Αμερικανικές εκλογές 2012: Η επιλογή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αμερικανικές εκλογές 2012: Η επιλογή

Η δημοκρατία των ΗΠΑ βαδίζει σε ένα συννεφιασμένο μέλλον

Η συντηρητική αντεπανάσταση δέχτηκε ένα πρώτο σφοδρό πλήγμα και ανεκόπη στις εκλογές του 2006 όταν το Κογκρέσο, η Βουλή και η Γερουσία, πέρασαν στον έλεγχο των Δημοκρατικών και ένα δεύτερο στις εκλογές του 2008 με την εκλογή του Ομπάμα στην προεδρία. Η αντεπανάσταση πλήρωσε τις αποτυχίες των νεοσυντηρητικών στο Ιράκ και, στη συνέχεια, την οικονομική κρίση. Ωστόσο, κατάφερε να επανακάμψει στις εκλογές του 2010, εκμεταλλευόμενη την ύφεση και τη δυσαρέσκεια με την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης Ομπάμα και επανεργοποιημένη από το νεοπαγές κίνημα του «κόμματος του τσαγιού», χαρίζοντας τον έλεγχο της Βουλής στους Ρεπουμπλικάνους και μειώνοντας δραστικά την πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Γερουσία. Μένει να αποδειχτεί αν η επανάκαμψη της αντεπανάστασης οφείλεται στη συνεχιζόμενη οικονομική καχεξία και άρα είναι πρόσκαιρη ή αυτή θα έχει συνέχεια, υπονομεύοντας για τα καλά τις φιλελεύθερες κατακτήσεις που θεμελίωσε ο Ρούζβελτ και ολοκλήρωσε ο Τζόνσον.

Ενάντια σε μια τέτοια εξέλιξη επιδρούν οι ραγδαίες δημογραφικές αλλαγές. Δημογραφικά, οι ΗΠΑ είναι το πιο, και ίσως το μόνο, δυναμικό κομμάτι του πλούσιου κόσμου. Αυτό οφείλεται τόσο στη φυσική αύξηση του πληθυσμού, χάρη στην υγιή γονιμότητά του, όσο και στη μετανάστευση. Η τελευταία δεν προέρχεται πια από την Ευρώπη, όπως στο παρελθόν, αλλά, κυρίως, από την Κεντρική Αμερική και, δευτερευόντως, την Ασία. Η Αμερική «σκουραίνει» καθώς το ποσοστό των λευκών μειώνεται και σε μερικές πολιτείες στα σύνορα με το Μεξικό έχει πέσει στο 50% του συνόλου. Οι ισπανόφωνοι αποτελούν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη μειονότητα στις ΗΠΑ σήμερα. Οι νεοαφιχθέντες ισπανόφωνοι προέρχονται κυρίως από το Μεξικό, είναι φτωχοί και προτιμούν τους Δημοκρατικούς, σε αντίθεση με τους παλαιότερους από την Κούβα. Αν και το ποσοστό συμμετοχής τους στις εκλογές, που κυμαίνεται κοντά στο 50%, είναι χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου, στις προσεχείς εκλογές ένας στους δέκα ψηφοφόρος θα είναι ισπανόφωνος και από αυτούς σχεδόν οι επτά στους δέκα θα ψηφίσουν τον Ομπάμα.

Ολοένα και περισσότερο οι Ρεπουμπλικάνοι εμφανίζονται ως οι εκπρόσωποι των «αγανακτισμένων» λευκών ανδρών και, κυρίως, των πιο εύπορων και μεγαλύτερης ηλικίας. Οι ψηφοφόροι αυτοί αντιδρούν στην άμβλυνση της αμερικανικής ταυτότητας που θεωρούν ότι προκαλεί η μετανάστευση και η φιλελευθεροποίηση της εκπαίδευσης και των ηθών. Για το λόγο αυτό εμφανίζονται ως συντηρητικοί και εθνικιστές. Όσο περισσότερο αντιδρούν, τόσο λιγότερο ελκυστικό καθιστούν το κόμμα τους στους μη λευκούς άνδρες ψηφοφόρους, που αποτελούν και την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Έτσι κι αλλιώς, το ποσοστό των λευκών ανδρών επί του συνόλου των ψηφοφόρων διαρκώς φθίνει. Αποτέλεσμα είναι οι Ρεπουμπλικάνοι να χάνουν πολιτείες που άλλοτε κατείχαν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Καλιφόρνια, τη πατρίδα δύο προέδρων τους πρόσφατα, του Ρίτσαρντ Νίξον και του Ρόναλντ Ρέιγκαν.

ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ 50% - 50%

Αυτές οι δύο αντικρουόμενες και γι’αυτό αλληλο-εξουδετερώμενες τάσεις, από τη μια η συντηρητική αντεπανάσταση που ευνοεί τους Ρεπουμπλικάνους και από την άλλη η δημογραφική αλλαγή που ευνοεί τους Δημοκρατικούς, καθιστούν την Αμερική ένα έθνος που είναι πολιτικά διαιρεμένο στη μέση και τις εκλογές αμφίρροπες.

Υπό μία έννοια αυτό αποτελεί έκπληξη με δεδομένη την κατάσταση της οικονομίας. Δεν υπάρχει στο πρόσφατο παρελθόν άλλη περίπτωση κατά την οποία να επανεξελέγη πρόεδρος με την ανεργία, τα εισοδήματα και, εν γένει, την οικονομία σε τέτοια δυσάρεστη κατάσταση. Αν ο Ομπάμα διαθέτει ακόμα αρκετές ελπίδες, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αρκετοί ψηφοφόροι αναγνωρίζουν ότι η κατάσταση της οικονομίας ήταν ακόμα χειρότερη στις αρχές του 2009.

Από μία άλλη, ωστόσο, σκοπιά, οι εκλογές αυτές δεν διαφέρουν από τις προηγούμενες και για το λόγο αυτό είναι, φυσικό, να είναι αμφίρροπες. Από την εποχή της μεγάλης νίκης του Ρέιγκαν το 1984, η Αμερική έχει μετατραπεί σε ένα έθνος 50%-50% και η διαφορά μεταξύ νικητή και ηττημένου είναι, συνήθως, μικρή. Ενίοτε, μάλιστα, συμβαίνει και το απίθανο, εξαιτίας του εκλογικού συστήματος, ο νικητής των εκλογών να είναι δεύτερος σε αριθμό ψήφων, όπως το 2000, σενάριο που θα επανέρχεται, ολοένα και περισσότερο, στο μέλλον, εξαιτίας της δομής και της δυναμικής του Αμερικανικού εκλογικού χάρτη.

Το αμφίρροπο της εκλογικής αναμέτρησης αποδείχτηκε και από τη δυναμική της ίδιας της προεκλογικής εκστρατείας. Χρειάστηκε μόλις μία κακή εμφάνιση του Προέδρου Ομπάμα στην πρώτη τηλεμαχία με τον Ρόμνεϊ για να εξανεμιστεί το προβάδισμα που μέχρι τότε είχε εξασφαλίσει και να μετατρέψει την κούρσα για τον Λευκό Οίκο σε αγώνα που θα κριθεί κυριολεκτικά πάνω στο νήμα.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Η μάχη και αυτή τη φορά θα κριθεί εκεί που πάντα κρίνεται, δηλαδή στο πολιτικό κέντρο, όπου συνωστίζονται οι ενδιάμεσοι, ανεξάρτητοι και, συχνά, περισσότερο αναποφάσιστοι ψηφοφόροι. Κάθε προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ ξεκινάει με μια φυγή προς τα άκρα πριν επιστρέψει στο κέντρο. Κάθε υποψήφιος που διεκδικεί το κομματικό χρίσμα πρέπει να πείσει την κομματική βάση, υιοθετώντας τις ανάλογες θέσεις. Μόλις εξασφαλίσει το χρίσμα μπορεί να στραφεί στους ψηφοφόρους, πέρα από τα κομματικά τείχη, που βρίσκονται περισσότερο στο κέντρο. Οι ψηφοφόροι αυτοί είναι εκείνοι που μπορούν να του εξασφαλίσουν την πλειοψηφία και, άρα, την εκλογή. Η στροφή από τα άκρα στο κέντρο δεν είναι ούτε εύκολη ούτε πάντα επιτυχής. Εξαρτάται από την πολιτική δεινότητα αλλά και τα χρηματικά διαθέσιμα του υποψηφίου αν θα καταφέρει να πείσει τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους. Με το πέρασμα των χρόνων, το εγχείρημα έχει δυσκολέψει ιδιαίτερα, ειδικά για τους Ρεπουμπλικάνους, μιας και η κομματική τους βάση έχει σταδιακά στραφεί προς την άκρα δεξιά και έχει απομακρυνθεί από το πολιτικό κέντρο σε μια σειρά από θέματα. Για να κερδίσει κάποιος το χρίσμα πρέπει να εμφανισθεί πραγματικά ακραίος, καίγοντας τις «γέφυρες» που θα μπορούσαν να τον επανασυνδέσουν με τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους του κέντρου.