Προετοιμαζόμενοι για τον Τραμπ Νο2 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Προετοιμαζόμενοι για τον Τραμπ Νο2

Η πιθανή επιστροφή του εμπνέει φόβο στους συμμάχους της Αμερικής -και ελπίδα στους αντιπάλους της
Περίληψη: 

Αν ο Μπάιντεν νικήσει τον Τραμπ για δεύτερη φορά, ενώ θα κατέβει με μια πλατφόρμα εξωτερικής πολιτικής του φιλελεύθερου διεθνισμού, οι σύμμαχοι θα μπορούσαν να εμπιστευτούν πιο φιλόδοξες μορφές συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο DANIEL W. DREZNER είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στην Σχολή Δικαίου και Διπλωματίας Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Ideas Industry [1].

Για τις περισσότερες χώρες, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν αντιπροσωπεύει μια επιστροφή στην κανονικότητα μετά το χάος των χρόνων του Τραμπ. Οι μακροχρόνιοι σύμμαχοι και εταίροι είδαν τις σχέσεις τους να ενισχύονται. Οι απολυταρχικοί ηγέτες δεν συναλλάσσονται πλέον με έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που θέλει να τους μιμηθεί. Οι αντίπαλοι των μεγάλων δυνάμεων αντιμετωπίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες είναι αφοσιωμένες στο να τους ξεπεράσουν. Για πολλούς παρατηρητές, είναι δύσκολο να μην καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι υπό τον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιστρέψει στην μεταπολεμική παράδοση του φιλελεύθερου διεθνισμού. Κατά την άποψη αυτή, η διακυβέρνηση Τραμπ ήταν μια εφήμερη αναλαμπή και όχι ένα σημείο καμπής. Η ισορροπία έχει αποκατασταθεί.

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σε προεκλογική συγκέντρωση στο Έρι, στην Πενσυλβάνια, τον Ιούλιο του 2023. Lindsay DeDario / Reuters
-----------------------------------------------------

Κάτω από την επιφανειακή ηρεμία, ωστόσο, πολλοί παγκόσμιοι παράγοντες αγωνιούν για τις προεδρικές εκλογές του 2024 στις ΗΠΑ. Παρά τις τέσσερις ποινικές διώξεις, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο επικρατέστερος υποψήφιος για το χρίσμα του GOP [στμ: Grand Old Party, εννοεί το Ρεπουμπλικανικό κόμμα] για την προεδρία. Αν υποθέσουμε ότι τα καταφέρνει, οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια κούρσα στήθος με στήθος μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν στις γενικές εκλογές. Θα ήταν απερίσκεπτο για τους άλλους παγκόσμιους ηγέτες να απορρίψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας του Τραμπ με αρχή τις 20 Ιανουαρίου του 2025. Πράγματι, το πρόσωπο που το γνωρίζει αυτό καλύτερα είναι ο ίδιος ο Μπάιντεν. Στην πρώτη του κοινή ομιλία στο Κογκρέσο, ο Μπάιντεν είπε ότι στις συζητήσεις του με παγκόσμιους ηγέτες «έκανε γνωστό ότι η Αμερική επέστρεψε» και οι απαντήσεις τους έτειναν να είναι μια παραλλαγή του «Αλλά για πόσο καιρό;».

Για να κατανοήσουν τις διεθνείς σχέσεις για τους επόμενους 15 μήνες, οι παρατηρητές θα πρέπει να συνυπολογίσουν το πώς η πιθανότητα μιας δεύτερης θητείας Τραμπ επηρεάζει την επιρροή των ΗΠΑ στον κόσμο. Τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ το λαμβάνουν ήδη υπόψη τους. Οι ξένοι ηγέτες αναγνωρίζουν ότι μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα ήταν ακόμη πιο ακραία και χαοτική από την πρώτη θητεία του. Η προοπτική ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο θα ενθαρρύνει την αντιστάθμιση των Ηνωμένων Πολιτειών από τους συμμάχους τους -και θα σκληρύνει την αποφασιστικότητα των αντιπάλων τους. Ρώσοι και Κινέζοι αξιωματούχοι, για παράδειγμα, έχουν πει σε αναλυτές ότι ελπίζουν να επανεκλεγεί ο Τραμπ. Για την Ρωσία, η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία θα σήμαινε λιγότερη υποστήριξη της Δύσης στην Ουκρανία˙ για την Κίνα, θα σήμαινε την αποδυνάμωση των συμμαχιών των ΗΠΑ με χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα που βοηθούν στην ανάσχεση του Πεκίνου. Η καλύτερη κίνηση εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν κατά το επόμενο έτος δεν θα είναι μια διπλωματική ή στρατιωτική πρωτοβουλία -θα είναι να δείξει ότι ο Τραμπ είναι απίθανο να κερδίσει τον Νοέμβριο του 2024.

ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ;

Κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ διέλυσε το πυκνό δίκτυο συμμαχιών και συνεργασιών που είχαν οικοδομήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες τα προηγούμενα 75 χρόνια. Για τους μακροχρόνιους συμμάχους στην Ευρώπη, την Λατινική Αμερική, και την περιοχή του Ειρηνικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφάνισαν ξαφνικά μια συγκεχυμένη σειρά ιδιότροπης συμπεριφοράς. Ο Τραμπ κατηγόρησε τους συμμάχους ότι δεν συνεισφέρουν αρκετά στην συλλογική ασφάλεια και ότι δήθεν ληστεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με εμπορικές συμφωνίες. Απειλούσε επανειλημμένα να αποχωρήσει από συμφωνίες που προηγουμένως ήταν ιερές, όπως το ΝΑΤΟ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΗΠΑ-Κορέας, και η NAFTA. Αντίθετα, αν και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν το περιστασιακό ξέσπασμα του Τραμπ, ήταν γι' αυτούς με πολλούς τρόπους οι καλύτερες στιγμές. Ο Τραμπ έκανε κάθε προσπάθεια για να καλοπιάσει τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, και τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν. Η κυβέρνησή του έκανε γιο-γιο ανάμεσα στον εξαναγκασμό και την διευκόλυνση αυτών των κρατών, με την δεύτερη τακτική να επικρατεί συνήθως. Αυτοί οι αυταρχικοί τσέπωναν ευχαρίστως κέρδη από τις τεταμένες σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τους συμμάχους τους. Ο Σι μπορούσε να πάει στο Νταβός το 2017 και να δηλώσει ουσιαστικά ότι η Κίνα, και όχι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν η δύναμη του status quo. Ο Πούτιν μπορούσε να περιμένει την ώρα που ο Λευκός Οίκος του Τραμπ απέσυρε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ από την Ουκρανία και παρακράτησε οπλικά συστήματα Javelin σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να βοηθήσει την εκστρατεία επανεκλογής του Τραμπ το 2020. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη για τον Πούτιν ή τον Σι να δράσουν απερίσκεπτα όταν ο αντίπαλός τους αυτο-σαμποταριζόταν.