Ψεύτικοι φίλοι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ψεύτικοι φίλοι

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται σκληρές με την Τουρκία

Οι τουρκικές προκλήσεις εκτείνονται πολύ πέρα από τις εσωτερικές μηχανορραφίες, στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Πάρτε το Ιράν, για παράδειγμα. Η Τουρκία ψήφισε στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ εναντίον των επιπλέον κυρώσεων στο Ιράν. Στύλωσε τα πόδια της για την φιλοξενία των εγκαταστάσεων των ραντάρ X-Band τού ΝΑΤΟ στο έδαφός της, τα οποία αποσκοπούν στην προστασία των κρατών τού ΝΑΤΟ από τους ιρανικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Βοήθησε το Ιράν να παρακάμψει το καθεστώς των διεθνών κυρώσεων. Μέχρι που υπαινίχθηκε ότι υπάρχει φυσικό δικαίωμα του Ιράν [10] σε ένα πυρηνικό πρόγραμμα και την πλήρη υποστήριξη της Τουρκίας [11] στις πυρηνικές φιλοδοξίες του.

Μετά, υπάρχει η Συρία, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε αντίθεση με την Τουρκία για την υποστήριξή της στις αντι-δυτικές τζιχαντιστικές ομάδες. Ή για το Ισραήλ, όπου η άρνηση της Τουρκίας να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τον πρώην σύμμαχό της περιέπλεξε τις αμερικανικές προσπάθειες μοιράσματος πληροφοριών. Η ενίσχυση της χώρας προς την Χαμάς σε βάρος τής Παλαιστινιακής Αρχής υπήρξε το ίδιο καταστροφική. Στο Ιράκ, η Τουρκία έχει επανειλημμένα αποπειραθεί να υπονομεύσει την κυβέρνηση Μαλίκι και αντιμετωπίζει την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν ως πλήρως ανεξάρτητη οντότητα από την Βαγδάτη.

Ακόμη πιο σοβαρή ήταν ανακοίνωση της Τουρκίας τον Σεπτέμβριο ότι είχε επιλέξει την China Precision Machinery Export-Import Corporation (CPMEIC), μια κινεζική εταιρεία που βρισκόταν σε καθεστώς κυρώσεων επειδή παραβίασε το Νόμο για την Μη Διάδοση των Όπλων στο Ιράν, την Βόρεια Κορέα και την Συρία, να συμπαραγάγει με την Τουρκία ένα νέο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας. Η χώρα απέρριψε προσφορές από τις εταιρείες συμμάχων στο ΝΑΤΟ. Η κίνηση αυτή σήμαινε ότι η Τουρκία όχι μόνο περιφρονούσε το καθεστώς κυρώσεων που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν προσεκτικά δομήσει, αλλά και ότι η Τουρκία είχε αγοράσει ένα σύστημα που δεν θα μπορούσε να ενσωματωθεί [12] στην ευρύτερη αντιπυραυλική ασπίδα τού ΝΑΤΟ.

ΣΚΛΗΡΑ ΛΟΓΙΑ

Η κινεζική συμφωνία φαίνεται να αποτέλεσε μια κόκκινη γραμμή. Προκάλεσε τουλάχιστον μια προσωρινή μετατόπιση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Άγκυρα. Η απόφαση της Τουρκίας να πάει με την κινεζική εταιρεία, μια απόφαση που προήλθε από τις προτεραιότητες της Τουρκίας για μεταφοράς τεχνολογίας και κοινή συμπαραγωγή προκειμένου να ενισχύσει την δική της αμυντική βιομηχανία, προκάλεσε μια κρίση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν με σκληρές δημόσιες και ιδιωτικές προειδοποιήσεις ότι η Τουρκία ανοίγεται στο ενδεχόμενο κυρώσεων και ότι προκαλεί τους εταίρους τής Τουρκίας στο ΝΑΤΟ να επανεξετάσουν τον ρόλο τής Τουρκίας στην συμμαχία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ δήλωσαν επίσης στην Τουρκία με σαφήνεια ότι το κινεζικό σύστημα δεν θα είναι συμβατό με τα ραντάρ και τα αμυντικά συστήματα του ΝΑΤΟ και ότι, επομένως, θα ήταν άχρηστο. Στη συνέχεια ήρθε η δημόσια παρουσίαση από τον Κέρι τον Ιανουάριο, αυτού που πρέπει να ήταν απίστευτα άβολη συνομιλία, και άλλες αμερικανικές αντιδράσεις για στις κατηγορίες κατά του Ρικιαρντόνε [13].

Σε άλλους τομείς, επίσης, ο τόνος των ΗΠΑ έχει γίνει σκληρότερος. Για παράδειγμα, σκεφτείτε ότι όταν ο Ερντογάν αποκάλεσε το Ισραήλ ως ένα τρομοκρατικό κράτος το Νοέμβριο του 2012, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν προχώρησε παραπάνω [14] από το να πει ότι τα σχόλιά του «δεν είναι εποικοδομητικά αυτή τη στιγμή». Αλλά όταν κατηγόρησε το Ισραήλ ότι κρύβεται πίσω από το στρατιωτικό πραξικόπημα της Αιγύπτου τον Αύγουστο του 2013, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αντέτεινε [15] λέγοντας: «καταδικάζουμε έντονα τις δηλώσεις που έγιναν από τον πρωθυπουργό Ερντογάν σήμερα. Το να υποδεικνύει ότι το Ισραήλ είναι κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνο για τα πρόσφατα γεγονότα στην Αίγυπτο είναι προσβλητικό, αβάσιμο και λάθος».

Μέχρι στιγμής, τα στοιχεία δείχνουν ότι η λήψη μιας σκληρότερης γραμμής για την Τουρκία λειτουργεί καλά. Στις αρχές Φεβρουαρίου, η Άγκυρα ανακοίνωσε ότι δεν είχε προχωρήσει σε μια τελική απόφαση για να αποδεχθεί την κινεζική προσφορά πυραύλων, και ήταν ανοικτή σε προσφορές από άλλες εταιρείες [16]. Δεδομένου ότι η γαλλική προσφορά περιλαμβάνει κάποια συμπαραγωγή και μεταφορά τεχνολογίας, υπάρχει μια καλή πιθανότητα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ θα είναι σε θέση να πιέσουν την Τουρκία να την αποδεχθεί. Επίσης, αυτόν το μήνα, η Τουρκία ανακοίνωσε ότι ήταν κοντά στην εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ [17], μετά από σχεδόν ένα χρόνο κωλυσιεργίας αφότου ο ίδιος ο πρωθυπουργός τού Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου ζήτησε το 2010 συγγνώμη από τον Ερντογάν για τους θανάτους των Τούρκων πολιτών πάνω στο πλοίο Mavi Marmara. Η δημόσια συζήτηση της αναθέρμανσης με το Ισραήλ είναι μια σαφής προσπάθεια να επισημάνει η Τουρκία προς την Δύση ότι εξακολουθεί να είναι ένας αξιόλογος εταίρος. Η προσέγγιση με το Ισραήλ δεν είναι ακριβώς ένα νικηφόρο πολιτικό ζήτημα, και εάν η Τουρκία και το Ισραήλ καταλήξουν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, αυτό θα φέρει κάποια σκληροπυρηνική εσωτερική κριτική. Αν δεν ήταν υπήρχε η παγωμένη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και η ηχηρή κριτική τής ΕΕ [18], η Άγκυρα πιθανότατα θα συνέχιζε να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο.

Το να χειρίζονται ήπια την Τουρκία δεν εμπόδισε την Άγκυρα από το να υπονομεύσουν τις ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Ήρθε η ώρα για κάτι διαφορετικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να θεσμοθετήσουν νέα, πιο σκληρή προσέγγιση προς την Τουρκία, καθιστώντας σαφές στην Άγκυρα ποιες είναι οι προσδοκίες τους και παύοντας την ρητορική τους σχετικά με την δύναμη της τουρκικής δημοκρατίας, η οποία είχε καταστήσει ευκολότερο για τους Αμερικανούς διπλωμάτες να επαναπαύονται σε μια πραγματικότητα που γρήγορα εξαφανιζόταν. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνουν σκληρές με την Τουρκία με έναν πιο συστηματικό τρόπο, όπως έγινε με την κινεζική συμφωνία όπλων, και καταστήσουν σαφές ότι η στρατηγική σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, ίσως η Τουρκία θα δει την αξία τού να είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος, και στην πραγματικότητα να γίνει ένας τέτοιος.