Θα εγκαταλείψει η Δύση την Ουκρανία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα εγκαταλείψει η Δύση την Ουκρανία;

Το Κίεβο πρέπει να προετοιμαστεί για μια πιθανή αλλαγή στάσης στην Αμερική και την Ευρώπη

Στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν πηγή ανησυχίας, τον πιθανό αδύναμο κρίκο της διατλαντικής αλυσίδας. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι ευρωπαϊκές χώρες καλλιεργούν την ίδια ανησυχία στην Ουάσιγκτον. Η αμείωτη αφοσίωση στην Ουκρανία χαρακτηρίζει τις κυβερνήσεις της Φινλανδίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και των κρατών της Βαλτικής. Οι φόβοι ότι μια ακροδεξιά κυβέρνηση θα αντιστρέψει την πορεία της Ιταλίας στην Ουκρανία αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Αντιθέτως, η πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, επιβεβαίωσε την πορεία της Δύσης. Δεδομένου του πόσο αντιδημοφιλής είναι ο πόλεμος του Πούτιν στην Γαλλία, ακόμη και το κύριο στέλεχος της γαλλικής αντιπολίτευσης, η ακροδεξιά λαϊκίστρια Μαρίν Λεπέν -η οποία ιστορικά έχει υποστηρίξει τον Πούτιν και ενέκρινε ακόμη και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014- επέμεινε στην προηγούμενη καταδίκη της για την εισβολή πλήρους κλίμακας. Αντιτίθεται, ωστόσο, στις κυρώσεις και στις παραδόσεις βαρέων όπλων στην Ουκρανία. Η Ουγγαρία παραμένει μια εξαίρεση, ένα μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που είναι σαφώς μη ενθουσιώδες για την υπόθεση της Ουκρανίας. Σε αντάλλαγμα για την μη παραβίαση της συναίνεσης των Βρυξελλών που ευνοεί την επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία, η Ουγγαρία έχει αποσπάσει πολλές παραχωρήσεις από την ΕΕ. Μέχρι στιγμής, αυτό ήταν αρκετό για να κρατήσει τον πρωθυπουργό, Βίκτορ Όρμπαν, εντός της ΕΕ.

Η σταθερή ευρωπαϊκή υποστήριξη φαίνεται απίθανο να υποχωρήσει σύντομα. Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του Ιουνίου, το 64% των κατοίκων της ΕΕ υποστηρίζει την χρηματοδότηση της αγοράς και της προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, με ποσοστό που κυμαίνεται από 30% στην Βουλγαρία έως 93% στην Σουηδία. Κανένα ευρωπαϊκό κόμμα που υποστηρίζει μια ανοιχτά φιλορωσική ατζέντα δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν βιώσιμο εκλογικό συνασπισμό. Πράγματι, πολλά ευρωπαϊκά κοινά έχουν γίνει πιο υποστηρικτικά προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος.

Ωστόσο, ένα είδος κόπωσης έχει αρχίσει να επιβάλλει το τίμημά του στην Ευρώπη. Το καλύτερο παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στην Γερμανία, η οποία επέζησε από την ενεργειακή συμφόρηση που προκάλεσε ο πόλεμος και δέχτηκε ένα εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες, ενώ αύξησε σταδιακά την βοήθειά της προς την Ουκρανία. Όπως και με την πανδημία, είναι το μακρύ τόξο της κρίσης που γεννά απογοήτευση: οι υψηλές τιμές της ενέργειας, η ύφεση, οι ανησυχίες για την αποβιομηχάνιση, και ένας δυσλειτουργικός κυβερνητικός συνασπισμός έχουν επιφέρει μια κακουχία, η οποία έχει ωφελήσει το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (Alternative für Deutschland-AfD). Οι δημοσκοπήσεις τοποθετούν τώρα το AfD ως το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα της Γερμανίας. Θέλει να αποσύρει την Γερμανία από το ΝΑΤΟ και να σταματήσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία, αλλά η δημοτικότητα του κόμματος δεν πηγάζει από τις φιλορωσικές απόψεις του. Το AfD εκμεταλλεύεται την γενική δυσαρέσκεια για να κάνει την κριτική του στην ατλαντική εξωτερική πολιτική της Γερμανίας να φαίνεται ως πιο κοντά στην επικρατούσα τάση.

Για τους Ευρωπαίους, όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο περισσότερο μπορεί να φανεί δυσεπίλυτος και δαπανηρός, πιο πολύ ένα όχημα για την ισχύ των ΗΠΑ παρά ένα βασικό ευρωπαϊκό συμφέρον. Δεδομένου ότι η υποστήριξη για τον πόλεμο είναι η θέση του status quo στην Ευρώπη, οι επιχειρηματικοί πολιτικοί θα μπορούσαν να επικεντρωθούν στο εσωτερικό μέτωπο και να κατηγορήσουν τις ελίτ στις πρωτεύουσες και τις Βρυξέλλες ότι νοιάζονται περισσότερο για την Ουκρανία παρά για τους δικούς τους πληθυσμούς. Για παράδειγμα, μια δημοφιλής αριστερή Γερμανίδα βουλευτής, η Sahra Wagenknecht, παρομοίασε πρόσφατα την υποστήριξη προς την Ουκρανία με ένα βαρέλι δίχως πάτο, ενώ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός περικόπτεται σε όλους τους άλλους τομείς. Τέτοιες απόψεις θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν πιο συνηθισμένες στην Ευρώπη, και οι υποστηρικτές τους δεν θα χρειαζόταν να παράσχουν μια βιώσιμη εναλλακτική πολιτική˙ δεν έχουν ανάγκη καν να λένε την αλήθεια. Δεν θα χρειαζόταν ένας ιδιαίτερα επιδέξιος δημαγωγός για να πείσει τους Ευρωπαίους που υφίστανται οικονομικές πιέσεις ότι είναι διαθέσιμο ένα εύκολο τέλος του πολέμου και ότι ο τερματισμός του θα τους απελευθέρωνε από τα δεινά τους, όπως ο υψηλός πληθωρισμός.

Ο μπαλαντέρ στον πόλεμο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, βρίσκεται είτε πίσω από τον πρώην πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, στο ίδιο [δημοσκοπικό] επίπεδο με αυτόν. Η επιστροφή του Τραμπ θα ήταν πιθανότατα μια καταστροφή για την Ουκρανία. Ως πρόεδρος, ο Τραμπ αντιμετώπισε την Ουκρανία ως παράρτημα της εκστρατείας επανεκλογής του και προσπάθησε να πιέσει τον Ζελένσκι να βλάψει την φήμη του Μπάιντεν, του κύριου αντιπάλου του Τραμπ εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τους New York Times, αρκετές φορές το 2018 ο Τραμπ πρότεινε ιδιωτικά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ παρουσία ανώτερων αξιωματούχων της κυβέρνησης. Ποτέ δεν ακολούθησε την ιδέα αυτή. Αλλά αν κρίνουμε από την ρητορική του στην προεκλογική εκστρατεία, φαίνεται αποφασισμένος να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στην παραβίαση των καθιερωμένων κανόνων και παραδόσεων αν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Και τους τελευταίους μήνες, ο Τραμπ πρότεινε ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες. Τέτοιου είδους προεκλογικοί αλαλαγμοί υποδηλώνουν ότι ο Τραμπ θα προτιμούσε μια διευθέτηση της σύγκρουσης με διαπραγματεύσεις (πιθανότατα με τους ρωσικούς όρους) από την σταθερή συνέχιση της βοήθειας και της συνδρομής προς την Ουκρανία.