Η μετα-Δυτική Τουρκία του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η μετα-Δυτική Τουρκία του Ερντογάν

Η Ουάσινγκτον πρέπει να υιοθετήσει μια συναλλακτική σχέση με την Άγκυρα

Αλλά αυτός ο αμοιβαίος θυμός έχει αρχίσει πρόσφατα να ψυχραίνεται και να μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με αποδοχή. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι κατανοούν τώρα ότι η απόκλισή τους από το ΝΑΤΟ δεν είναι μια ανώμαλη παρέκκλιση αλλά ένας τελικός προορισμός. Η Τουρκία του Ερντογάν λειτουργεί με βάση την παραδοχή ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή και ότι αναδύεται ένας πολυπολικός κόσμος, ο οποίος φαινομενικά παρέχει ανοίγματα για την άνοδο της Τουρκίας σε καθεστώς μεγάλης δύναμης. Αλλά η Τουρκία δεν θέλει να αλλάξει στρατόπεδο απομακρυνόμενη από το ΝΑΤΟ και προς τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, έναν ευρασιατικό οργανισμό άμυνας και ασφάλειας που σχηματίστηκε το 2001 από την Κίνα και την Ρωσία σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστεί το ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η Τουρκία θέλει να κρατήσει ένα πόδι σε κάθε στρατόπεδο, ενώ παράλληλα θα επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία και την οικονομική της δύναμη ευρύτερα. Παρόλο που ο Ερντογάν επιδιώκει μια σαφή ρήξη με την Δύση όσον αφορά την ιδεολογία, τον πολιτισμό, και την ταυτότητα, προσπαθεί επίσης να πραγματοποιήσει μια προσεκτικά βαθμονομημένη πράξη εξισορρόπησης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ελπίζοντας να βρει περισσότερες ευκαιρίες στις οποίες η Τουρκία μπορεί να ασκήσει επιρροή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αντιστρέψουν την ροή της ιστορίας και να επανεντάξουν την Τουρκία στην Δύση ή την ΕΕ. Η προσπάθεια της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ δεν είναι απλώς θνησιγενής, είναι νεκρή. Οι μέρες που ένας Αμερικανός πρόεδρος μπορούσε να στέκεται δίπλα σε Τούρκους ηγέτες και να κάνει κήρυγμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν περάσει. Η Ουάσινγκτον, ωστόσο, μπορεί ακόμη να οικοδομήσει μια αποτελεσματική σχέση με το μετα-Δυτικό κράτος που έχει γίνει η Τουρκία. Η Άγκυρα ίσως να απέχει πολύ από τον ιδανικό σύμμαχο και δεν θα συγκινηθεί από τις εκκλήσεις για κοινές αξίες ή την σημασία αυτού που η Ουάσινγκτον θεωρεί ως διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες. Αλλά ο πραγματισμός του Ερντογάν, οι περιφερειακές φιλοδοξίες, και ο συναλλακτικός χαρακτήρας καθιστούν πιθανή μια παραγωγική σχέση.

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΣΠΟΝΔΟΙ ΦΙΛΟΙ

Στην ουσία, η στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν για την Τουρκία ήταν να κρατήσει μια ευγενική απόσταση από την Άγκυρα. Αυτό σήμαινε τη μείωση της συχνότητας της προεδρικής διπλωματίας που χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της εποχής Τραμπ, συχνά εις βάρος των σχέσεων. Ως επί το πλείστον, η προσέγγιση του Μπάιντεν λειτούργησε καλά, μειώνοντας τις προσδοκίες και στις δύο πλευρές και καλύπτοντας τις διαφορές. Η κυβέρνηση διατήρησε τους δεσμούς με την Τουρκία, αλλά μόνο σε θέματα άμεσης σημασίας, όπως η απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2021 και η συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που επέτρεψε στην τελευταία να μεταφέρει σιτηρά μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Ο Ερντογάν διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην συμφωνία πείθοντας τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, να επιτρέψει την αποστολή σιτηρών από το ουκρανικό λιμάνι της Οδησσού -για έναν χρόνο τουλάχιστον. Ως ψιθυριστής [στο αυτί] του Πούτιν, ο Ερντογάν ήταν σχετικός.

Ωστόσο, η αμερικανοτουρκική συνεργασία σε ευρύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις ήταν χαμηλών τόνων ή ανύπαρκτη. Και η κυβέρνηση Μπάιντεν εξακολουθεί να ανησυχεί σιωπηλά για την αυταρχική περιφερειακή προσέγγιση της Τουρκίας, ιδίως για τις απειλές της ότι θα εξαπολύσει εισβολή στην Συρία για να επιτεθεί στις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές, τις οποίες η Άγκυρα θεωρεί ως προέκταση του PKK, της φιλοαυτονομικής κουρδικής φατρίας που τόσο η Τουρκία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσουν ως τρομοκρατική οργάνωση. Ανησυχία προκαλούν επίσης η κλιμάκωση του λεκτικού πολέμου της Άγκυρας με την Ελλάδα για τα θαλάσσια σύνορα, και η σθεναρή υποστήριξη της Τουρκίας στην στρατιωτική εκστρατεία του Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας, η οποία ανησύχησε την Ουάσινγκτον επειδή άνοιξε την πιθανότητα μιας άλλης σύγκρουσης πλήρους κλίμακας, πρακτικά δίπλα στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ωστόσο, η Ουάσινγκτον έχει επιδείξει αυτοσυγκράτηση στην αντίδρασή της σε αυτές τις κινήσεις, προκειμένου να αποφύγει να δημιουργήσει τον σπινθήρα μιας αναμέτρησης. Στο πλαίσιο της εκτόνωσης με την κυβέρνηση Μπάιντεν, η Άγκυρα, επίσης, περιόρισε την «διπλωματία των κανονιοφόρων» στην ανατολική Μεσόγειο, σταματώντας τις ενεργειακές έρευνες στα ανοικτά των ακτών της Κύπρου και μειώνοντας τις εντάσεις σχετικά με τις κυπριακές γεωτρήσεις στα αμφισβητούμενα ύδατα. Η Τουρκία ήταν προσεκτική στο να μην στοχεύει άμεσα τις αμερικανικές δυνάμεις ή εγκαταστάσεις στην Συρία και τηρούσε με απροθυμία μια συμφωνία του 2019 με την Ουάσινγκτον που οριοθετούσε τις εδαφικές ζώνες που ελέγχονται από τους Κούρδους και εκείνες [που ελέγχονται] από την Τουρκία. Και παρά τον ευρέως διαδεδομένο αντιαμερικανισμό στην τουρκική κοινή γνώμη, ο Ερντογάν έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό την άμεση αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Μπάιντεν.

Όμως η απόσταση δεν κάνει πάντα την καρδιά να αγαπά, και η ψυχρή ειρήνη μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας μοιάζει περισσότερο με φιλικό διαζύγιο παρά με αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Εν τω μεταξύ, κατά την τελευταία δεκαετία, η ρωσοτουρκική σχέση έχει γενικά ευδοκιμήσει και έχει μέχρι στιγμής επιβιώσει της δοκιμασίας πίεσης που επέβαλε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο Ερντογάν απέφυγε να ασκήσει άμεση κριτική στις ρωσικές θηριωδίες και συχνά υποστήριξε το αφήγημα της Μόσχας ότι η Δύση προκάλεσε την εισβολή στην Ουκρανία. «Μπορώ να πω ξεκάθαρα ότι δεν βρίσκω σωστή την στάση της Δύσης [απέναντι στην Ρωσία]», δήλωσε ο Ερντογάν τον Σεπτέμβριο του 2022. Η Τουρκία έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και έχει διατηρήσει οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με το Κρεμλίνο, οι οποίοι ενισχύονται από την στενή προσωπική σχέση του Ερντογάν με τον Πούτιν.