Ο πολιτικός πόλεμος έρχεται στις ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πολιτικός πόλεμος έρχεται στις ΗΠΑ

Μετά τις κατηγορίες κατά του Τραμπ, μπορεί η Αμερική να προστατεύσει την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας;

Αρκετοί Αμερικανοί πρόεδροι αρνήθηκαν να παραστούν στην ορκωμοσία των διαδόχων τους. Ο John Adams, ο John Quincy Adams, και ο Andrew Johnson όλοι αρνήθηκαν να εμφανιστούν, κυρίως επειδή αυτοί οι πρόεδροι της μιας θητείας αντιπαθούσαν προσωπικά τους άνδρες που τους είχαν νικήσει. Αλλά μέχρι τον Τραμπ, κανένας πρόεδρος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τη μεταβίβαση της εξουσίας μετά την καταμέτρηση των ψήφων.

Για πολλούς, αυτή η μακρά ιστορία φαινόταν να ξεχωρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες από άλλες χώρες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η πρώτη χώρα στην σύγχρονη εποχή που είχε εκλεγμένο αρχηγό κράτους, αν και αυτός ο ηγέτης επρόκειτο να επιλεγεί από ένα κολέγιο εκλεκτόρων από κάθε πολιτεία και όχι από τον λαό απευθείας. Για τα πρώτα 40 χρόνια της αμερικανικής προεδρίας, τα περισσότερα νομοθετικά σώματα των πολιτειών επέλεγαν τους προεδρικούς εκλέκτορές τους, αλλά μετά το 1877 θα γινόταν κοινή πρακτική η επιλογή τους αποκλειστικά με βάση την λαϊκή ψήφο για τον πρόεδρο σε κάθε πολιτεία. Σήμερα, και οι 50 πολιτείες και η περιφέρεια της Κολούμπια βασίζονται στην λαϊκή ψήφο για την πιστοποίηση των προεδρικών εκλεκτόρων, καθώς ο νικητής παίρνει τα πάντα σε κάθε πολιτεία εκτός από το Μέιν και τη Νεμπράσκα (όπου οι εκλέκτορες καθορίζονται από την ψηφοφορία σε κάθε περιφέρεια του Κογκρέσου), μεταβάλλοντας το κολέγιο εκλεκτόρων του 18ου όγδοου αιώνα σε τελετουργικό λείψανο. Μετά τις εκλογές του 2020, ωστόσο, ορισμένοι απελπισμένοι Αμερικανοί είδαν αυτόν τον παρωχημένο θεσμό ως μια ευκαιρία όχι μόνο για να κάνουν ζημιά αλλά και για να υπονομεύσουν την δημοκρατία.

«ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ»

Το κατηγορητήριο σχετικά με τις εκλογές που κατατέθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στις αρχές Αυγούστου σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απαγγέλλει κατηγορίες σε έναν πρώην πρόεδρο για πράξεις που διέπραξε ενώ ήταν πρόεδρος. Αλλά η πραγματική σημασία της υπόθεσης και του νέου κατηγορητηρίου στην Τζόρτζια έγκειται στην φύση των εικαζόμενων εγκλημάτων. Οι κατηγορίες εναντίον του Τραμπ εγείρουν ερωτήματα όχι μόνο για την γραμμή μεταξύ του πολιτικά αδίστακτου και του εγκληματία σε μια δημοκρατία, αλλά και για την ίδια την ικανότητα του δικαστικού σώματος, μαζί με κρατικούς και τοπικούς αξιωματούχους, να επιβάλλουν την βούληση του εκλογικού σώματος ενάντια στην τεράστια δύναμη της αμερικανικής προεδρίας.

Το ομοσπονδιακό κατηγορητήριο λέει τη μεγάλη ιστορία της πολύπλευρης προσέγγισης της ομάδας Τραμπ για την ανατροπή των εκλογικών αποτελεσμάτων. Λίγες μέρες μετά τις εκλογές, η προεκλογική ομάδα του Τραμπ εξήγησε στον πρόεδρο ότι αν έχανε την Αριζόνα, την Τζόρτζια ή το Ουισκόνσιν, των οποίων οι ψήφοι δεν είχαν ακόμη πιστοποιηθεί, θα έχανε τις εκλογές. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου, οι δικηγόροι του Τραμπ παραδέχθηκαν στο δικαστήριο ότι είχε χάσει την λαϊκή ψήφο στην Αριζόνα. Τα μέλη της εκστρατείας του Τραμπ κατάλαβαν ότι ο πρόεδρος δεν είχε επανεκλεγεί. Αλλά αντί να αποδεχτεί την σκληρή αλήθεια της ήττας του, ο Τραμπ επέλεξε να αρχίσει να συνεννοείται με τον Τζουλιάνι και άλλους για να αντεπιτεθούν.

Το πρώτο σημείο επίθεσης ήταν η Αριζόνα, όπου ο Τραμπ και ο Τζουλιάνι λέγεται ότι κάλεσαν τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων της Αριζόνα, Ράσελ «Rusty» Μπάουερς, για να επιμείνουν η κυβέρνηση της Αριζόνα να ανατρέψει την αποφασή της ότι ο Μπάιντεν είχε κερδίσει, με βάση ισχυρισμούς περί εκλογικής νοθείας. Όταν ο Μπάουερς ζήτησε στην συνέχεια από τον Τζουλιάνι να μοιραστεί αυτά τα προφανή στοιχεία, ο Τζουλιάνι απάντησε: «Δεν έχουμε τα στοιχεία, αλλά έχουμε πολλές θεωρίες». Όταν η Αριζόνα προσπάθησε να τους κλείσει την πόρτα, οι συνωμότες επικεντρώθηκαν στο Μίτσιγκαν, την Πενσυλβάνια, και την Τζόρτζια, λένε οι εισαγγελείς, με τον Τραμπ να πιέζει ιδιωτικά ορισμένους βασικούς Ρεπουμπλικάνους νομοθέτες σε αυτές τις πολιτείες, ενώ διαβεβαίωνε δημόσια την ύπαρξη εκλογικής νοθείας που ο ίδιος, όπως κι ο Τζουλιάνι, γνώριζε ότι δεν υπήρξε.

Στην Τζόρτζια, ο Τραμπ δεν πίεσε απλώς κρατικούς αξιωματούχους˙ απείλησε τουλάχιστον έναν από αυτούς, και σε μια νιξονική ανατροπή, ηχογραφήθηκε να το κάνει. Στις 8 Δεκεμβρίου 2020, ο Τραμπ κάλεσε τον Κρις Καρ, τον γενικό εισαγγελέα της Τζόρτζια, για να τον κάνει να υπογράψει μια αγωγή για νοθεία σε πολλές πολιτείες με στόχο την ανατροπή των εκλογών μέσω του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Εξηγώντας ότι δεν υπήρχαν νόμιμες αποδείξεις νοθείας στην καταμέτρηση της Τζόρτζια, ο Καρ απέρριψε τον πρόεδρο. Στις 2 Ιανουαρίου, ο Τραμπ έκανε το περιβόητο τηλεφώνημά του [1] στον Μπραντ Ράφενσπεργκερ, τον υπουργό Εξωτερικών της Τζόρτζια, ζητώντας του να αλλάξει τα ποσοστά της λαϊκής ψήφου της Τζόρτζια. Όταν ο Raffensperger αρνήθηκε, ο Τραμπ τον απείλησε λέγοντας ότι με το να μην καταγγέλλει την υποτιθέμενη νοθεία, παραβιάζει το νόμο. «Δεν μπορείτε να το αφήσετε να συμβεί», είπε ο Τραμπ. «Αυτό είναι μεγάλος κίνδυνος για εσάς και για τον Ryan [Germany], τον δικηγόρο σας». Αυτή η τηλεφωνική κλήση, η οποία καταγράφηκε, θα γινόταν η βάση για να κατηγορήσει η Τζόρτζια τόσο τον Τραμπ όσο και τον Μέντοους ότι ζήτησαν παράνομα από τον Ράφενσπεργκερ «να εμπλακεί σε συμπεριφορά που συνιστά το κακούργημα της παραβίασης του όρκου από δημόσιο υπάλληλο».