Η επιστροφή τής γεωπολιτικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή τής γεωπολιτικής

Η εκδίκηση των ρεβιζιονιστικών δυνάμεων

Οι σχέσεις μεταξύ των τριών αυτών ρεβιζιονιστικών δυνάμεων είναι περίπλοκες. Σε μακροπρόθεσμη βάση, η Ρωσία φοβάται την άνοδο της Κίνας. Η κοσμοθεωρία τής Τεχεράνης έχει ελάχιστα κοινά είτε με του Πεκίνου είτε με της Μόσχας. Το Ιράν και η Ρωσία είναι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και θα ήθελαν η τιμή του πετρελαίου να είναι υψηλή. Η Κίνα είναι μια καθαρή καταναλώτρια και θέλει τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Η πολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του Ιράν και της Ρωσίας, αλλά ενέχει μεγάλους κινδύνους για την Κίνα. Κανείς δεν πρέπει να μιλά για μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ τους, και στην πάροδο του χρόνου, ειδικά αν καταφέρουν να υπονομεύσουν την αμερικανική επιρροή στην Ευρασία, οι εντάσεις μεταξύ τους είναι πιο πιθανό να αναπτυχθούν παρά να μειωθούν.

Αυτό που συνδέει αυτές τις δυνάμεις, ωστόσο, είναι η συμφωνία τους ότι το status quo θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Η Ρωσία θέλει να ξαναμαζέψει όση περισσότερη από την Σοβιετική Ένωση μπορεί. Η Κίνα δεν έχει καμία πρόθεση να περιορισθεί σε έναν δευτερεύοντα ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, ούτε θα αποδεχθεί τον σημερινό βαθμό επιρροής των ΗΠΑ στην Ασία και στο εκεί εδαφικό καθεστώς. Το Ιράν επιθυμεί να αντικαταστήσει την τρέχουσα τάξη στη Μέση Ανατολή - με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία και κυριαρχούμενη από σουνιτικά Αραβικά κράτη - με μια άλλη που θα έχει επίκεντρο την Τεχεράνη.

Ηγέτες και στις τρεις χώρες συμφωνούν, επίσης, ότι η δύναμη των ΗΠΑ είναι το βασικό εμπόδιο για την επίτευξη των ρεβιζιονιστικών τους στόχων. Η εχθρότητά τους προς την Ουάσιγκτον και την τάξη της είναι τόσο επιθετική όσο και αμυντική: όχι μόνο ελπίζουν ότι η μείωση της ισχύος των ΗΠΑ θα κάνει πιο εύκολο να ανατάξουν τις περιοχές τους, αλλά επίσης ανησυχούν ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προσπαθήσει να τις ανατρέψει αν μεγαλώσει κάποια διχόνοια στο εσωτερικό τους. Ωστόσο, οι ρεβιζιονιστές θέλουν να αποφύγουν τις άμεσες αντιπαραθέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, όταν οι πιθανότητες θα είναι σαφώς υπέρ τους (όπως το 2008 στην εισβολή τής Ρωσίας στην Γεωργία και η κατοχή και προσάρτηση της Κριμαίας φέτος). Αντί να αμφισβητήσουν κατά μέτωπον το status quo, επιδιώκουν να κατακερματίσουν τους κανόνες και τις σχέσεις που το συντηρούν.

Από τότε που ο Ομπάμα έγινε πρόεδρος, κάθε μια από αυτές τις δυνάμεις έχει ακολουθήσει μια ξεχωριστή στρατηγική υπό το πρίσμα των δικών της πλεονεκτημάτων και αδυναμιών. Η Κίνα, η οποία έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες των τριών, είναι παραδόξως η πιο απογοητευμένη. Οι προσπάθειές της να εδραιωθεί στην περιοχή της έχουν απλώς εντείνει τους δεσμούς μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των ασιατικών συμμάχων τους και ενέτειναν τον εθνικισμό στην Ιαπωνία. Καθώς οι δυνατότητες του Πεκίνου μεγαλώνουν, το ίδο κάνει και η αίσθηση της απογοήτευσής του. Η άνοδος της ισχύος τής Κίνας θα πρέπει να παραλληλίζεται με ένα κύμα ιαπωνικής αποφασιστικότητας, και οι εντάσεις στην Ασία θα είναι πιο πιθανό να εξαπλωθούν στα παγκόσμια οικονομικά και την πολιτική.

Το Ιράν, από πολλές πλευρές το πιο αδύναμο από τα τρία κράτη, είχε την πιο επιτυχημένη πορεία. Ο συνδυασμός τής εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην συνέχεια η πρόωρη απόσυρσή τους, επέτρεψε στην Τεχεράνη να εδραιώσει βαθείς και διαρκείς δεσμούς με σημαντικά κέντρα εξουσίας απέναντι από τα σύνορα με το Ιράκ, μια εξέλιξη που έχει αλλάξει τόσο την θρησκευτική όσο και την πολιτική ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Στην Συρία, το Ιράν, με την βοήθεια του μακροχρόνιου συμμάχου του, της Χεζμπολάχ, ήταν σε θέση να αντιστρέψει την στρατιωτική παλίρροια και να στηρίξει την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ-Άσαντ απέναντι σε μια ισχυρή αντίσταση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αυτός ο θρίαμβος της realpolitik έχει προσθέσει σημαντικά στην ισχύ και το κύρος τού Ιράν. Σε ολόκληρη την περιοχή, η Αραβική Άνοιξη έχει αποδυναμώσει τα σουνιτικά καθεστώτα, αλλάζοντας περαιτέρω τις ισορροπίες υπέρ τού Ιράν. Το ίδιο έχει κάνει και η αυξανόμενη διάσπαση μεταξύ των σουνιτικών κυβερνήσεων σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα παρακλάδια και τους οπαδούς της.

Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, έχει αναδειχθεί ως ο μέσος ρεβιζιονιστής: πιο ισχυρή από το Ιράν, αλλά ασθενέστερη από την Κίνα, πιο επιτυχημένη από την Κίνα στην γεωπολιτική, αλλά λιγότερο επιτυχής από όσο το Ιράν. Η Ρωσία ήταν μετρίως αποτελεσματική στο να βάζει σφήνες μεταξύ τής Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και η ενασχόληση τού Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν με την ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης έχει παρεμποδιστεί από τα αιχμηρά όρια της οικονομικής ισχύος τής χώρας του. Για να οικοδομήσει ένα πραγματικό Ευρασιατικό μπλοκ, όπως ονειρεύεται να κάνει ο Πούτιν, η Ρωσία θα πρέπει να αναδεχτεί τους λογαριασμούς των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών - κάτι που δεν μπορεί να το αντέξει οικονομικά.

Παρ’ όλα αυτά, ο Πούτιν, παρά τις αδυναμίες του, υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής στο να απογοητεύσει τα Δυτικά σχέδια στο πρώην σοβιετικό έδαφος. Έχει σταματήσει τελείως την επέκταση του ΝΑΤΟ. Έχει διαμελίσει την Γεωργία, έφερε την Αρμενία στην τροχιά του, αύξησε την πίεσή του στην Κριμαία, και, με την ουκρανική περιπέτειά του, έφερε στην Δύση μια δυσάρεστη και ταπεινωτική έκπληξη. Κατά την δυτική άποψη, ο Πούτιν φαίνεται να καταδικάζει την χώρα του σε ένα συνεχώς πιο σκούρο μέλλον φτώχειας και περιθωριοποίησης. Αλλά ο Πούτιν δεν πιστεύει ότι η ιστορία έχει τελειώσει, και από την πλευρά του, ο ίδιος έχει στερεοποιήσει την δύναμή του εγχωρίως και υπενθύμισε στις εχθρικές ξένες δυνάμεις ότι η ρωσική αρκούδα εξακολουθεί να έχει αιχμηρά νύχια.

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ