Η πτώση και η άνοδος της Δύσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πτώση και η άνοδος της Δύσης

Γιατί η Αμερική και η Ευρώπη θα βγουν ισχυρότερες από την οικονομική κρίση

Πράγματι, οι τράπεζες ήδη δανείζουν και πάλι εντατικά τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve), τα τρέχοντα δάνεια σε αμερικανικές επιχειρήσεις ανέρχονται σήμερα σε 1,45 τρισ. δολάρια, έχοντας αυξηθεί με διψήφιο ποσοστό σε κάθε ένα από τα τέσσερα προηγούμενα τρίμηνα. Ο αριθμός αυτός είναι ακόμη κάτω από το ζενίθ του 2008, αλλά η απόσταση μειώνεται με ταχύ ρυθμό. Όσον αφορά την καταναλωτική πίστη, το προηγούμενο ιστορικό ρεκόρ ξεπεράστηκε μέσα στο 2011 και το σύνολο των καταναλωτικών δανείων αυξήθηκε επιπλέον κατά 3-4% μέσα στο 2012. Όλα αυτά τα δάνεια οδηγούν σε αύξηση του ΑΕΠ και ο τραπεζικός τομέας αναμένεται να ενισχύει σταθερά τη δανειοδότηση μέσα στα προσεχή χρόνια.

Τέταρτον, η Μεγάλη Ύφεση οδήγησε αθόρυβα την αμερικανική βιομηχανία σε μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Το κόστος παραγωγής στις ΗΠΑ είναι τώρα κατά 11% χαμηλότερο σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν, την ίδια ώρα που σε πολλές άλλες βιομηχανικές χώρες εξακολουθεί να ανεβαίνει. Παράλληλα, η διαφορά ανάμεσα στο αμερικανικό και στο κινεζικό εργατικό κόστος μειώνεται. Η αμερικανική οικονομία εμπλουτίστηκε από το 2010 με μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία της και, όπως φαίνεται, αυτή η τάση θα συνεχιστεί επί σειρά ετών. Ο μετασχηματισμός που συντελέστηκε στον αμερικανικό μεταποιητικό τομέα είναι ίσως περισσότερο αισθητός στην αυτοκινητοβιομηχανία. Το 2005, το ωριαίο εργατικό κόστος στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία ήταν κατά 40% υψηλότερο σε σύγκριση με εκείνο των ξένων μονάδων παραγωγής που διέθεταν εργοστάσια στις ΗΠΑ. Σήμερα, όμως, το κόστος έχει εξισωθεί και οι Τρεις Μεγάλες αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες (Chrysler, Ford και General Motors), έχουν ξανακερδίσει το μερίδιό τους στην αγορά της Βόρειας Αμερικής.

Οπωσδήποτε, η ανάκαμψη που σημειώνεται στον στεγαστικό και στον ενεργειακό τομέα, θα επηρεάσει θετικά και τον μεταποιητικό. Με δεδομένες τις τόσο αισιόδοξες προβλέψεις για τον κλάδο κατασκευής κατοικίας, και λαμβανομένου υπόψη ότι κάθε νέα κατοικία περιλαμβάνει πάρα πολλά βιομηχανικά προϊόντα, η αύξηση των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Επιπλέον, η υποχώρηση στις τιμές του φυσικού αερίου θα ενισχύσει τον τομέα των πετροχημικών και κάθε τύπο βιομηχανίας που χρησιμοποιεί αυτό το καύσιμο.

Τέλος, αν και δεν μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις, οι πιθανότητες να κατορθώσει η Ουάσιγκτον να δώσει λύση στο πρόβλημα του εθνικού χρέους, είναι αυξημένες. Καθώς ο Ομπάμα έχει ορίσει τη μείωση του ελλείμματος ως τον πρωταρχικό στόχο της δεύτερης θητείας του και με δεδομένα τα δυσμενή εκλογικά αποτελέσματα για τους Ρεπουμπλικανούς, των οποίων η πολιτική κατά της φορολόγησης στερείται νομιμοποίησης από την κοινή γνώμη, οι προοπτικές για μια αποφασιστική συμφωνία όσον αφορά τη μείωση του ελλείμματος εμφανίζονται βελτιωμένες. Εάν αυτό συμβεί μέσα στο 2013, θα δοθεί μεγαλύτερη ώθηση στην επιχειρηματική και επενδυτική εμπιστοσύνη, καθώς επίσης και συνολικά στις ιδιωτικές επενδύσεις.

ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Στην Ευρώπη οι μέχρι στιγμής ενδείξεις ότι οι οικονομίες της θα αναδυθούν ισχυρότερες από την κρίση είναι πιο δυσδιάκριτες. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, μετά τη βουτιά του 2008, η Ευρώπη ακολουθούσε πορεία ανάκαμψης μέχρι που το 2011 ξέσπασε η διπλή κρίση στο δημοσιονομικό χρέος και στον τραπεζικό τομέα της ευρωζώνης. Επιπλέον, συγκρινόμενο με εκείνο των ΗΠΑ, το εύρος της οικονομικής αναδιάρθρωσης που απαιτείται για την Ευρώπη είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην πολυπλοκότητα που παρουσιάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνθεση 27 πολύ διαφορετικών μεταξύ τους χωρών. Είναι επίσης αποτέλεσμα της άκαμπτης, αρτηριοσκληρωτικής φύσης των οικονομιών πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες από την ευρωπαϊκή κρίση και το ερώτημα κατά πόσον αυτή θα μπορέσει να οδηγήσει πραγματικά σε ευρύτερης κλίμακας αναδιάρθρωση, παραμένει ασαφές. Παρ’ όλα αυτά, είναι λογικό ότι θα συμβούν μεγάλες και θετικές αλλαγές, των οποίων κάποια ενθαρρυντικά δείγματα είναι ήδη ορατά. Η Ευρώπη έχει κινηθεί σπασμωδικά προς τη δημοσιονομική ένωση και την τραπεζική μεταρρύθμιση. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Ε.Ε, οι οικονομίες επιχειρούν να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και να κάνουν πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές τους, ενώ οι κυβερνήσεις ασκούν σκληρό έλεγχο στον δημόσιο τομέα των χωρών τους.

Μέσα στην Ευρώπη υπάρχουν προηγούμενα παραδείγματα αναδιάρθρωσης και ενίσχυσης ύστερα από μεγάλες δημοσιονομικές κρίσεις, όπως αυτή της Σουηδίας στη δεκαετία του 1990. Στην περίπτωση αυτή, η έκρηξη που σημειώθηκε στις δανειοδοτήσεις και στην αγορά κατοικίας, συνέπεσε με μια μακρά περίοδο ανάπτυξης του δημοσίου τομέα και μια αναλογία χρέους προς ΑΕΠ σχεδόν στο 80%. Εκείνη τη εποχή η Σουηδία εθεωρείτο πρότυπο ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, το 1992 κατέρρευσε το τραπεζικό της σύστημα και η ανεργία σκαρφάλωσε στο 12%, δίνοντας το έναυσμα για μια σειρά οικονομικών, φορολογικών και τραπεζικών μεταρρυθμίσεων. Η Στοκχόλμη αύξησε τη φορολογία, απελευθέρωσε τους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών και περιέκοψε τις ομοσπονδιακές δαπάνες, συμπεριλαμβάνοντας τις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας. Όλες αυτές οι ενέργειες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα της Σουηδίας και έδωσαν ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ, το οποίο ανέκαμψε με ρυθμό αύξησης 4% δύο χρόνια αργότερα, το 1994.