Τι μας έμαθε η ύφεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι μας έμαθε η ύφεση

Η Δύση δεν μπορεί να δανείζεται και να ξοδεύει για να ανακάμψει

Στα χρόνια πριν την κρίση, η καθημερινή πραγματικότητα για τους Αμερικανούς της μεσαίας τάξης ήταν ένας μισθός που δεν αυξανόταν και μια δουλειά που γινόταν λιγότερο ασφαλής κάθε χρόνο, ακόμα και αν η ανώτερη μεσαία τάξη και οι πολύ πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι. Καλά αμειβόμενες, χαμηλής ειδίκευσης θέσεις εργασίας με καλές παροχές ήταν όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν, εκτός ίσως από το δημόσιο.

Αντί να αντιμετωπίσουν τα βαθύτερα αίτια αυτής της τάσης, οι αμερικανοί πολιτικοί επέλεξαν τις εύκολες λύσεις. Η αντίδρασή τους είναι κατανοητή: στο κάτω - κάτω, δεν είναι εύκολο να αναβαθμιστούν οι δεξιότητες των εργαζομένων σε σύντομο χρόνο. Όμως, οι διορθώσεις που προέκυψαν έκαναν περισσότερη ζημιά παρά καλό. Οι πολιτικοί προσπάθησαν να ενισχύσουν την κατανάλωση, ελπίζοντας ότι αν οι ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης αισθανθούν ότι συμβαδίζουν με τους πλουσιότερους γείτονές τους - αν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά ένα νέο αυτοκίνητο κάθε λίγα χρόνια και περιστασιακές εξωτικές διακοπές - θα έδιναν μικρότερη προσοχή στο γεγονός ότι οι μισθοί τους δεν αυξάνονταν. Ένας εύκολος τρόπος να γίνει αυτό ήταν να ενισχύσουν την πρόσβαση του κοινού στις πιστώσεις.

Κατά συνέπεια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ηγέτες των ΗΠΑ ενθάρρυναν τον χρηματοπιστωτικό τομέα να δανείζει περισσότερο προς τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα αυτά της μεσοκατώτερης τάξης. Το 1992, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο της «Ομοσπονδιακής Ασφάλειας και Αρτιότητας Στεγαστικών και Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων», εν μέρει για να αποκτήσουν περισσότερο έλεγχο στις Fannie Mae και Freddie Mac, τις γιγάντιες ομοσπονδιακές υπηρεσίες ενυπόθηκων δανείων ιδιωτικών φορέων, και εν μέρει για την προώθηση της ιδιοκτησίας προσιτών κατοικιών για πληθυσμιακές ομάδες με χαμηλό εισόδημα.

Τέτοιες πολιτικές συνέβαλαν στο να ρεύσουν χρήματα προς τα νοικοκυριά της μεσοκατώτερης τάξης και να αυξηθούν οι δαπάνες τους - σε τέτοιο βαθμό που η καταναλωτική ανισότητα αυξήθηκε πολύ λιγότερο από ό, τι η εισοδηματική ανισότητα στα χρόνια πριν από την κρίση. Αυτές οι πολιτικές ήταν επίσης πολιτικά δημοφιλείς. Αντίθετα από όταν γίνονται επεκτάσεις στα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας από την κυβέρνηση, λίγες ομάδες αντιτάχθηκαν στην πιστωτική επέκταση προς την μεσοκατώτερη τάξη - ούτε οι πολιτικοί που ήθελαν περισσότερη ανάπτυξη και ευτυχισμένους ψηφοφόρους, ούτε οι τραπεζίτες και οι χρηματιστές οι οποίοι επωφελήθηκαν από τα τέλη επί των υποθηκών, ούτε οι δανειζόμενοι που θα μπορούσαν πλέον να αγοράσουν τα σπίτια των ονείρων τους με σχεδόν καθόλου χρήματα και ούτε οι ρυθμιστικές Αρχές των τραπεζών, οπαδοί του laissez-faire, που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να μαζέψουν τα κομμάτια εάν η αγορά στέγης κατέρρεε. Μπορεί να φανεί κυνικό, αλλά ο εύκολος δανεισμός χρησιμοποιήθηκε ως παρηγοριά από διαδοχικές κυβερνήσεις που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν άμεσα τα βαθύτερα προβλήματα της οικονομίας ή τις αγωνίες της μεσαίας τάξης.

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve, FED) συνήργησε σε αυτές τις κοντόφθαλμες πολιτικές. Το 2001, ως απάντηση στο σκάσιμο της φούσκας των εταιρειών πληροφορικής, η Fed μείωσε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια μέχρι το κόκαλο. Ακόμα κι αν οι ταλαιπωρημένες εταιρείες που επρόκειτο να ενισχυθούν δεν ενδιαφέρονταν να επενδύσουν, τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια λειτούργησαν ως μια τεράστια επιδότηση προς τους κλάδους της οικονομίας που στηρίχθηκαν στο χρέος, όπως ο στέγαστικός και ο χρηματοοικονομικός κλάδος. Αυτό οδήγησε σε επέκταση της κατασκευής κατοικιών (και των συναφών υπηρεσιών, όπως η μεσιτεία ακινήτων και η στεγαστική πίστη), κάτι που δημιούργησε θέσεις εργασίας, ειδικά για τους ανειδίκευτους. Προοδευτικοί οικονομολόγοι χειροκρότησαν αυτή τη διαδικασία, υποστηρίζοντας ότι η άνθηση της οικοδομής μπορεί να βγάλει την οικονομία από την ύφεση. Όμως, η υποστηριζόμενη από τη Fed φούσκα αποδείχθηκε μη βιώσιμη. Πολλοί εργάτες έχασαν τη δουλειά τους και βρίσκονται τώρα σε βαθύτερο πρόβλημα από ό, τι πριν, αφού στο μεταξύ δανείστηκαν για να αγοράσουν σπίτια που πλέον δεν μπορούν να ανθέξουν οικονομικά.

Στους τραπεζίτες προφανώς αντιστοιχεί ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση. Μερικές από τις δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν σαφώς επιθετικές, αν όχι παντελώς ποινικές. Αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί και ο ρόλος που έπαιξε η πολιτική στην πρόκληση της επέκτασης των πιστώσεων : Είναι ο κύριος λόγος που δεν λειτούργησαν οι συνήθεις έλεγχοι και οι ισορροπίες στην ανάληψη χρηματοπιστωτικού κινδύνου.

Έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, άλλες κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν με διαφορετικό τρόπο στην επιβράδυνση της ανάπτυξης στη δεκαετία του 1990. Μερικές χώρες επικεντρώθηκαν στο να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Η δημοσιονομικά συντηρητική Γερμανία, για παράδειγμα, μείωσε τα επιδόματα ανεργίας ενώ έφτασε ακόμα και να μειώσει την προστασία των εργαζομένων. Οι μισθοί αυξήθηκαν με αργό ρυθμό έστω κι αν η παραγωγικότητα ανέβαινε, και η Γερμανία έγινε ένας από τους πιο ανταγωνιστικούς κατασκευαστές στον κόσμο. Αλλά μερικές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, είχαν λίγα κίνητρα για μεταρρυθμίσεις, δεδομένου ότι η εισροή εύκολων πιστώσεων μετά την προσχώρησή τους στην ευρωζώνη διατηρούσε την ανάπτυξη και βοηθούσε να μειωθεί η ανεργία. Η ελληνική κυβέρνηση δανείστηκε για να δημιουργήσει υψηλά αμειβόμενες αλλά μη παραγωγικές θέσεις εργασίας στο δημόσιο και η ανεργία έπεσε απότομα. Τελικά, η Ελλάδα δεν μπορούσε να δανειστεί περισσότερο και το ΑΕΠ της πλέον συρρικνώνεται γρήγορα. Αλλά δεν βασίστηκαν όλες οι προβληματικές ευρωπαϊκές χώρες στον δανεισμό και τις αυξημένες δαπάνες. Στην Ισπανία, ένας συνδυασμός οικοδομικού οργασμού και αυξημένων δαπανών από τις τοπικές κυβερνήσεις δημιούργησε θέσεις εργασίας. Στην Ιρλανδία, ήταν κατά κύριο λόγο η φούσκα των ακινήτων που έκανε τη δουλειά. Ανεξάρτητα από αυτά, ο κοινός παρονομαστής ήταν ότι η βασισμένη στο χρέος ανάπτυξη δεν ήταν βιώσιμη.

ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ;