Όταν τα αδύναμα κράτη δεν αποτυγχάνουν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν τα αδύναμα κράτη δεν αποτυγχάνουν

Οι πηγές τής διατηρήσιμης εξουσίας στην Κεντρική Ασία

Στο Ουζμπεκιστάν, εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος Ισλάμ Καρίμοφ, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 1989 (και την κρατά από τότε), επωφελήθηκε από την μακροχρόνια ανάπτυξη της γεωργίας τής χώρας, δεδομένου ότι πολλές από τις καλλιεργητικά πλούσιες περιοχές ήταν εξαπλωμένες πιο ομοιόμορφα σε ολόκληρη την χώρα. Καθώς κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, η κυβέρνηση Καρίμοφ κινήθηκε γρήγορα για να σταματήσει τις πολιτικές εκκαθαρίσεις και επέτρεψε στις τοπικές ελίτ πρόσβαση στα κρατικά γεωργικά μίσθια. Με περιουσίες έτοιμες να δημιουργηθούν και εξασφαλισμένη την πρόσβαση στα κρατικά μίσθια, οι ελίτ ήταν λιγότερο πιθανό από ό, τι στο Τατζικιστάν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους, κάτι που θα μπορούσε να ανατρέψει την κρατική εξουσία. Παρά το γεγονός ότι το τέλος τής Σοβιετικής Ένωσης έφερε κάποια αστάθεια στο Ουζμπεκιστάν, με 42 μαζικά βίαια γεγονότα, οι ελίτ δεν ξεχώρισαν από το καθεστώς, οι δυνάμεις ασφαλείας τού κράτους δεν κατακερματίστηκαν, και οι πατρωνίες και τα οικονομικά δίκτυα έμειναν στην θέση τους. Με άλλα λόγια, οι οικονομική ευκαιρίες προώθησαν την συνοχή μεταξύ των τοπικών ελίτ τού Ουζμπεκιστάν και κράτησαν την συνοχή τής χώρας.

ΟΙ ΠΑΓΙΔΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝΙΑΣ

Η ανοικοδόμηση του Τατζικιστάν μετά τον εμφύλιο πόλεμο και η αστάθεια του Ουζμπεκιστάν στην δεκαετία τού 2000, ωστόσο, αποκαλύπτουν τις μακροπρόθεσμες αδυναμίες τού να στηρίζεται η ασφάλεια του κράτους και η ενότητα του καθεστώτος στην πατρωνία και τις προσόδους. Από τότε που τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος του Τατζικιστάν το 1997, η κεντρική κυβέρνηση έχει παλέψει για να καθιερώσει το μονοπώλιό της στην χρήση βίας. Έχει πολεμήσει τις εγκληματικές συμμορίες που ασχολούνται με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, πολιτικούς αντιπάλους οι οποίοι έχουν κατά καιρούς απειλήσει να ανατρέψουν τον Rahmon, ισλαμικές ομάδες με διασυνδέσεις με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, και πρώην διοικητές τού εμφυλίου πολέμου που έχουν καθοδηγήσει μικρές εξεγέρσεις, απήγαγαν στελέχη διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων και δολοφόνησαν κρατικούς αξιωματούχους.

Περαιτέρω, οι ελίτ τού Τατζικιστάν, που περίμεναν ανοιχτές θύρες στα μίσθια, ως αντάλλαγμα για την υποστήριξή τους στο καθεστώς, ήταν απογοητευμένες. Η κυβέρνηση συνέχισε να συγκεντρώνει τους πόρους υπό τον έλεγχό της, προσφέροντας μόνο σε εκείνες τις ελίτ που προέρχονται από περιοχές βαμβακοκαλλιέργειας την δυνατότητα να ενταχθούν σε σχήματα συμμετοχής στα κυβερνητικά μίσθια. Οι τοπικοί ηγέτες έχουν δει επίσης την κεντρική κυβέρνηση να απορροφά τα περισσότερα από τα κέρδη τους από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών. Εν τω μεταξύ, το καθεστώς επικεντρώθηκε στην καταστολή των καλλιεργητικά φτωχών περιοχών στο ανατολικό Τατζικιστάν, κάτι που, μέχρι σήμερα, έχει οδηγήσει σε εξελισσόμενη, διακοπτόμενη βία μεταξύ των εκεί ελίτ και του καθεστώτος. Αλλά δεν έχει αναβιώσει έναν εμφύλιο πόλεμο. Η κυβέρνηση του προέδρου Rahmon κατόρθωσε να χρησιμοποιεί επιλεκτικά οικονομικά «καρότα» - δίνοντας σε κάποιους γαιοκτήμονες πρόσβαση σε προσοδοφόρα μισθώματα γης για βαμβάκι και σιτάρι - για να κρατήσει το κέλυφος του κράτους σχετικά σταθερό από τότε που τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, παρά τις διαδεδομένες προσδοκίες για το αντίθετο.

Στο Ουζμπεκιστάν, η ανοικτή πρόσβαση στα μίσθια έκανε δυνατό το να αποφευχθεί η κρατική αποτυχία στην δεκαετία τού 1990, αλλά με το κόστος μιας σοβαρής αποδυνάμωσης της κεντρικής κυβέρνησης. Με την επιλογή των τοπικών ελίτ, το καθεστώς διατήρησε το μονοπώλιο της βίας, αλλά η άνοδος των ισχυρών τοπικών αφεντικών περιέκοψε την ικανότητά της να επιβάλει τους νόμους της σε πολλές περιοχές. Σε απάντηση, στην δεκαετία τού 1990, το καθεστώς Καρίμοφ έλαβε μέτρα για να ανακτήσει τον έλεγχο πάνω στις πλούσιες σε φυσικούς πόρους περιοχές, έλεγχος που είχε χαθεί ήδη από την σοβιετική περίοδο, με την εφαρμογή μιας σειράς φορολογικών και καταναγκαστικών μεταρρυθμίσεων. Αλλά αυτές οι πρωτοβουλίες απέτυχαν, δυναμώνοντας τις περιφερειακές ελίτ ακόμη περισσότερο. Πρώτον, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έκαναν κεντρικό τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας σε πολλούς τομείς, κάτι που μόνο ενίσχυσε την θέση πολλών επαρχιακών κυβερνητών και της παρέας τους επί των τοπικών πόρων. Δεύτερον, στο πλαίσιο των προσπαθειών για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η κυβέρνηση διόρισε νέους επαρχιακούς κυβερνήτες για να επιβλέπουν τις εκστρατείες κατά της διαφθοράς, γεγονός που απλώς σκλήρυνε τις εκτοπισμένες ελίτ ώστε να αντισταθούν στην παρεμβατική ανάμιξη της κεντρικής κυβέρνησης. Τρίτον, οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυσαν τοπικούς εισαγγελείς, αστυνομία και φορολογικούς ελεγκτές για να παρακολουθούν την οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένου του γεωργικού τομέα, βάζοντας εκ παραδρομής περισσότερες αναγκαστικές εξουσίες στα χέρια των περιφερειακών ισχυρών και δίνοντάς τους ένα νέο εργαλείο με το οποίο να αποσπούν και να προστατεύουν τους πολύτιμους πόρους.

Το βαρύ χέρι των μηχανισμών ασφαλείας τού Καρίμοφ συνδέθηκε με την κυβέρνηση μέσω θετικότατων οικονομικών συμφωνιών, που ευθυγραμμίζουν τις τσέπες πολλών αξιωματικών τού στρατού και της αστυνομίας με εκείνες της κυβέρνησης. Αλλά οι πληρωμές για την υποταγή τους, διάβρωσαν σταθερά το κράτος δικαίου, παρεμπόδισαν την οικονομική ανάπτυξη και προκάλεσαν ένα κύμα διαμαρτυριών το 2005, που κορυφώθηκε με μια σύντομη εξέγερση στη νοτιοανατολική πόλη Αντιτζάν. Αυτές οι διαμαρτυρίες ανάγονται πίσω στο 2004, όταν ο κυβερνήτης της περιοχής, Kobiljon Obidov, ο οποίος κυβέρνησε για 11 χρόνια - η μεγαλύτερη θητεία από κάθε κυβερνήτη στο Ουζμπεκιστάν - απολύθηκε για διαφθορά. Οικονομικά παγιωμένοι τοπικοί άρχοντες σύντομα βγήκαν στους δρόμους για διαμαρτυρίες, οι οποίες οδήγησαν σε μαζικές διαδηλώσεις εβδομάδες αργότερα.