλλαγή στον οικονομικό χώρο ήταν εξίσου δραματική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αξιωματούχοι των ΗΠΑ ισχυρίζονταν τακτικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν να αντέξουν αναταραχές στην οικονομική σχέση ΗΠΑ-Κίνας. Φαίνεται ότι η σταθερότητα με το Πεκίνο ήταν πολύτιμη για να τεθεί σε κίνδυνο από μια απαίτηση για δίκαιη μεταχείριση των αμερικανικών εταιρειών. Σήμερα, η κυβέρνηση Τραμπ -ενεργώντας με σημαντική δικομματική υποστήριξη- επιβάλλει δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές για να παρακινήσει το Πεκίνο να σταματήσει τις εμπορικές πρακτικές που στρεβλώνουν την αγορά ή, αν αποτύχει αυτό, τουλάχιστον να κάνει τις τιμές αυτών των εισαγωγών να αντικατοπτρίζουν το κόστος αυτών των αθέμιτων πρακτικών εναντίον των εταιρειών και των εργαζομένων των ΗΠΑ. Ορισμένοι, ορθώς επεσήμαναν ότι αυτές οι κυρώσεις προκαλούν πόνο στη μεσαία και την εργατική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά, επίσης, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας και η περαιτέρω αδράνεια θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η οικονομική πίεση των ΗΠΑ, αντιθέτως, βοήθησε να μπει η επειγόντως αναγκαία προσαρμογή της εμπορικής πολιτικής στην ημερήσια διάταξη.

Μια παρόμοια διαδικασία έχει εφαρμοστεί στην Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δίσταζαν εδώ και πολύ καιρό να αντιμετωπίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τους μονόπλευρους δασμούς της και τα μη δασμολογικά εμπόδια στα προϊόντα των ΗΠΑ, ακόμη και όταν τα εμπορικά ελλείμματα αυξάνονταν. Απρόθυμη να αποδεχθεί αυτό το status quo, η κυβέρνηση Trump προσπάθησε να επιτύχει με θεραπεία σοκ αυτά που δεν πέτυχαν προηγούμενες διαδοχικές διοικήσεις με φινέτσα και σταδιακότητα. Αλλά η παράπλευρη ζημιά αυτής της επιθετικής προσέγγισης ήταν σημαντική, με πιθανές επιπτώσεις για την διατλαντική σχέση που κινδυνεύει να υπονομεύσει την κοινή ώθηση εναντίον της Κίνας.

Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακονίζουν τα ισχυρά εμπορικά εργαλεία που έχουν στην διάθεσή τους. Η διοίκηση Trump και το Κογκρέσο έχουν αναμορφώσει την Overseas Private Investment Corporation για να παρέχουν εναλλακτικές λύσεις έναντι της κινεζικής χρηματοδότησης μεταξύ των ευάλωτων κρατών τόσο της Ασίας όσο και της Ευρώπης. Ο νόμος για την Καλύτερη Χρήση των Επενδύσεων που Οδηγεί στην Ανάπτυξη, ή Better Utilization of Investments Leading to Development (BUILD), που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2018, προσφέρει σε χώρες εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης έναντι των «χρυσών χειροπέδων» της πρωτοβουλίας Belt and Road του Πεκίνου. Περισσότερα ακόμα μπορεί να ακολουθήσουν. Ο διακομματικός νόμος EQUITABLE, που εισήχθη από κορυφαία μέλη του Κογκρέσου, θα απαιτούσε από τις κινεζικές εταιρείες να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες γνωστοποίησης [εταιρικών πληροφοριών] με τις εταιρείες των ΗΠΑ για να εισαχθούν σε αμερικανικά χρηματιστήρια. Ισχυροί νομοθέτες και των δύο κομμάτων δήλωσαν ότι θα ανακαλέσουν τα οικονομικά και εμπορικά προνόμια του Χονγκ Κονγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες εάν το Πεκίνο παραβιάσει την δέσμευσή του για αυτονομία της περιοχής. Και αξιωματούχοι των ΗΠΑ, επιτέλους, προειδοποιούν ενεργά άλλες χώρες σχετικά με τις κινεζικές επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν στο Πεκίνο πρόσβαση και αξιοποίηση των ευαίσθητων τεχνολογιών τους.

Οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει και στην διπλωματική αρένα. Μετά από δεκαετίες δυσανάλογης εστίασης στη Μέση Ανατολή, η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του 2017 και η Εθνική Αμυντική Στρατηγική του 2018 ήρθαν ως καθυστερημένες διορθώσεις. Η Ασία και η Ευρώπη βρίσκονται εκεί όπου υπάρχουν σήμερα οι μεγαλύτερες απειλές για την αμερικανική ισχύ, όπως υποστηρίζουν αυτά τα έγγραφα, και ο κεντρικός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να είναι να αποτρέψουν τα μεγάλα κράτη και των δύο περιοχών να αποκτήσουν τόσο μεγάλη επιρροή ώστε να μετατοπίσουν την τοπική ισορροπία ισχύος προς όφελός τους. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη απόκλιση από κάθε Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καθεμιά από τις οποίες υποτιμούσε τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων με κάποιον τρόπο.