Η ξεχασμένη ιστορία της οικονομικής κρίσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ξεχασμένη ιστορία της οικονομικής κρίσης

Τι θα έπρεπε να έχει διδαχθεί ο κόσμος το 2008*

Οι άνθρωποι τείνουν να θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο των αναδυόμενων αγορών όπως η Κίνα και η Ινδία [7], και στη μεταποίηση και τα εμπορεύματα αυτές οι χώρες υπήρξαν πράγματι οι κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Αλλά στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση εξακολουθούσε να περιστρέφεται γύρω από τον διατλαντικό άξονα και ήταν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης που επαπειλείτο η πραγματική καταστροφή. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών εκτιμούσε ότι συνολικά, μέχρι τα τέλη του 2007, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαζόταν να μαζέψουν κάπου μεταξύ 1 τρισεκατομμυρίου και 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να καλύψουν τα κενά στους ισολογισμούς μεταξύ ενεργητικού σε δολάρια και χρηματοδότησης σε δολάρια. Στις καλές εποχές, οι τράπεζες αυτές είχαν εύκολη χρηματοδότηση μέσω ανταλλαγής νομισμάτων και χονδρικών αγορών. Τώρα, με τις διατραπεζικές αγορές να στεγνώνουν, ήταν απελπισμένες για δολάρια.

Μέχρι το φθινόπωρο του 2007, αξιωματούχοι στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες, σε μια ξέφρενη προσπάθεια να κερδίσουν δολάρια για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, θα ρευστοποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους σε δολάρια σε μια γιγαντιαία υποτιμημένη πώληση. Και επειδή αυτές οι τράπεζες κατείχαν το 29% όλων των μη εξυπηρετούμενων, υψηλού ρίσκου ενυπόθηκων τίτλων στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό δεν ήταν μόνο ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Το εφιαλτικό σενάριο για τους Αμερικανούς ήταν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα εγκατέλειπαν τα δολαριακά περιουσιακά στοιχεία τους, οδηγώντας τις τιμές των ενυπόθηκων χρεογράφων σε κατώτατο σημείο και αναγκάζοντας τις αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες κατείχαν ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες τέτοιων τίτλων, να αναγνωρίσουν τεράστιες απώλειες, ενεργοποιώντας έναν τραπεζικό πανικό που θα είχε καταβάλλει τις μανιώδεις προσπάθειες των αμερικανικών Αρχών για την αποκατάσταση της σταθερότητας. Ήταν αυτός ο κίνδυνος της ταυτόχρονης κατάρρευσης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που έκανε το 2008 την πιο επικίνδυνη κρίση που παρατηρήθηκε ποτέ.

ΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΥΣ

Με την καταστροφή να επαπειλείται, το ερώτημα μετατράπηκε στο ποια πρέπει να είναι η ανταπόκριση. Το φθινόπωρο του 2008, οι κυβερνήσεις σε όλη την Δύση έσπευσαν να διασώσουν τα προβληματικά χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ουάσιγκτον ήρθε σε βοήθεια της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns, της Fannie Mae και της Freddie Mac και του ασφαλιστικού γίγαντα AIG. Το Ηνωμένο Βασίλειο ουσιαστικά εθνικοποίησε την HBOS, τα Lloyds και την Royal Bank of Scotland. Το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία και η Ελβετία έλαβαν έκτακτα μέτρα για την διάσωση των δικών τους τραπεζικών τομέων.

Καθώς το πρόβλημα εξαπλώθηκε, ξεκίνησε η διπλωματία της κρίσης. Η εναρκτήρια διάσκεψη κορυφής του G-20 συνήλθε τον Νοέμβριο του 2008, συγκεντρώνοντας αρχηγούς κρατών από αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Βραζιλία, η Κίνα και η Ινδία, πέραν εκείνων από τον ανεπτυγμένο κόσμο. Η γέννηση του G-20 αντανακλούσε μια πολυπολική παγκόσμια οικονομία στην οποία οι αναδυόμενες αγορές είχαν νέο βάρος. Ωστόσο, έκανε την προσφυγή σε θεσμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο πολλές αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετώπιζαν με εχθρότητα, όλο και πιο ευαίσθητη. Κανείς στην Ουάσινγκτον δεν ήθελε μια επανάληψη των αντιπαραθέσεων της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν τα δρακόντεια δάνεια του ΔΝΤ έφτασαν να θεωρούνται από τους αποδέκτες τους ως παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας.

Στο παρασκήνιο, αξιωματούχοι των ΗΠΑ έβαζαν σε εφαρμογή έναν εναλλακτικό μηχανισμό διάσωσης. Το κεντρικό πρόβλημα ήταν ότι οι τράπεζες του κόσμου χρειάζονται χρηματοδότηση σε δολάρια. Και ο μόνος θεσμός που θα μπορούσε να καλύψει αυτή την ανάγκη ήταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.

Οι αξιωματούχοι της Fed είχαν ήδη αρχίσει να ανησυχούν για τα κενά χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζών προς το τέλος του 2007. Έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ο Bernanke και ο Timothy Geithner, τότε πρόεδρος της Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης, είχαν αρχίσει να προσφέρουν ειδικά προγράμματα ρευστότητας στην Wall Street, παρέχοντας στα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρόσβαση σε φθηνά μετρητά, με την ελπίδα να σταθεροποιηθούν οι ισολογισμοί τους και να αποφευχθεί μια καταστροφική πώληση χρεογράφων που στηρίζονταν σε υποθήκες. Αμέσως, οι ευρωπαϊκές τράπεζες άρχισαν να βουτάνε σε αυτά τα κεφάλαια. Οι Ευρωπαίοι έλαβαν περισσότερα από τα μισά από τα 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια που προσφέρθηκαν μέσω του Term Auction Facility (Μηχανισμού Προθεσμιακών Δημοπρασιών) της Fed, ο οποίος δημοπράτησε βραχυπρόθεσμα δάνεια χαμηλού επιτοκίου, και το 72% των συμφωνιών που πραγματοποιήθηκαν μέσω της Single-Tranche Open Market Operation (Επιχείρηση Ανοικτής Αγοράς Μιας Δόσης), ένα πρόγραμμα ρευστότητας που διήρκεσε από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2008. (Μόνο η Credit Suisse έλαβε το ένα τέταρτο των κεφαλαίων του προγράμματος αυτού).

Για την Fed, το να ενεργεί ως δανειστής εσχάτης καταφυγής σε ξένες τράπεζες ήταν αναμφισβήτητα ασυνήθιστο, αλλά αυτές ήταν απελπιστικές εποχές, και έπρεπε να αποφευχθεί μια ευρωπαϊκή υποτιμητική πώληση (fire sale) των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων με κάθε κόστος. Ωστόσο, καθώς η κρίση εντάθηκε, οι ηγέτες της Fed διαπίστωσαν ότι η απλή παροχή πρόσβασης των ευρωπαϊκών τραπεζών στα προγράμματα ρευστότητας της Wall Street δεν θα ήταν αρκετή. Οι ανάγκες χρηματοδότησής τους ήταν υπερβολικά μεγάλες και δεν είχαν επαρκείς υψηλής ποιότητας εγγυήσεις (collateral) στη Νέα Υόρκη. Έτσι, ο Geithner και η Federal Reserve της Νέας Υόρκης κατέφυγαν σε έναν έμμεσο μηχανισμό για να τους παρέχουν δολάρια, επαναχρησιμοποιώντας ένα μέσον που ήταν ξεχασμένο για πολύ καιρό και είναι γνωστό ως «γραμμή ανταλλαγής ρευστότητας» (liquidity swap line).