Το εκκρεμές των Δαρδανελίων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το εκκρεμές των Δαρδανελίων

Πώς η συριακή κρίση συσχετίζεται γεωπολιτικά με τα Στενά*

Ωστόσο, στο διάστημα αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι λαμβάνει χώρα η ίδρυση της Βορειοατλαντικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ – 4 Απριλίου 1949) στην οποία εντάσσεται το 1952, μεταξύ άλλων χωρών, και η Τουρκία μαζί με την Ελλάδα. Η κίνηση αυτή, η οποία είναι σαφώς μια μετατόπιση και μάλιστα ισχυρή, του γεωπολιτικού εκκρεμούς της περιοχής προς την πλευρά της Δύσης, παραδόξως δεν συνδέθηκε με κάποια προσπάθεια αλλαγής των δεδομένων στο καθεστώς των Στενών από την πλευρά των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ γενικότερα. Αυτό μπορεί να ιδωθεί και ως ένδειξη επίτευξης ισορροπίας για πρώτη φορά μετά από αιώνες μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Και μπορεί οι μεγάλες αντίπαλες δυνάμεις να έδειχναν σε κάποιο βαθμό ικανοποιημένες, αυτό όμως δεν συνέβαινε και με τον εκτελούντα χρέη φύλακα. Όπως αναφέρει και ο I. Νικολάου (1995) η Τουρκία σε πληθώρα περιπτώσεων εφάρμοσε τις δικές της ερμηνείες στην εν ισχύ σύμβαση. Παράλληλα, εισήγαγε σταδιακά και δικό της σύστημα οδηγιών, το οποίο σε πληθώρα σημείων ακροβατεί σε θέματα νομικής εγκυρότητας, καθώς βασίζεται κυρίως σε ελλείψεις προβλέψεων από την αρχική συνθήκη, τις οποίες η Τουρκία εκμεταλλεύεται, προκειμένου να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα και την δική της κυριαρχία. Είναι πάντως αξιοπερίεργο το ότι με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε και η Ρωσία βρέθηκε σε πρωτοφανή αποδυναμωμένη θέση, δεν παρατηρήθηκε και πάλι αλλαγή ή τουλάχιστον προσπάθεια αλλαγής των δεδομένων ή του καθεστώτος των Στενών. Αυτό αποτελεί επιπρόσθετη ένδειξη της πιθανής κατάστασης ισορροπίας που είχε επέλθει με την συμφωνία του Montreux. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονείται το γεγονός ότι αυτή η ιδιότυπη ισορροπία αφορούσε μόνο στα δεδομένα της μεταπολεμικής περιόδου και του ψυχρού πολέμου γενικότερα. Η Δύση ήταν ικανοποιημένη με τη μη ανάμιξη της Ρωσίας στη Μεσόγειο και η Ρωσία ήταν ικανοποιημένη με τη μη ανάμιξη της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

Ωστόσο, αυτή η εύθραυστη και ιδιότυπη ισορροπία άρχισε να κλονίζεται με την είσοδο της νέας χιλιετίας. Η Δύση έχοντας υπερισχύσει στην Βαλκανική αντιπαράθεση με τα απομεινάρια της σοβιετικής επιρροής και έχοντας ενσωματώσει την Βουλγαρία και την Ρουμανία στην Βορειοατλαντική Συμμαχία αποκτώντας πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, θεώρησε ότι θα έπρεπε να περιορισθεί η ρωσική ζώνη επιρροής έτι περαιτέρω, κάτι που προσπάθησε να επιτύχει μέσω της επέκτασης των δραστηριοτήτων της Νατοϊκής επιχείρησης «Operation Active Endeavour» στη Μαύρη Θάλασσα. Στην συγκεκριμένη προοπτική αντιτάχθηκε σθεναρά φυσικά η Ρωσία, αλλά και η Τουρκία, η οποία είδε να απειλείται εκ νέου από το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης της συμφωνίας του Montreux (Aydin, 2009) με ό,τι αυτό θα συνεπάγονταν και για τα δικά της ωφελήματα. Η αντίδραση της Τουρκίας κυρίως απέτρεψε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή την περαιτέρω προώθηση αυτής της ιδέας.

ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ

Σύμφωνα με τον Macfie (1987), αυτό που χρειαζόταν να έχει ο εντολοδόχος κάτοχος των Στενών ήταν καταρχήν «εντοπιότητα». Σκέψεις για απευθείας κατοχή των εν λόγω Στενών από τρίτες δυνάμεις (π.χ Βρετανικές με Ρωσικές, ακόμα και Αμερικανικές) γρήγορα εγκαταλείφθηκαν, καθώς σε μια τέτοια λύση απαιτούνται δυσανάλογα μεγάλοι πόροι, αλλά και σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο, δεδομένων των ιδιαζουσών συνθηκών. Κατά δεύτερον λόγο απαιτείτο από τον υποψήφιο κάτοχο να αποτελεί μια σχετικά ασθενή ναυτική δύναμη, αλλά και να λειτουργεί ως σταθεροποιητικός παράγων στην περιοχή (Curzon, 1919). Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η κατεξοχήν βρετανική και όχι μόνο, έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Τουρκία, ξεπεράστηκε βασιζόμενη στην ευσεβή προσδοκία ότι το νέο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας που εγκαθιδρύθηκε από τον Mustafa Kemal θα ήταν ένα ριζικά διαφορετικό καθεστώς που θα μετάλλασσε την χώρα σε μια πραγματικά καινούργια κρατική οντότητα, με ριζικά διαφορετική ψυχοσύνθεση. Η αλήθεια είναι ότι το νέο καθεστώς της Τουρκίας επέδειξε αρχικά έναν τέτοιο χαρακτήρα [4]. Ωστόσο πολλοί εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για την τύχη του κεμαλισμού σε αυτήν την χώρα στο μέλλον (Graves, 1933) [5].

Από την πλευρά της, η Ρωσία, είτε ως Ρωσία είτε ως Σοβιετική Ένωση, δεν άλλαξε ποτέ την προσέγγισή της προς τα Στενά. Οι βλέψεις για τον έλεγχό τους δεν έπαψαν ποτέ. Στο πλαίσιο αυτό, και ως προς τούτο ταυτιζόταν με τους αντιπάλους της, δεν χρειαζόταν μια ισχυρή παρουσία η οποία να κατέχει τα Στενά.

Ουσιαστικά φαίνεται ότι ο κεμαλισμός, ο οποίος και σημάδεψε την τουρκική πορεία μετά τις ανακατατάξεις του Α’ ΠΠ και της μικρασιατικής εκστρατείας, κατάφερε να συγκεράσει με αρκετά μεγάλο βαθμό επιτυχίας τις απαιτήσεις τόσο της Δύσης όσο και της (σοβιετικής, τότε) Ρωσίας. Και ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε αυτό ήταν η συνειδητοποίηση ότι η Τουρκία στην πορεία της μετά τον 20ο αιώνα, θα έπρεπε να πορεύεται εντός αυστηρά οριοθετημένων ορίων ισχύος και επιρροής στην περιοχή της, απορρίπτοντας τα οθωμανικά της μεγέθη και οράματα.

Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ

Από τις ιστορικές αναφορές που προηγήθηκαν, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία ως χώρα κάτοχος των Στενών διαμέσου των τελευταίων 5,5 αιώνων που συμβαίνει αυτό, λειτουργεί ως εκκρεμές μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης και των αντίστοιχων γεωπολιτικών τους επιδιώξεων [6].

Η Τουρκία, όπως αναφέρει και ο Bilsel (1947), στηρίζει την ύπαρξή της και την ασφάλειά της πάνω στα Στενά. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Τουρκία είναι τα Στενά. Ή διαφορετικά ότι η Τουρκία χωρίς τα Στενά δεν είναι η Τουρκία. Επομένως οι εκάστοτε επιλογές της είναι λογικό να διαμορφώνονται βάσει αυτού του χαρακτηριστικού, αλλά και να επηρεάζουν αυτό το χαρακτηριστικό.