Η επιστροφή του Ισραήλ στην Αφρική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή του Ισραήλ στην Αφρική

Και πώς μπορεί να αξιοποιηθεί από Ελλάδα και Κύπρο

Η ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο και η υπεραισιόδοξη –όπως δυστυχώς αποδείχθηκε– προσέγγιση της διεθνούς κοινότητας άλλαξαν άρδην τις σχέσεις του Ισραήλ με τις αφρικανικές χώρες. Αν και τελικά, η διαδικασία του Όσλο δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, εν τω μεταξύ οι περισσότερες χώρες της Αφρικής εξομάλυναν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Σε αντίθεση, όμως, με τον ενθουσιασμό που είχε επιδείξει η ισραηλινή διπλωματία την δεκαετία του ’60, το Ισραήλ δείχνει να επιλέγει πλέον με ποιες χώρες αξίζει να εμβαθύνει τις σχέσεις του. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις, το Ισραήλ αποφάσισε να αναστείλει την λειτουργία των πρεσβειών του σε ορισμένες αφρικανικές πρωτεύουσες, λόγω του υψηλού κόστους διατήρησής τους. Εξαίρεση απετέλεσε η απόφαση του κλεισίματος της Πρεσβείας του Ισραήλ στην Χαράρε, πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε, λόγω της «αντισημιτικής» –όπως εκτιμήθηκε- πολιτικής του τέως προέδρου της χώρας, Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα κριτήρια ήταν αμιγώς οικονομικά.

Η Αφρική των τελευταίων είκοσι ετών δεν είναι ίδια με την Αφρική των περασμένων δεκαετιών. Νέοι διεθνείς παίκτες προσπαθούν να διασφαλίσουν ερείσματα στην Μαύρη Ήπειρο. Σε αυτούς συγκαταλέγεται σχετικά προσφάτως και η Τουρκία, η οποία άλλοτε ήταν παντελώς απούσα. Τώρα, αναπτύσσει αξιοσημείωτη επιχειρηματική δραστηριότητα στην Δυτική Αφρική, ενώ στην Ανατολική Αφρική διατηρεί μια εξαιρετικά σημαντική στρατιωτική βάση στην πρωτεύουσα της Σομαλίας, Μογκαντίσου. Από ισραηλινής πλευράς, μπορεί οι εξαγγελίες του τέως υπουργού Εξωτερικών, Αβίγκντορ Λίμπερμαν, να επικεντρώνονταν στο ότι «η επιστροφή του Ισραήλ στην Αφρική εμποδίζει πρωτίστως το Ιράν από το να ασκεί εκεί την επιρροή του» μια εκτίμηση που κατά την δεκαετία του ’90 ήταν ορθή, σήμερα όμως, η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι ο πραγματικός ανταγωνιστής του Ισραήλ στην Αφρική δεν είναι τόσο το Ιράν, όσο η άλλοτε φιλική Τουρκία.

Δεν είναι επί του παρόντος να εξετασθούν λεπτομερώς τα κίνητρα της τουρκικής διείσδυσης στην αφρικανική ήπειρο. Ωστόσο, ο σιωπηλός –πλην όμως υπαρκτός στην πράξη– ανταγωνισμός ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία στην σημερινή Αφρική, δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορες την Ελλάδα και την Κύπρο.

Μπορεί ο άξονας συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ να δημιουργήθηκε επ’ ευκαιρία της ανακάλυψης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά έως ότου το μεγαλεπίβολο εγχείρημα του αγωγού EastMed ξεπεράσει τις παρούσες πρακτικές δυσκολίες και τεθεί σε εφαρμογή, Ελλάδα και Κύπρος δεν θα πρέπει να αφήνουν στο περιθώριο πρόσθετες ευκαιρίες που μπορούν να αναδειχθούν σε μια ποικιλία τομέων που σχετίζονται με τις αφρικανικές χώρες, κάποιες εκ των οποίων είναι συγχρόνως μεσογειακές, και συνδέονται άμεσα με τα ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού περιφερειακού παράγοντα στον τομέα της ενέργειας, όπως η Αίγυπτος και η Λιβύη.

Η Αφρική δεν πρέπει να θεωρείται τόσο «μακρινή’ για την Ελλάδα, όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Αξίζει ίσως να ανατρέξουμε στην δεκαετία του ’80 και να θυμηθούμε τις στενές σχέσεις που είχε αναπτύξει η Αθήνα με το καθεστώς του συνταγματάρχη Καντάφι –μια επιλογή για την οποία η ελληνική κυβέρνηση της εποχής εκείνης είχε παρεξηγηθεί, κυρίως από τις ΗΠΑ. Αν και η Αθήνα (ορθώς) δεν εξήγησε ποτέ ξεκάθαρα ποιο ήταν το αληθινό της κίνητρο να προσεγγίσει την πάλαι ποτέ Λιβυκή Τζαμαχιρία, εκ των υστέρων καθίσταται σαφές πως εκείνη η επιλογή αποσκοπούσε στο να αποθαρρύνει τον συνταγματάρχη Καντάφι από το να αναγνωρίσει την «ΤΔΒΚ» στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Στην πραγματικότητα, Ελλάδα και Κύπρος ποτέ δεν ξέχασαν ότι η Λιβύη ήταν η πρώτη (και ίσως η μόνη) χώρα που χαιρέτισε ενθουσιωδώς την τουρκική εισβολή του 1974. Έτσι, η ελληνική πλευρά θεώρησε ότι θα έπρεπε τινί τρόπω να κολακεύσει το λιβυκό καθεστώς, αποσκοπώντας μεταξύ άλλων να συγκρατήσει την Τρίπολη από το να παροτρύνει ενδεχομένως όσες αφρικανικές χώρες είχε υπό τον απόλυτο οικονομικό και διπλωματικό της έλεγχο, στο να προβούν εκείνες (ίσως αντ’ αυτής) στην διπλωματική αναγνώριση της «ΤΔΒΚ». Η αποτροπή ενός τέτοιου κινδύνου ήταν μια από τις κυριότερες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας και ως προς τρίτες χώρες εκτός Αφρικής, με χαρακτηριστική την απόφαση της Ελλάδας να διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με το Πακιστάν και το Μπανγκλαντές, όταν οι κυβερνήσεις τους είχαν ανακοινώσει ότι προτίθενται να αναγνωρίσουν την «ΤΔΒΚ», όταν ανακηρύχθηκε η σύστασή της στις 15 Νοεμβρίου 1983. Αν και η άμεση αντίδραση της Αθήνας τότε, απέτρεψε κάτι τέτοιο –από την άλλη, αποτιμώντας το παρελθόν με καθαρή ματιά, εκείνο το δυσάρεστο διπλωματικό επεισόδιο αποτέλεσε ίσως το σημαντικότερο στίγμα που έδωσε η ελληνική διπλωματία αφ’ εαυτής στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Όσον αφορά ειδικότερα την Αφρική εν γένει, είναι πλέον καιρός να παραδεχθούμε ότι η ελληνική και κατ’ επέκτασιν, η κυπριακή παρουσία, κρίνεται εν πολλοίς ως μάλλον ανύπαρκτη.