Το Παρίσι δεν καίγεται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Παρίσι δεν καίγεται

Γιατί η Συμφωνία για το Κλίμα θα επιβιώσει του Trump

Αυτές οι οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις κατέστησαν δυνατή την συμφωνία του Παρισιού, αλλά για να υπογράψει όλος ο κόσμος, οι διαπραγματευτές χρειάζονται ακόμη να ξεπεράσουν ένα σημαντικό διπλωματικό εμπόδιο: Να αποφασίσουν ποιος πρέπει να κάνει τι και ποιος θα έπρεπε να πληρώσει γι’ αυτό. Για περίπου δύο δεκαετίες μετά την Διάσκεψη Κορυφής του Ρίο το 1992, οι διαπραγματεύσεις για το κλίμα βασίστηκαν στην ιδέα ότι, δεδομένου ότι οι ανεπτυγμένες χώρες ήταν υπεύθυνες για το μερίδιο του λέοντος στις προηγούμενες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, θα έπρεπε να αναλάβουν το βάρος της αντιμετώπισης της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Μέχρι το τέλος της τελευταίας δεκαετίας, η έννοια αυτή ξεπέρασε ξεκάθαρα την χρησιμότητά της. Καθώς ο κόσμος είδε τις οικονομίες της Κίνας και της Ινδίας να αναπτύσσονται ταχύτατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ανεπτυγμένες χώρες δεν μπορούσαν πλέον να δικαιολογούν στους πολίτες τους να δέχονται όρια εκπομπών όταν μεγάλες χώρες με αναδυόμενες αγορές δεν κάνουν τίποτα. Και όταν η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο μεγαλύτερος πομπός διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο το 2007, κατέστη σαφές ότι οι ανεπτυγμένες χώρες δεν μπορούσαν να λύσουν μόνες τους το πρόβλημα. Πράγματι, μέχρι το 2040, σχεδόν το 70% των παγκόσμιων εκπομπών θα προέρχεται από χώρες εκτός του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), της ομάδας των πιο αναπτυγμένων χωρών.

Ωστόσο, για χρόνια, οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε μια εναλλακτική προσέγγιση. Το μέγεθος του προβλήματος σήμαινε ότι όλοι θα έπρεπε να συμμετάσχουν. Αλλά καμία χώρα δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί ένα υπερεθνικό όργανο που θα υπαγορεύει και θα επιβάλλει στόχους και δράσεις. Η αποτυχία της διάσκεψης του 2009 για την κλιματική αλλαγή [6] στην Κοπεγχάγη έδειξε ότι η επιμονή σε έναν άκαμπτο στόχο θα δημιουργούσε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στο οποίο κάθε χώρα θα προσπαθούσε να κάνει λιγότερα, και να κάνει τους άλλους να κάνουν περισσότερα. Η συμφωνία του Παρισιού επέλυσε αυτό το πρόβλημα συνδυάζοντας τον φιλόδοξο στόχο ενός παγκόσμιου Συμφώνου με την συντηρητική μέθοδο να επιτρέπεται σε κάθε χώρα να αποφασίζει από μόνη της πώς θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη του συνολικού στόχου.

Ο Ομπάμα ήλπιζε ότι εάν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες -οι δύο μεγαλύτεροι πομποί- συμφωνούσαν σε αυτή την προσέγγιση, θα ακολουθούσαν και άλλοι. Για τον σκοπό αυτό, επιδίωξε συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών πολύ πριν από τις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι. Τον Νοέμβριο του 2014, σε μια κοινή ανακοίνωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 26-28% κάτω από τα επίπεδα του 2005 μέχρι το 2025 και η Κίνα δεσμεύθηκε να περιορίσει τις εκπομπές της μέχρι το 2030. Η συμφωνία κατέδειξε ότι οι χώρες μπόρεσαν να προχωρήσουν πέρα από την παλιά προσέγγιση και δημιούργησαν την πιθανότητα μιας παγκόσμιας προσπάθειας για την μείωση των εκπομπών και διεκδίκησαν τα οικονομικά λάφυρα μιας έκρηξης της καθαρής ενέργειας.

Με εντυπωσιακή ταχύτητα, οι χώρες σε κάθε στάδιο οικονομικής ανάπτυξης εντάχθηκαν στον αγώνα. Πριν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, αρκετές χώρες που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% των παγκόσμιων εκπομπών, είχαν καθορίσει τους δικούς τους στόχους. Αυτό σήμαινε ότι, σε αντίθεση με την Κοπεγχάγη, οι χώρες ήρθαν στο Παρίσι συμφωνώντας ότι όλοι θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της αλλαγής του κλίματος.

Ακόμη και με αυτές τις δεσμεύσεις στο χέρι, η διαδικασία να μαζευτούν σχεδόν 200 χώρες που θα εγκαταλείψουν το παλιό μοντέλο, ήταν επώδυνη. Ίσως αναπόφευκτα, το να επιτρέπεται σε κάθε χώρα να καθορίζει την δική της πορεία προς τα εμπρός, σήμαινε ότι οι αρχικές υποσχέσεις ήταν ανεπαρκείς. Σύμφωνα την μελέτη μιας ομάδας κλιματικών επιστημόνων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science το 2015, ακόμη και αν όλες οι χώρες εκπληρώσουν τους στόχους τους και οι παγκόσμιες επενδύσεις στην τεχνολογία καθαρής ενέργειας επιταχυνθούν, ο κόσμος θα εξακολουθήσει να έχει μόνο 50% πιθανότητες να περιορίσει την αύξηση της θερμοκρασίας στους δύο βαθμούς Κελσίου και ο στόχος του 1,5 βαθμού θα παραμείνει ανέφικτος. Ωστόσο, η μετάβαση από μια ολομέτωπη κλιματική μάχη σε μια παγκόσμια κούρσα καθαρής ενέργειας δημιούργησε την δυναμική μιας συλλογικής δράσης για την επιτάχυνση της προόδου.

Πάνω από ένα χρόνο αργότερα, η συμφωνία αποδείχθηκε εκπληκτικά ανθεκτική. Κατά την διάρκεια του 2016 και στις αρχές του 2017, οι χώρες κινήθηκαν επιθετικά για να επιτύχουν τους στόχους τους, ακόμη και όταν τα παγκόσμια γεγονότα όπως η ψήφος υπέρ του Brexit και η εκλογή του Trump, σηματοδότησαν μια παγκόσμια μετατόπιση μακριά από την πολυμέρεια. Η Ινδία έθεσε πρόσφατα στόχο να βάλει έξι εκατομμύρια υβριδικά και ηλεκτρικά αυτοκίνητα στους δρόμους της έως το 2020 και να τερματίσει την πώληση οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης στην χώρα μέχρι το 2030. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Καναδάς δημιούργησε ένα εθνικό καθεστώς τιμολόγησης άνθρακα. Τον Απρίλιο, το Ηνωμένο Βασίλειο πέρασε μια ολόκληρη μέρα χωρίς καύση άνθρακα για να παράγει ηλεκτρική ενέργεια, την πρώτη φορά που το έπραξε από το 1882. Και παρ’ όλο που οι περισσότεροι ανέμεναν ότι θα χρειαστούν χρόνια μέχρι αρκετές χώρες να κυρώσουν την συμφωνία του Παρισιού για να τεθεί επίσημα σε ισχύ, ο κόσμος πέτυχε αυτόν τον στόχο μόλις 11 μήνες μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών. Ακόμα και ο ΟΠΕΚ έχει αγκαλιάσει την συμφωνία.