Kimberly Marten
Η σύνοδος κορυφής του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν αποτελεί μια πραγματική ευκαιρία ώστε οι δύο ηγέτες να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του ελέγχου των εξοπλισμών, ένας τομέας όπου οι ρήτρες των οποίων λήγει η ισχύς και η αμοιβαία δυσπιστία απειλούν να ξεπεράσουν τα επιτεύγματα του παρελθόντος.
Σε πολιτικό επίπεδο, η απόφαση του Πούτιν υπενθυμίζει ότι, παρά την πανταχού παρούσα συζήτηση περί ενός νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αμφότερες οι χώρες συνεργάστηκαν στενά για να κάνουν να συμβεί η συριακή κατάπαυση του πυρός.
Αν η πρόσφατα διαπραγματευμένη εκεχειρία δεν σταματήσει τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να απέχουν από την αποστολή όπλων.
Σχετικά με την Ρωσία και την Ουκρανία, οι Δυτικοί πολιτικοί ανησυχούν περισσότερο για δύο πιθανά σενάρια: Πρώτον, ότι η Ρωσία θα προχωρήσει σε εμπάργκο φυσικού αερίου στην Ουκρανία, και, δεύτερον, ότι θα εισβάλει στην χερσόνησο της Κριμαίας. Αλλά κανένα από αυτά δεν είναι πιθανό. Ιδού το γιατί.
Μέχρι στιγμής, είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ονοματιστούν τα γεγονότα στην Κριμαία ως οτιδήποτε άλλο εκτός από ένα εγχώριο πραξικόπημα με ρωσική υποστήριξη. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει. Αν ο Πούτιν ξεκινήσει μια πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή, ρισκάρει να προκαλέσει μια μάχη με τον σχετικά ισχυρό ουκρανικό στρατό, τις εθνικές πολιτοφυλακές τής Ουκρανίας και μια εξαγριωμένη μειονότητα Τατάρων τής Κριμαίας.