Η επικίνδυνη εμμονή του Trump με το Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επικίνδυνη εμμονή του Trump με το Ιράν

Γιατί η εχθρότητα είναι αντιπαραγωγική

Η υποστήριξη του Ιράν στην Χεζμπολάχ, η οποία συγκέντρωσε χιλιάδες πυραύλους επιφανείας-επιφανείας και ρουκετών τα τελευταία 40 χρόνια, αποτελεί σοβαρότερη απειλή -αν και όχι για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά για τον πλησιέστερο σύμμαχό τους στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ [9]. Και οι δύο έχουν βάσιμους λόγους να αποτρέψουν την Χεζμπολάχ από την έναρξη πολέμου και να εμποδίσουν το Ιράν να δημιουργήσει μόνιμη στρατιωτική παρουσία στη νοτιοδυτική Συρία, κάτι που θα αποτελούσε ένα δεύτερο μέτωπο. Κάποιοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ πιστεύουν ότι ο πιο απλός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν η εγκατάσταση ενός σουνιτικού καθεστώτος στην Συρία που θα έκοβε την πρόσβαση του Ιράν στο Λεβάντε. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ότι οι στόχοι του Ιράν είναι ευρύτεροι από το απλώς να διασφαλίσουν το καθεστώς Assad, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν αναγκαία η λήψη δραστικών μέτρων. Όταν οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι παραδέχονται ιδιωτικά ότι ένα δεύτερο μέτωπο για το Ιράν είναι μια φιλοδοξία της Τεχεράνης παρά ένα άμεσο ζήτημα, έχουν δίκιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε έναν ιδανικό κόσμο για το Ιράν, το Ισραήλ θα περιβαλλόταν από τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Αλλά αυτός ο στόχος είναι απλά πέρα από όσα μπορεί να πετύχει η Τεχεράνη. Σε αντίθεση με τον Λίβανο, δεν υπάρχει μεγάλος σιιτικός πληθυσμός στην Συρία˙ το συριακό καθεστώς είναι ανυπόμονο να απαλλαγεί από τους Ιρανούς όταν δεν θα τους χρειάζεται πλέον˙ και δεν υπάρχει όριο στον αριθμό εξόδων που μπορεί να πραγματοποιήσει η ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία μέσω του συριακού εναέριου χώρου, αναζητώντας στόχους που φαίνονται συνδεδεμένοι με το Ιράν. Επί του παρόντος, τα ενδιαφερόμενα μέρη φαίνεται να συνεργάζονται για τον περιορισμό των φιλοδοξιών του Ιράν στην Συρία [10]. Καθώς ο Assad ξανακέρδισε τον έλεγχο στην χώρα με την βοήθεια της Ρωσίας και του Ιράν, το Ισραήλ είδε τα πλεονεκτήματα της συνεχούς κυριαρχίας του Assad και έκανε διευθετήσεις για διακριτικό στρατιωτικό συντονισμό με την Συρία και την Ρωσία, που του επέτρεψαν να στοχεύσει στοιχεία του Ιράν και της Χεζμπολάχ στην Συρία, πρακτικά με ατιμωρησία. Με άλλα λόγια, το Ισραήλ έχει καθιερώσει ένα modus vivendi με την Συρία και έναν αποτρεπτικό παράγοντα έναντι του Ιράν, και δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για επέμβαση των ΗΠΑ.

Και στην Υεμένη, η ιρανική απειλή είναι υπερεκτιμημένη. Η παρέμβαση της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης ξεκίνησε ουσιαστικά ως “πόλεμος από επιλογή” για να αντιμετωπιστεί το Ιράν -μια παρηγοριά για την ανικανότητά τους να ανατρέψουν τον Assad στην Συρία. Η προμήθεια όπλων του Ιράν στους αντάρτες Houthi από την θάλασσα ήταν ο βασικός ερεθισμός. Όπως κι οι Ιρανοί, οι Χούθι είναι Σιίτες, και παρά τις δογματικές διαφορές υπάρχει μια ισχυρή σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ των δύο ομάδων. Για την Τεχεράνη, οι αντάρτες Houthi της Υεμένης είναι χρήσιμοι πληρεξούσιοι, ενώ για τους Χούθι, το Ιράν είναι πηγή σχετικά προηγμένων όπλων. Αλλά, ως πρακτικό ζήτημα, δεν είναι σαφές πόσο αποφασιστική υπήρξε η συμβολή του Ιράν στα στρατιωτικά κέρδη των Χούθι. Οι επιθέσεις των Houthi πέραν των συνόρων της Υεμένης -και πιθανώς οι αποστολές ιρανικών όπλων- μόνο αυξήθηκαν καθώς συνεχίστηκε η παρέμβαση Σαουδικής Αραβίας-ΗΑΕ που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ. Η συμμετοχή των ΗΠΑ ήταν εξειδικευμένη, διστακτική και επιχειρησιακά προβληματική. Η σύγκρουση έχει πλέον μετατραπεί σε ανθρωπιστική καταστροφή και στρατιωτικό αδιέξοδο, αναμφίβολα ώριμη για επίλυση της σύγκρουσης. Δεν υπάρχει στρατηγική δικαιολόγηση για εντατικοποίηση της στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ.

Το να αναγορεύεται το Ιράν ως σημαντικός στρατηγικός αντίπαλος απλώς δεν έχει νόημα με όρους των παραδοσιακών διεθνών σχέσεων, όπως η εξισορρόπηση απειλών και ισχύος. Δεδομένης της σχετικά μέτριας απειλής που θέτει, τότε γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δρουν σαν να ήταν το Ιράν περίπου ομότιμος ανταγωνιστής που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιθετική συρρίκνωσή του; Δεν υπάρχει μια μόνο απάντηση. Είναι μια πολύπλοκη λειτουργία του ισραηλινού άγχους που μεταδίδεται στο Κογκρέσο μέσω της αποτελεσματικής άσκησης πίεσης από εξέχουσες φιλο-ισραηλινές οργανώσεις˙ το εσωτερικό πολιτικό πλεονέκτημα που δίνει στους πολιτικούς ηγέτες του Ισραήλ η εστίαση στο Ιράν˙ ο προφανής ενθουσιασμός του Ιράν να σωρεύει τους ισραηλινούς φόβους μέσω ρητορικής που ερμηνεύεται εύκολα ως γενοκτονία από πρόθεση, και με μικρές αλλά δυσοίωνες εκτοξεύσεις πυραύλων από την Συρία˙ μια πρόσφατα ανεκτική στον κίνδυνο Σαουδική Αραβία υπό την καθοδήγηση ενός φιλόδοξου νεαρού πρίγκιπα, του Mohammed bin Salman˙ ένα μονόπαντο διεθνές σύστημα στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ακυβέρνητη, διαιρεμένη και ανίκανη να επιβληθεί στη Μέση Ανατολή˙ και ένας μη ενημερωμένος και εκκεντρικός πρόεδρος των ΗΠΑ αποφασισμένος να εξαλείψει την κληρονομιά της εξωτερικής πολιτικής του Ομπάμα με το να ευθυγραμμίζει τον εαυτό του με την Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και ένα ολοένα και πιο αυταρχικό Ισραήλ -όλοι ενωμένοι σε έναν κοινό ανταγωνισμό προς το Ιράν. Ο κίνδυνος τώρα είναι ότι ο Τραμπ, όπως και ο Τζορτζ Μπους στην πορεία προς την εισβολή στο Ιράκ το 2003, θα παρασυρθεί από επιθετικούς συμβούλους και ξένες δυνάμεις με επιρροή στο να σκεφθεί ότι μπορεί να επανασχεδιάσει γρήγορα και εύκολα την περιφερειακή τάξη της Μέσης Ανατολής.

Πράγματι, είναι πιθανόν οι ανώτεροι αξιωματούχοι της διοίκησης Trump -ο σύμβουλος της Εθνικής Ασφάλειας John Bolton, ειδικότερα- να έχουν υποδείξει ότι ακριβώς η αδυναμία του Ιράν το καθιστά εύκολο στόχο για την αμερικανική ισχύ, έτσι ώστε μια συρρίκνωσή του να μπορεί να επιτευχθεί με σχετικά χαμηλό κόστος, και ότι "η Αμερική θα είναι και πάλι μεγάλη". Το ότι μια τέτοια εκτίμηση αντανακλά την λανθασμένη εφαρμογή της ίδιας λογικής της διοίκησης του Μπους στο Ιράκ πριν από δεκαπέντε χρόνια, σχεδόν σίγουρα δεν έχει υποπέσει στην προσοχή του Trump, καθώς δεν κατάλαβε ότι το JCPOA διατηρεί παρά καταστρέφει την συσχέτιση των δυνάμεων που τόσο ευνοϊκά ευνοούν τους αντιπάλους του Ιράν.