Πώς εξαφανίστηκε η αντιγερμανική ρητορική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς εξαφανίστηκε η αντιγερμανική ρητορική

Ή πώς οι Γερμανοί έγιναν... φίλοι μας*

Όλα αυτά θα είχαν πολύ μικρή σημασία, αν στο πολυκερματισμένο λόγω οικονομικής κρίσης πολιτικό σύστημα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών η αριστερά δεν είχε αναδειχθεί σε κρίσιμο παράγοντα στην δημιουργία κυβερνητικών συνασπισμών, και αν η πολεμική κατά της Γερμανίας δεν συγκινούσε μια μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων ψηφοφόρων, κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου. Το κενό στην αντιγερμανική ρητορική που άφηνε η Αριστερά με την προσχώρησή της στο συστημικό στρατόπεδο έσπευδε με μεγάλη ικανοποίηση να το καλύψει η ακροδεξιά.

Από τις αρχές του 2018, η ακροδεξιά κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου είχε πλέον αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στο αντιγερμανικό στρατόπεδο καθώς στην ρητορική αλλά και στο πολιτικό πλαίσιο που διατύπωνε η γερμανική Ευρώπη είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Και για την επιλογή της αυτή αμείφθηκε πλουσιοπάροχα από τους ψηφοφόρους της Αριστεράς καθώς ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς προσεταιρίστηκε τις θέσεις της. Ιδιαίτερα έκδηλο έγινε το φαινόμενο αυτό στην Γαλλία καθώς εκλογικές περιφέρειες που στις προηγούμενες δεκαετίες δέσποζε η αριστερά πέρασαν στο έλεγχο της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν. Αλλά από το «ίδιο πανέρι» ψώνισε και ο Σαλβίνι καθώς η Λέγκα στις τελευταίες εκλογές που έγιναν στην Ιταλία εκτινάχθηκε στο 17% των ψήφων από το 4% το 2013. Δημοκοπικά ευρήματα εμφανίζουν το ακροδεξιό VOX στην Ισπανία να «κλέβει» ψήφους από την δεξαμενή της αριστεράς, ενώ για την Ελλάδα δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι, παρά την κοινοβουλευτική «εξορία» της Χρυσής Αυγής, ο θρίαμβος της ΝΔ στις πρόσφατες εκλογές θα πρέπει να αποδοθεί και στην επανάκαμψη ακροδεξιών ψηφοφόρων που είχαν διασκορπιστεί σε μικρότερα πολιτικά κόμματα τα οποία αξιοποίησαν στα προηγούμενα χρόνια τα αντισυστημικά και αντιγερμανικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων του δεξιού χώρου. Αν, μάλιστα, προσθέσουμε και τους ψηφοφόρους της «Ελληνική Λύσης» τότε έχουμε την πλήρη εικόνα στην συνάρτηση ακροδεξιά και αντιγερμανισμός.

Και ενώ στον ευρωπαϊκό Νότο, ο αντιγερμανισμός έγινε μια αποκλειστική υπόθεση της ακροδεξιάς εξαιτίας της μετάλλαξης της αριστεράς από πολιτικό οργανισμό με καταγγελτικό λόγο σε καθεστωτική πολιτική δύναμη η οποία διεκδικούσε κυβερνητικό ρόλο με κάθε ευκαιρία που εμφανίζονταν, σε άλλα σημεία της Ευρώπης, η οικειοποίηση της ρητορικής εναντίον της Γερμανίας αξιοποίησε άλλες ευκαιρίες. Για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία η επάνοδος του Φάρατζ στην κεντρική πολιτική σκηνή έγινε με αφορμή το Brexit για το οποίο αξιοποιήθηκε η άρνηση της πλειοψηφίας των Βρετανών να ανήκουν σε μια γερμανική Ευρώπη. Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη, τόσο η κυβέρνηση του ουγγρικού Fidesz με επικεφαλής τον Βίκτορ Όρμπαν όσο και η κυβέρνηση του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS) στην Πολωνία πρόβαλλαν την αντιγερμανική πολιτική επικαλούμενοι αρχικά ιστορικούς λόγους αλλά στην συνέχεια το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Τα δύο αυτά κόμματα είναι συντηρητικά και εθνικιστικά και έχουν πολλά κοινά. Για παράδειγμα, από οικονομική άποψη υιοθετούν μια εκδοχή του εθνικισμού που συνδυάζει την υποστήριξη για αναδιανεμητικές κοινωνικές πολιτικές με τον σκεπτικισμό προς τις διεθνείς εταιρείες, μια οπτική η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την «ελευθερία των αγορών» που έχει υιοθετήσει η Γερμανία προκειμένου να διατηρήσει την οικονομική της παντοδυναμία στις αγορές των εταίρων της. Αμφότερα τα κόμματα είναι επίσης αντίθετα με την μετανάστευση, και, ιδιαίτερα στην Ουγγαρία, αυτό έχει χρησιμοποιηθεί για να κινητοποιηθεί το ριζοσπαστικό εθνικιστικό συναίσθημα.

Όμως, ανάμεσα στο πολωνικό PiS και το ουγγρικό Fidesz οι διαφορές υπερτερούν των ομοιοτήτων. Η συντηρητική στροφή της Ουγγαρίας υπό τον Orban υπήρξε πολύ πιο λαϊκίστικη και αυταρχική από εκείνην στην Πολωνία υπό το PiS. Για παράδειγμα, το 2010, όταν ο Orban είχε μια αρκετά μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να αλλάξει το ουγγρικό σύνταγμα, πέρασε (από την βουλή) περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου σε δημόσια και ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, και άλλαξε τον εκλογικό νόμο για να ευνοήσει μεγάλα κόμματα όπως το Fidesz. Μια από τις νέες συνταγματικές διατάξεις-κλειδιά ήταν η τέταρτη τροπολογία, η οποία υπονόμευσε την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, έφερε τα πανεπιστήμια υπό μεγαλύτερο κυβερνητικό έλεγχο, κατέταξε την έλλειψη στέγης στα εγκλήματα, και έβλαψε τα ανθρώπινα δικαιώματα εν γένει. Τίποτα συγκρίσιμο δεν συνέβη στην Πολωνία, όπου υπάρχουν ελεύθερα, ιδιωτικά, και σε μεγάλο βαθμό διεθνή μέσα ενημέρωσης, και δεν υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στις ατομικές ελευθερίες. Ακόμα και ο νέος αντιτρομοκρατικός νόμος της Πολωνίας, μερικές φορές παρουσιασμένος ως μια επίθεση στις ελευθερίες των πολιτών, είναι για τα καλά μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αλλά για πολλούς αυτό που απομακρύνει τα δύο ακροδεξιά κόμματα από το να βρεθούν πιο κοντά, είναι οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Η στενή σχέση του Orban με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, για ιστορικούς λόγους δεν μπορεί να αναπαραχθεί στην Πολωνία. Η Ουγγαρία είναι και θα παραμείνει ο ταραχοποιός-κλειδί όταν πρόκειται για την πολιτική της ΕΕ απέναντι στην Μόσχα. Ο Orban είναι εμπνευσμένος από την ρωσική πολιτική έννοια της «κυρίαρχης δημοκρατίας» -μια μορφή κατευθυνόμενης δημοκρατίας με περιορισμένο κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό- και απολαμβάνει να βάζει την ΕΕ κατά της Ρωσίας και αντιστρόφως. Η Βαρσοβία, αντίθετα, από καιρό αισθάνεται γεωπολιτικά απειλούμενη από την Ρωσία, και δεν θα εξετάσει το να κλίνει προς την Μόσχα ως εναλλακτική λύση προς την ΕΕ. Στην πραγματικότητα, παρά τις συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της κυβέρνησης του PiS, κανείς Πολωνός πολιτικός παράγοντας δεν υπονοεί ότι η Πολωνία θα πρέπει να αποχωρήσει από την ΕΕ –κι αυτό σε μια εποχή που το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη ψηφίσει για να φύγει, και λαϊκιστικά κόμματα στην Δανία, την Φινλανδία, την Γαλλία και την Σουηδία απαιτούν όλα δημοψηφίσματα εξόδου. Παρόλα αυτά, η πολιτική που ακολουθεί φαίνεται ότι προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο Βερολίνο και την Ουάσιγκτον.